Ποιητής της απόγνωσης και της ελπίδας

Ποιητής της απόγνωσης και της ελπίδας

11' 46" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

1925 – 2005, Θεσσαλονίκη – Αθήνα, Ιατρική, Αντίσταση – Εμφύλιος – καταδίκη σε θάνατο για «παράνομη πολιτική δράση» – συμμετοχή στον αντιδικτατορικό αγώνα – διαρκής πολιτική παρουσία στον χώρο της ανανεωτικής αριστεράς, ποίηση και κριτικό δοκίμιο: σ’ αυτές τις λέξεις – σήματα, μαζί και στο αχώριστο ζεύγος ηθική – πολιτική, θα εδραζόταν πιθανότατα όποιος ήθελε να συνοψίσει τον βίο του Μανόλη Αναγνωστάκη, αν βέβαια συνοψίζεται ο βίος ενός ανθρώπου. Κορυφαίο μέλος της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, ένας λυρικός που δεν αρνήθηκε το σκώμμα και τη σάτιρα, ο Αναγνωστάκης υπηρέτησε τίμια και στοχαστικά την κριτική ποίηση, την ποίηση που αμφιβάλλει, αμφισβητεί και ελέγχει, και όχι εκείνη που επιστρατεύει την πληθωρική της ρητορική για να υμνολογήσει. Εδώ, σαν πρώτη, βιαστική χειρονομία μετά τον θάνατό του, ξαναπιάνω λίγες σκέψεις που είχαν αναπτυχθεί και παλαιότερα.

Οι πρόκες και οι σφυριές

Οι στίχοι του Αναγνωστάκη από το «Στόχο» του 1970, «Σαν π ρ ό κ ε ς πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις / Να μην τις παίρνει ο άνεμος», είναι πασίγνωστοι, ίσως οι δημοτικότεροι στίχοι του ποιητή: η χρήση του διστίχου αυτού είναι συχνότερη και από τη χρήση που υφίστανται άλλα ποιητικά θραύσματα του έργου του που έχουν προσλάβει γνωμική αξία, όπως ας πούμε ετούτα δω: «Ορθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους», «Το θέμα είναι τ ώ ρ α τι λες» (όπου το κρίσιμο επίρρημα «τώρα» παραδίδεται αραιογραφημένο, όπως ακριβώς και οι «πρόκες»), «A, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο τό ‘ξερα τι κάθαρμα ήσουν», «τα τελευταία κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα», τέλος, «Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες / Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα», που η αναφορά του συνήθως παραβλέπει την εισαγωγική εξήγηση της πρότασης «όπως πολύ σωστά είπε κάποτε κι ο φίλος μου ο Τίτος» – ο ίδιος Τίτος, ο Πατρίκιος, που χρόνια αργότερα, στους «Αντικριστούς καθρέφτες», αναψηλάφησε την ιδέα του και, λιγότερο αποκαρδιωμένος πια, έγραψε: «Οι στίχοι δεν ανατρέπουν καθεστώτα / μα σίγουρα ζούνε πιο πολύ / απ’ όλες τις καθεστωτικές αφίσες».

Και μόνο σε τούτα τα σταθερώς αναπαραγόμενα σπαράγματα της ποίησης του Αναγνωστάκη αν σταθούμε, δεν είναι λίγα, κι ίσως να συνιστούν κάποιο μέτρο, ίσως κάτι να υποδεικνύουν, τόσο ως προς τη δεξίωση της ποίησης όσο και ως προς το ποιου είδους και ποιας σκόπευσης στίχοι είναι ευχερώς απομνημονεύσιμοι και αναμεταδόσιμοι. H ευδιάκριτη γνωμική διάσταση της ποίησης του Καβάφη, ας πούμε, που τα ηθικά της αιτήματα, όσα αποσπά από τη γνώση της ιστορίας, δεν βρίσκονται μακριά από τα ανάλογα αιτήματα του Αναγνωστάκη, έχει σαφώς προοικονομήσει και εξασφαλίσει την αδιάπτωτη συλλογική της χρηστικότητα, εν αντιθέσει με το έργο άλλων ποιητών, από το οποίο δεν είναι εύκολο να αντληθούν εντελείς αφορισμοί και ακαριαία αξιώματα.

Ελάχιστα γνωστή, πάντως, είναι μια αιφνιδιαστικής συγγένειας με τις στιχουργημένες «πρόκες» φράση του Διονυσίου Σολωμού, η αναγόρευση του οποίου σε εθνικό ποιητή μάλλον του στέρησε τη δημοτικότητά του ή έστω την αλλοίωσε, επιβαρύνοντάς τη με τα ρητορεύματα της βαρύγδουπα εθνοπρεπούς χρησιμοθηρίας. Ανταπαντώντας, λοιπόν, στον Σοφολογιότατο του Διαλόγου, ο Ποιητής, εναργέστατη περσόνα του Σολωμού, ομολογεί: «Ελαβα πάντα τη δυστυχία να στοχάζομαι με τον Σωκράτη τες λέξεις ωσάν τες σφυριές».

Συγγένειες και αναφορές

Οι σφυριές και οι πρόκες, λοιπόν. Θα μπορούσαμε άραγε να πούμε «α π ό τις σφυριές στις πρόκες», να θεωρήσουμε δηλαδή ευθεία τη σχέση του στίχου του Αναγνωστάκη με τη σολωμική πρόταση; Κάτι τέτοιο θα ήταν παράτολμο, και πιθανώς θα έσπενδε στην επιδρασιθηρία σπονδές μη οφειλόμενες. «Καμιά φορά κι ένας ήχος μοναχά φτάνει για να μας υποβάλει κάποια αναλογία» σημειώνει ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στο «Δοκίμιο I – Το εκφράζεσθαι», με το οποίο ανοίγουν οι δίτομες Μελέτες του. Στην περίπτωση που εξετάζουμε, ο σκληρός ήχος, της σφυριάς και της πρόκας, ακούγεται ίδιος, αλλά ακριβώς ετούτη η προφανής ομοιότητα ενδέχεται να σκευωρεί εις βάρος της βαθύτερης ακοής μας.

Οι εξωλογοτεχνικές μαρτυρίες, όσο και όπως δικαιούμαστε να τις χρησιμοποιήσουμε, δεν υποδεικνύουν τον Σολωμό ανάμεσα, αν όχι στους προδρόμους, έστω στους αγαπημένους ποιητές του Μανόλη Αναγνωστάκη. Θυμίζω δύο σχετικές (και, επαναλαμβάνω, σχετικής αξίας) αναφορές του. Στην «Καθημερινή» (7.12.1990), και σε στήλη υπό τον καβαφικού δανείου τίτλο «Εις σε προστρέχω», ο ποιητής υπογραμμίζει: «Στην ποίηση γυρνώ ξανά και ξανά στον Κάλβο και στους ελάσσονες μεταπολεμικούς (Καρυωτάκης, Αγρας, Μελαχρινός, Φιλύρας κ.ά.) καθώς και στους εφηβικούς μου, μα πάντα ποιητικά και συναισθηματικά ανεξάντλητους, Απολλιναίρ, Ζαμ, Μυλόζ. Εχω χρόνια να ξαναπιάσω Καβάφη και Σεφέρη – έχουν συσσωρευτεί τόσα φιλολογικά «μαλάματα» απάνω τους και κάπου αισθάνομαι προδομένος.» Δεν υπάρχει Σολωμός εδώ, υπάρχει ο Κάλβος, και μάλιστα «ξανά και ξανά».

Δεύτερη αυτοβιογραφική σημείωση: Σε συνέντευξή του στο «Εναυσμα», περιοδική έκδοση του Νομικού FORUM (τχ. 6, καλοκαίρι 1995), ο Αναγνωστάκης ακούει την ερώτηση «Ποιους Ελληνες ποιητές έχετε διαβάσει; Υπάρχει κάποιος με τον οποίο έχετε διαγνώσει ιδιαίτερη ψυχική συγγένεια;» και αποκρίνεται ως εξής: «Τους έχω διαβάσει όλους. Λατρεύω τον Κάλβο». Τον Κάλβο λοιπόν· τον πολύτροπα αντίθετο του Σολωμού.

Αν περάσουμε στο σώμα της αναγνωστακικής γραφής, θα σταθούμε οπωσδήποτε σε μια εγγραφή του «ΥΓ.»: «O Κάλβος και ο Σολωμός έζησαν είκοσι χρόνια στην ίδια πόλη χωρίς ποτέ να συναντηθούν». H αναφορά στο ποιητικό ζεύγος, πικρόχολη παρά τιμητική, θα ‘λεγα ότι κατάγεται από την ίδια ευθύτητα που ετοίμασε αδέκαστους στίχους για το «σόι των ποιητών», για τον Γιώργο Σεφέρη ας πούμε, στο ποίημα του «Στόχου» «Θεσσαλονίκη, μέρες του 1969 μ.Χ.» («Οπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής / H Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές / H Ελλάς των Ελλήνων»), και για τον Οδυσσέα Ελύτη, στο ακροτελεύτιο ποίημα των «Εποχών» («Φτάνει πια η γαλάζια αιθρία του Αιγαίου με τα ποιήματα που ταξιδεύουν σ’ ασήμαντα νησιά για να ξυπνήσουν την ευαισθησία μας») («όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση να πλημμυρίζει τα σαλόνια / (…) εγώ πάντα σωπαίνω» δεν έλεγε ο Μιχάλης Κατσαρός στο «Κατά Σαδδουκαίων»;). Ωστόσο ίσως δεν είναι ασήμαντο το γεγονός ότι ο Αναγνωστάκης επιφυλάσσει στον Κάλβο τη μάλλον απροσδόκητη πρόταξη, αφού το όνομά του προκρίνεται, αντίθετα με ό,τι θα όριζαν οι συμβάσεις ή οι γενικότερες αποδοχές.

Αλλού λοιπόν, και όχι στις παραδειγματικές σχέσεις που συνάπτονται εντός της χορείας των ποιητών (σχέσεις ομολογημένες ή ανομολόγητες, ευθείες ή θραυσμένες, γόνιμες ή άγονες), πρέπει να αναζητήσουμε το δικαίωμα να συσχετίσουμε τον στίχο του Αναγνωστάκη και τη φράση του Σολωμού. Και είναι πιθανότερο η μεταλλική οξύτητα των στίχων στην οποία αποβλέπει ο Αναγνωστάκης να συμπλέει ή και να ανακαλεί την αξία όπλου, αιχμηρού όπλου, που επιθυμούσε ο Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι για τα δικά του ποιήματα. Ας θυμηθούμε λοιπόν τους στίχους του Μαγιακόφσκι (μεταφρασμένους από τον Γιάννη Ρίτσο με τη συνδρομή του Αρη Αλεξάνδρου) «το στίχο / σα μια λόγχη / ν’ αστραποβολήσουμε» και «Εσείς κι εγώ / συχνά με ξιφολόγχες / επιτεθήκαμε / στο λυρισμό / γυρεύοντας το λόγο / τον ακριβή και το γυμνό» κι ας τους αντικρίσουμε, αν όχι με τις «πρόκες», έστω με το στίχο του Αναγνωστάκη «Με στιλέτα καρφώνουν τα δικά μου λόγια». Είναι πιθανό να φανερωθεί έτσι, μέσα από την αντεστραμμένη πλέον σχέση όπλου – λέξεων, και η διαδρομή συντριβής των λέξεων, των ποιημάτων και των ιδεών από τον Μαγιακόφσκι ώς εμάς: οι λέξεις πια δεν είναι όπλα· οι λέξεις θύονται από τα όπλα και ενταφιάζονται στο «νεκροταφείο των λέξεων» του Κατσαρού.

Τριπλή ποιητική

Αλλά ας επανέλθουμε στην ελληνική επικράτεια. Για τη δική μου ακοή, οι σφυριές και οι πρόκες (λέξεις και εικόνες που, με την αρχαιοελληνικώς νοούμενη βαναυσότητά τους, πιθανώς ηχούν ενοχλητικά σε μερικούς ακολούθους του «κεκαθαρμένου» λυρισμού) συνομολογούν και συνδέονται ως προς τούτο: Και στην περίπτωση του Αναγνωστάκη (όπως σαφέστατα δηλώνει ο τίτλος «Ποιητική» του ποιήματος όπου απαντά ο στίχος που μας απασχολεί), και στην περίπτωση του σολωμικού «Διαλόγου» διατυπώνεται, εν συνόψει αλλά απερίφραστα, μια στάση, μια ποιητική, η ίδια ποιητική. Μια τριπλή ποιητική: γλωσσική, πολιτική, ηθική, όπου η γλώσσα, το πολιτικό ενδιαφέρον (είτε στην εθνική είτε στην κοινωνική του διάσταση) και τα ηθικά αιτήματα περιχωρούνται και σχεδόν ταυτίζονται. Την ποιητική αυτή, να σημειωθεί, τόσο ο Σολωμός όσο και ο Αναγνωστάκης την υπηρέτησαν και με τον λυρισμό και με τη σάτιρα, ως ανήκοντες στους μάλλον ευαρίθμητους ποιητές μας (ας προστεθούν εδώ ο Βάρναλης και ο Καρυωτάκης) που δεν θεωρούσαν παρακατιανό το ένα είδος εν σχέσει με το άλλο και οι οποίοι δείχνουν να ανακτούν τον τρόπο της λυρικής σάτιρας, της δηκτικά κοινωνικής και πολιτικής ποίησης που κρατάει από τον Αρχίλοχο τον Πάριο και τον Ιππώνακτα τον Εφέσιο.

Στη σκληρή πρώτη ύλη της πρόκας και του σφυριού, λοιπόν, μια ύλη τόσο άρτια μαστορεμένη ώστε τίποτε να μην περισσεύει και τίποτε να μην είναι εναλλάξιμο και αντικαταστατό, πιστεύω ότι συγκλίνει ο γλωσσικός σχεδιασμός των δύο ποιητών, η επιλογή δηλαδή εκφραστικών τρόπων που το καίριον και το κυριολεκτικόν τους εξοικονομούνται από την ευθύτητα, την οικονομία και την απλότητα, εκείνη την κατά βάθος απλότητα που αποδίδει στις λέξεις η κοινή κτήση και η δημοτική χρήση τους. Και στη σίγουρη, τη βίαιη και διατρητική κίνηση που συνδέεται με τα δύο αντικείμενα συγκλίνει ο ρομαντισμός τους, το πάθος τους να μετα-μορφωθεί ο κόσμος, η μοραλιστική τους ετοιμότητα, ο πόθος τους να προωθηθούν διεισδύοντας ώς την ουσία των πραγμάτων.

Ας θεωρήσουμε αντικειμενικά τυχαίο το γεγονός ότι και ο Σωκράτης, στον πλατωνικό «Κρατύλο», συσχετίζει τη λέξη, το όνομα, με ένα εργαλείο, ένα ταπεινό αντικείμενο, την κερκίδα του υφαντή: «Ονομα άρα διδασκαλικόν τί εστιν όργανον και διακριτικόν της ουσίας ώσπερ κερκίς υφάσματος.» Το όνομα, μια σαΐτα λοιπόν – ή μια πρόκα, ή μια σφυριά.

Κι ας θεωρήσουμε επίσης αντικειμενικά τυχαίο το γεγονός ότι ο Αρης Αλεξάνδρου -που ήθελε τις λέξεις «ν’ ακονίζονται σε λόγο»-«μαχαίρι»-, ήδη το 1959, στο ποίημα «Εισήγηση» με το οποίο άνοιγε την «Ευθύτητα οδών» και ειρωνευόταν απερίστροφα τον Ζντάνοφ και τους ακολούθους του, έδενε το σφυρί και την πρόκα στη ίδια εικόνα:

«(…) «Τούτο δω ίσως νά ‘ναι εκείνο που γυρεύω» / το παίρνει στο χέρι το ζυγιάζει και σκέφτεται / «Με τούτο δω, ίσως μπορέσω να καρφώσω μια πρόκα πίσω / απ’ την πόρτα μου» στεριώνει την πρόκα κρεμάει το σακάκι του και λέει / «Ναι, αυτό ήταν που γύρευα. / Από δω και μπρος / τ’ ονομάζω / σφυρί».»

Οι λέξεις, των ποιητών οι λέξεις, πρέπει να είναι «σκληρές και συγκεκριμένες», για να ξαναθυμηθούμε τον Αλεξάνδρου· πρέπει να έχουν υλικό βάρος. Για κείνον που τις συντάσσει και για κείνον που τις εισπράττει. Ωστε πράγματι να γράφουν. Ωστε να μην εξανεμίζονται, καθώς εκείνες οι «ποιητικές», οι «στιλπνές, παρθενικές, ιδεατώς ωραίες», που καυστικότατα ειρωνεύεται ο Αναγνωστάκης στην «Απολογία νομοταγούς». Αυτήν την «παρθενικότητα της έκφρασης» την αποστρέφεται κι αλλού ο ποιητής, στην «Κριτική» του, ποίημα που απολήγει με έναν στίχο γενναίου πρώτου πληθυντικού προσώπου:

«- Σαν τους γύφτους / σφυροκοπάμε / αδιάκοπα / στο ίδιο αμόνι.»

Εσκεμμένα υποθέτω, ο στίχος αυτός, παρότι αυτοτελής, αναπτύσσεται στο τύπωμά του στο βιβλίο σε τέσσερις αναβαθμούς, τέσσερα σκαλιά, θαρρείς για να εικονιστεί όχι μόνο η κίνηση του σφυριού παρά και η κλίμακα των ποιητών, η ανηφορική σκυταλοδρομία τους. Και δεν είναι μόνο το σημαδιακό ρήμα «σφυροκοπάμε» που με κάνει να πιστεύω ότι σε κάποιον από αυτούς τους αναγνωστακικούς αναβαθμούς κρατάει το σφυρί του και δουλεύει τις λέξεις του ο Σολωμός.

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ένας ευθύς αιρετικός που ξανανιώνει «αεί αναθεωρών», ανήκει σε μια γενιά ποιητών πολιτών που την είπανε «γενιά της ήττας», μα εγώ προτιμώ να τη σκέφτομαι σαν γενιά της καρτερίας, σαν γενιά της αυτογνωστικής απόγνωσης και της ελπίζουσας απελπισίας («εμείς τα μυθόβια όντα οι ποιητές / (…) / Είμαστε οι τυχερά απελπισμένοι» δεν έλεγε ο Νίκος Καρούζος στο Φαρέτριον;). Προς τα εκεί με κατευθύνουν οι στιχουργημένες παρακαταθήκες του ίδιου του Αναγνωστάκη, το «όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα», το «γυρεύω ένα τίποτα για να πιστέψω πολύ και να πεθάνω», το «Ομως εμείς, αν θέλετε, είμαστε έτοιμοι ακόμα», «Και μένουμε δυο νικημένοι μ’ ολιγόπιστα μάταια φερσίματα.»

Μα ποιοι είναι λοιπόν οι νικημένοι;

Ιατρική – Ποίηση – Αριστερά, οι σταθμοί της ζωής του

«Τώρα πια που δεν γράφω και η απόσταση του χρόνου με βοηθάει, βλέπω καθαρότερα πόσες φορές, πραγματικά, έπνιξα στο λαρύγγι μου τα ίδια μου τα τραγούδια». H φράση ανήκει στον Μανόλη Αναγνωστάκη, σ’ ένα από τα αυτοκριτικά του κείμενα. Κι έβλεπε πάντα καθαρότερα, από τότε που πρωτοεμφανίστηκε στα Γράμματα, νεότατος, στη διάρκεια της Κατοχής. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1925, σπούδασε Ιατρική και πήρε την ειδικότητα του ακτινολόγου στη Βιέννη. Από μαθητή τον κέρδισαν τόσο η ποίηση όσο και η Αριστερά, επιλογές που δεν εγκατέλειψε ποτέ, παρά την απουσία από τον δημόσιο βίο και την ποίηση εκουσίως, επιλογή που τήρησε πιστά για πολλά χρόνια. Στη διάρκεια του Εμφυλίου συνελήφθη και φυλακίστηκε για τρία χρόνια (1948-1951) και ενδιάμεσα (1949) μέχρι την αποφυλάκισή του κουβαλούσε την καταδίκη του σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Στα τριάντα χρόνια της δημόσιας γραφής του, από το 1941 ώς το 1971, έγραψε αρκετές συλλογές, πολλά κριτικά κείμενα, περισσότερα δοκίμια: «Εποχές» (1945, 1948, 1951), «H Συνέχεια» (1954), «Τα ποιήματα» (1956), «H Συνέχεια 3» (1962), «Υπέρ και κατά» (1965), «Τα ποιήματα» (1971), «Αντιδογματικά, άρθρα και σημειώματα» (1978), «Το περιθώριο ’68-’69» (1979), «Μανούσος Φάσσης, Παιδική Μούσα» (1980), «ΥΓ.» (1992), «Τα συμπληρωματικά» (1985), «Μανούσος Φάσσης, O κατήφορος» (1986), «O ποιητής Μανούσος Φάσσης. H ζωή και το έργο του. Μια πρώτη απόπειρα κριτικής προσέγγισης» (1987). Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη, αρχικά, και από νεότερους συνθέτες αργότερα, κι ακόμα τραγουδιούνται.

Οι νικημένοι

Νοσταλγούσαμε τόσο να χαρίσουμε τις αβέβαιες πλάνες μας στ΄ όνειρο / Ομως ποιος δε λογάριασε τα λευκά καλοκαίρια που πλήγωσαν τα χρόνια μας / Ποιος δεν επίστεψε πως δεν είχαμε ακόμα πληρώσει το χρέος μας ολάκερο / Και βρίσκουμε την κρίσιμη τούτη στιγμή αιχμάλωτους / όρκους στη νιότη μας, αισθήματα πιο πλούσια από τ΄ άναμμα της σάρκας /Ξέρεις πια πως ξεχάσαμε τ΄ αμέριμνα παιδιά που σπαταλούσαν το γέλιο τους / Ξέρεις πως θά ΄ρθει μια μέρα που θα φορέσουμε αλογάριαστα ολόγυμνοι τον εαυτό μας /Συντροφεύοντας τις ακριβές μας αμφιβολίες, ξαγρυπνήσαμε ατέλειωτες νύχτες χωρίς δίπλα μας νά ΄ναι κανείς ν΄ ακούσει την αγωνία της φωνής μας / Αγαπήσαμε μια τρικυμία καινούργια, κι όμως γιατί ν΄ αναβάλλουμε πάντα την ώριμη χρονολογία; Και μένουμε δυο νικημένοι μ΄ ολιγόπιστα μάταια φερσίματα. [Εποχες, 1945]

Πέντε μικρά θέματα

Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα

Κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ

Νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή

Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά.

Κάμε να σ’ ανταμώσω, κάποτε, φάσμα χαμένο του πόθου μου

Κι εγώ ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ κρατώντας

Ακόμα μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες.

(Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς

να γνωρίζω κανένανε κι ούτε

Κανένας με γνώριζε.) [Εποχες, 1945]

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή