Τα θέματα του εθνικού διαλόγου για την Παιδεία

Τα θέματα του εθνικού διαλόγου για την Παιδεία

10' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ολες οι κυβερνήσεις δηλώνουν ότι πρώτη προτεραιότητά τους είναι η παιδεία. H κυβέρνηση που προήλθε από τις εκλογές της 7.3.04, θέτοντας, και αυτή, ως πρώτη προτεραιότητά της, την παιδεία, έχει δηλώσει ότι προτίθεται να ξεκινήσει έναν εθνικό διάλογο για την παιδεία («διάλογο» από εδώ και εμπρός) τον ερχόμενο Σεπτέμβριο.

Στο άρθρο αυτό, αφού παραθέσουμε τα, κατά τη γνώμη μας, βασικότερα θέματα που θα πρέπει να αποτελέσουν την ημερήσια διάταξη του διαλόγου αυτού, θα αναφερθούμε στις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει δεδομένου ότι και στο παρελθόν έχουν γίνει παρόμοιοι διάλογοι, χωρίς, όμως να επιτευχθεί η χάραξη και εφαρμογή μιας εθνικής πολιτικής για την παιδεία, με αποτέλεσμα το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας να παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα.

Αφετηρία οι αδυναμίες

Το βασικότερο γενικό θέμα που θα πρέπει να αποτελέσει την αφετηρία του διαλόγου είναι αν και κατά πόσο εφαρμόζεται στην πράξη η επιταγή της παραγράφου 2 του άρθρου 16 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία: «H παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες». O εντοπισμός των αδυναμιών του εκπαιδευτικού μας συστήματος στην εφαρμογή της επιταγής αυτής του Συντάγματος θα είναι μια καλή αρχή για τη ουσιαστικοποίηση του διαλόγου.

Δημόσιες δαπάνες: Το πρώτο από τα επιμέρους θέματα που, κατά τη γνώμη μας, θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο του διαλόγου είναι οι δημόσιες δαπάνες για την παιδεία. Είναι γνωστό ότι δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού (τακτικού και δημόσιων επενδύσεων) για την εκπαίδευση ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) κυμαίνονται εδώ και πολλά χρόνια γύρω στο 3,5%, ποσοστό που είναι το χαμηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ενωση των 15 (E.E.). Είναι, επίσης, γνωστό ότι οι ιδιωτικές δαπάνες για την παιδεία (ιδιωτικά σχολεία, φροντιστήρια και κάθε είδους, ιδιωτικά μαθήματα) ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι από τις υψηλότερες στην E.E. γεγονός που δείχνει ότι η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 16 του Συντάγματος σύμφωνα με την οποία: «Ολοι οι Ελληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας σε όλες τις βαθμίδες της στα κρατικά εκπαιδευτήρια» είναι γράμμα κενό.

Η Ν.Δ. είχε υποσχεθεί προεκλογικά ότι θα αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες για την παιδεία ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 5%. Μια καλή αρχή στο διάλογο θα ήταν η υπόσχεση αυτή να αρχίσει να υλοποιείται με το σχέδιο του προϋπολογισμού του 2005 που θα καταθέσει η κυβέρνηση στη Βουλή στις αρχές Οκτωβρίου. Με τον τρόπο αυτό η κυβέρνηση θα δείξει ότι ξεκινά το διάλογο με μια έμπρακτη απόδειξη ότι πρόθεσή της είναι η διάθεση των απαραίτητων πόρων για την υλοποίηση των συμπερασμάτων του διαλόγου και σταδιακά θα αρχίσει να γίνεται πραγματικότητα η, ανύπαρκτη σήμερα, δωρεάν παιδεία.

Οσο, όμως, και αν αυξηθούν οι δαπάνες για την παιδεία, το πρόβλημα θα παραμένει άλυτο αν δεν υπάρχουν οι, με υψηλό επίπεδο κατάρτισης και ικανοποιητικές αποδοχές, εκπαιδευτικοί για να στελεχώσουν όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.

Κατάρτιση εκπαιδευτικών: Το υψηλό επίπεδο κατάρτισης των εκπαιδευτικών εξαρτάται από την ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχεται από τα AEI της χώρας στους νηπιαγωγούς, δασκάλους και καθηγητές μέσης εκπαίδευσης από τη μια μεριά και από την προσπάθεια που καταβάλλουν οι φοιτητές στη διάρκεια των σπουδών τους για να αποκτήσουν τις γνώσεις και τις ικανότητες εκείνες που θα τους δώσουν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του υψηλού λειτουργήματος του εκπαιδευτικού.

Σε ό,τι αφορά την προσπάθεια που θα πρέπει να καταβάλουν οι φοιτητές δεν μπορούν να λεχθούν πολλά πράγματα. Αυτή εξαρτάται τόσο από τους ίδιους όσο και το οικογενειακό τους περιβάλλον. Σημαντικά, όμως μπορεί να συμβάλει το κλίμα που επικρατεί στα AEI που σπουδάζουν.

Η ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης από τα AEI στους μέλλοντες εκπαιδευτικούς -αλλά και γενικά στους μέλλοντες επιστήμονες και ερευνητές- εξαρτάται βασικά από την επιστημονική κατάρτιση και τις ερευνητικές ικανότητες του διδακτικού ερευνητικού προσωπικού τους, η οποία μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο με αξιοκρατικές εκλογές. Εξαρτάται, φυσικά, και από την κτιριακή και υλικοτεχνική υποδομή των Ιδρυμάτων. Τέλος, το αν και κατά πόσο ο πτυχιούχος είναι επαρκώς καταρτισμένος εξαρτάται, φυσικά, και από την αυστηρότητα των εξετάσεων. Ολα αυτά τα ζητήματα, καθώς και η αξιολόγηση του διδακτικού και ερευνητικού έργου των AEI και TEI πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο του διαλόγου.

Για όσους πτυχιούχους προορίζονται για την εκπαίδευση θα πρέπει να λειτουργήσουν προγράμματα μονοετούς κατάρτισής τους ώστε να αποκτήσουν εκείνα τα επιπλέον εφόδια που τους είναι απαραίτητα για να επιτελέσουν το έργο τους. H επιτυχής αποφοίτηση από τα προγράμματα αυτά θα πρέπει να είναι βασική προϋπόθεση για τον διορισμό τους.

Αποδοχές εκπαιδευτικών: Οσο καλά καταρτισμένος, όμως, και αν είναι ένας εκπαιδευτικός δεν μπορεί να μεγιστοποιήσει την απόδοσή του μέσα στο σχολείο αν δεν έχει ικανοποιητικές αποδοχές. Οι χαμηλές αποδοχές, όπως είναι γνωστό, αναγκάζουν τους εκπαιδευτικούς σε απασχόληση έξω από το σχολείο, γεγονός που τους στερεί τον χρόνο να καταρτίζονται συνεχώς και να αφιερώνουν τον απαιτούμενο χρόνο για την προετοιμασία της δουλειάς τους στο σχολείο. Ενα, επομένως, από τα σημαντικότερα θέματα του διαλόγου είναι η κατάρτιση ενός ειδικού μισθολογίου για τους εκπαιδευτικούς της προσχολικής, της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ανάλογου με εκείνο που ισχύει για τους συναδέλφους της ανώτατης και ανώτερης εκπαίδευσης.

Οι επιμέρους βαθμίδες

Σε ό,τι αφορά τις επιμέρους βαθμίδες της εκπαίδευσης, πολλά θα μπορούσαν να αναφερθούν. Στον περιορισμένο, όμως, χώρο του άρθρου αυτού θα περιοριστούμε σε ορισμένες, μόνο, επισημάνσεις.

α) Ανώτατη και Ανώτερη Εκπαίδευση. Τα προβλήματά της είναι πολλά. O απερίσκεπτος και χωρίς προγραμματισμό πολλαπλασιασμός Ιδρυμάτων και Τμημάτων, η διασπορά Τμημάτων ενός Ιδρύματος σε πολλές πόλεις, η χωρίς τις αναγκαίες προϋποθέσεις (προσωπικού και υποδομής) έναρξη λειτουργίας τους, η χωρίς αξιοκρατικά κριτήρια εκλογή μελών του διδακτικού ερευνητικού προσωπικού, οι ελλείψεις σε προσωπικό με την αναγκαία κατάρτιση σε πολλά Τμήματα, η μεγάλη διαφορά ποιότητας στην παρεχόμενη εκπαίδευση σε ομοειδή Τμήματα από διάφορα Ιδρύματα, το πλήθος των φοιτητών που δεν περατώνουν τις σπουδές τους (οι «αιώνιοι» φοιτητές), ο μεγάλος αριθμός Ελλήνων φοιτητών που κάνουν προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές σε Πανεπιστήμια του εξωτερικού και τέλος το θέμα των παραρτημάτων ξένων Πανεπιστημίων που λειτουργούν στην Ελλάδα είναι τα βασικότερα θέματα που θα πρέπει να καλύψει ο διάλογος.

β) Μεταγυμνασιακή Γενική και Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση. Οι διαδοχικές μεταρρυθμίσεις στη μεταγυμνασιακή εκπαίδευση δεν κατόρθωσαν να λύσουν τα δύο βασικά προβλήματά της. Πρώτον την αναβάθμιση της Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και τη σύνδεσή της με την αγορά εργασίας και δεύτερον την αυτοτέλεια του Λυκείου. Μία τεκμηριωμένη πρόταση για την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών με την καθιέρωση Εθνικού Απολυτηρίου δύο τύπων, την οποία είχαμε την τιμή να κάνουμε σε μια ειδική διημερίδα της ΟΛΜΕ τον Απρίλιο του 1994 – και την οποία αναπτύξαμε στη συνέχεια σε πολλά άρθρα μας σε εφημερίδες (βλέπε και το βιβλίο μας «Προβλήματα της Ελληνικής Εκπαίδευσης» που εκδόθηκε το 1998) – υιοθετήθηκε εν μέρει από το υπουργείο Παιδείας και στη συνέχεια με τις διαδοχικές αλλοιώσεις της έγινε αγνώριστη και γι’ αυτό, ίσως, και καταργήθηκε με τον πρόσφατο νόμο. Τα προβλήματα, όμως, της μεταγυμνασιακής εκπαίδευσης παραμένουν και το μέγα θέμα είναι πως η εκπαίδευση που παρέχεται στα σχολεία θα είναι πλήρης ώστε να μην χρειάζονται φροντιστήρια και ιδιαίτερα μαθήματα. Για τον λόγο αυτό, ανάμεσα στις προτάσεις που θα γίνουν, θα ήταν σκόπιμο να επανεξετασθεί στον διάλογο και η πρόταση για την καθιέρωση Εθνικού Απολυτηρίου που προαναφέρθηκε.

γ) Γυμνασιακή Εκπαίδευση. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 16 του Συντάγματος: «Τα έτη υποχρεωτικής φοίτησης δεν μπορεί να είναι λιγότερα από εννέα». Το πρόβλημα της μη αποπεράτωσης της 9χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης, παρά το ότι η διάταξη αυτή του Συντάγματος θα έπρεπε να έχει εφαρμοστεί από το 1980, εξακολουθεί, δυστυχώς, να παραμένει και αφορά παιδιά οικογενειών που κατοικούν στη χώρα, δηλαδή τόσο των Ελλήνων όσο και αλλοδαπών. Παρ’ όλη την προσπάθεια που έχει καταβληθεί, υπάρχει ακόμα ένα σημαντικό ποσοστό παιδιών με Ελληνες γονείς τα οποία είτε δεν συνεχίζουν την εκπαίδευσή τους μετά το Δημοτικό, είτε δεν τελειώνουν το Γυμνάσιο. Το φαινόμενο αυτό πρέπει να εκλείψει και όλα τα παιδιά όχι μόνον να τελειώνουν το Γυμνάσιο αλλά και το Λύκειο, δεδομένου ότι -μέσα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, πλήρες μέλος της οποίας είναι η Ελλάδα από το 1981- είναι επιτακτική ανάγκη να καθιερωθεί στη χώρα μας η 12χρονη υποχρεωτική εκπαίδευση. Είναι ευτύχημα ότι οι περισσότερες οικογένειες των αλλοδαπών στέλνουν τα παιδιά τους στα δημοτικά σχολεία. Δεν γνωρίζουμε, όμως, πόσα από αυτά συνεχίζουν και τελειώνουν το γυμνάσιο. Με δεδομένο ότι τα περισσότερα από τα παιδιά αυτά θα μείνουν στην Ελλάδα, είναι απόλυτη ανάγκη να τελειώνουν όχι μόνο το γυμνάσιο, αλλά και το λύκειο.

δ) Πρωτοβάθμια και Προσχολική εκπαίδευση. Λέγεται, και είναι σωστό, ότι αυτές οι δύο βαθμίδες αποτελούν τα θεμέλια της εκπαίδευσης. Εχουν γίνει σημαντικές πρόοδοι και στις δύο τα τελευταία χρόνια. Είναι, όμως, γεγονός ότι η προσχολική εκπαίδευση δεν καλύπτει το σύνολο των παιδιών και είναι απόλυτη ανάγκη να γίνει αυτό, με δεδομένο ότι στις περισσότερες περιπτώσεις των οικογενειών με παιδιά, εργάζονται και οι δύο γονείς προκειμένου να ανταποκριθούν στις ανάγκες που έχει μια οικογένεια με παιδιά. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, είναι ανάγκη να διοριστεί το αναγκαίο προσωπικό και να υπάρξει η απαραίτητη κτιριακή και υλικοτεχνική υποδομή. Σε ό,τι αφορά την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, η καθιέρωση του ολοήμερου σχολείου αποτελεί μια σωστή ενέργεια, με τη διαφορά ότι η οργάνωση του προγράμματος δραστηριοτήτων μετά το τέλος του σχολικού προγράμματος πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να συμβάλλει στην παραπέρα ανάπτυξη της προσωπικότητας των παιδιών. Ιδιαίτερη φροντίδα στα δημοτικά σχολεία απατείται να αφιερωθεί στα παιδιά των αλλοδαπών, ώστε να ενσωματωθούν ομαλά στον σχολικό πληθυσμό και να νιώσουν ίσα με τα Ελληνόπουλα, γιατί και αυτά στο μέλλον Ελληνες πολίτες θα γίνουν.

Ο κατάλογος των θεμάτων που παρατέθηκε πιο πάνω, φυσικά, κάθε άλλο παρά εξαντλεί τη θεματολογία του διαλόγου. Είναι, όμως, τα κατά τη γνώμη μας, σημαντικότερα.

Η διαδικασία του διαλόγου

Το επόμενο ερώτημα είναι πώς ο διάλογος αυτός θα καταλήξει σε κοινά αποδεκτές και υλοποιήσιμες προτάσεις για την επίλυση των πολλών και δύσκολων προβλημάτων της παιδείας με δεδομένο ότι -όπως προαναφέρθηκε- παρόμοιοι διάλογοι που έγιναν στο παρελθόν δεν απέδωσαν ουσιαστικά αποτελέσματα. Απόδειξη η σημερινή κατάσταση της παιδείας στη χώρα μας.

Το πρώτο ζήτημα που πρέπει να λυθεί είναι ποιοι και πόσοι θα μετάσχουν στον διάλογο αυτό και αν όσοι μετάσχουν θα συνεδριάζουν σε ολομέλεια ή θα χωριστούν σε τμήματα.

Στο ποιοι θα μετάσχουν, η απάντηση είναι μάλλον αυτονόητη: εκπρόσωποι όλων των εμπλεκομένων φορέων: των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης, των γονέων και κηδεμόνων, των φοιτητών, και σπουδαστών και των μεγαλύτερων σε ηλικία μαθητών, καθώς και εκπρόσωποι της Εκκλησίας της Ελλάδος, των συνδικαλιστικών και εργοδοτικών οργανώσεων.

Σε ό,τι αφορά τη λειτουργία του διαλόγου σε Ολομέλεια ή σε τμήματα, τα οποία θα ασχοληθούν με τις επιμέρους βαθμίδες της εκπαίδευσης και άλλα γενικότερα ζητήματα, η λύση των τμημάτων είναι η πιο αποτελεσματική, έχει, όμως, το μειονέκτημα ότι στους προβληματισμούς που θα αναπτυχθούν στο κάθε τμήμα δεν θα μετέχει το σύνολο εκείνων που θα μετάσχουν στον διάλογο.

Μια από τις πρώτες δυσκολίες που θα συναντήσει ο διάλογος αυτός είναι η κατάρτιση της ημερήσιας διάταξης των θεμάτων που θα αποτελέσουν το αντικείμενό του και ο χρόνος που θα αφιερωθεί στον καθένα από αυτά. Στο ζήτημα αυτό η απάντηση θα εξαρτηθεί από το χρονικό διάστημα το οποίο θα αφιερωθεί στον διάλογο. Αν πρόθεση της κυβέρνησης είναι οι όποιες προτάσεις προκύψουν από τον διάλογο να αρχίσουν να εφαρμόζονται μέσα στην τετραετία αυτή, ο διάλογος αυτός δεν μπορεί να είναι ατέρμων. Μια λογική διάρκειά του θα είναι το ακαδημαϊκό/σχολικό έτος 2004/2005, δηλαδή από τον Σεπτέμβριο του 2004 μέχρι τον Ιούνιο του 2005.

Ομόφωνες προτάσεις

Η μεγαλύτερη δυσκολία είναι το να καταλήξει ο διάλογος σε ομόφωνες προτάσεις για την αντιμετώπιση των επιμέρους προβλημάτων. H κατάληξη του διαλόγου σε τέτοιες προτάσεις είναι αναγκαία προκειμένου να διαμορφωθεί το βασικό πλαίσιο μιας εθνικής πολιτικής για την παιδεία, μιας πολιτικής, δηλαδή, την οποία δεν θα αλλάζει όταν αλλάζουν οι κυβερνήσεις, ή ακόμη και οι υπουργοί Παιδείας. Αν υπάρξει καλή διάθεση και πνεύμα ομοψυχίας και συνεργασίας τέτοιες προτάσεις μπορεί και πρέπει να προκύψουν από τον διάλογο και θα είναι ευχής έργον τόσο η σημερινή όσο και οι επόμενες κυβερνήσεις να εφαρμόσουν τις προτάσεις αυτές ώστε να εφαρμοστούν οι διατάξεις του Συντάγματος που προαναφέρθηκαν και σταδιακά να αποκτήσει ο τόπος μια δωρεάν παιδεία, που θα είναι αντάξια των παραδόσεων του έθνους και, ταυτόχρονα, θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες και τις προκλήσεις των καιρών.

(1) O κ. Μανόλης Δρεττάκης είναι πρώην: αντιπρόεδρος της Βουλής, υπουργός και καθηγητής της ΑΣΟΕΕ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή