H Ελλάδα γερνάει λόγω οικονομικών

H Ελλάδα γερνάει λόγω οικονομικών

3' 26" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Φτώχεια, ανισότητες στην εκπαίδευση και δημογραφική γήρανση είναι τρία βασικά στοιχεία που συνδέονται άμεσα και διαμορφώνουν το πορτρέτο της σημερινής ελληνικής κοινωνίας. Αποτέλεσμα; Ολο και μεγαλύτερες ομάδες του πληθυσμού να αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο του κοινωνικού αποκλεισμού. Οι αυξανόμενες οικονομικές δυσκολίες που εντείνονται για τον μέσο Ελληνα ενισχύουν, όπως ανέφερε στην «K» ο διευθυντής του Ινστιτούτου Κοινωνικής Πολιτικής του EKKE, κ. Γιάννης Σακέλλης, τον ρόλο της οικογένειας, η οποία δεν περιορίζεται στην ψυχολογική υποστήριξη των μελών της, αλλά και στην οικονομική τους υποστήριξη.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του EKKE, το 21% του πληθυσμού της χώρας, δηλαδή σχεδόν 2,2 εκατ., ζει με εισοδήματα κάτω από τη σχετική γραμμή της φτώχειας. Οι «εργαζόμενοι φτωχοί» είναι 550.000 άτομα. Το όριο της φτώχειας για ένα μονομελές νοικοκυριό αντιστοιχεί σε ετήσιο εισόδημα 4.800 ευρώ, ενώ για ένα νοικοκυριό με δύο ενήλικες και δύο μικρά παιδιά σε ετήσιο εισόδημα 10.800 ευρώ. Είναι χαρακτηριστικό, μάλιστα, ότι 742.990 άτομα (ποσοστό 7,24%) έχουν εισόδημα κάτω από 3.832 ευρώ. Εξ αυτών 84.707 άτομα (ποσοστό 0,82% του πληθυσμού) βρίσκονται στα όρια της εξαθλίωσης, αφού ζουν με ετήσιο εισόδημα 255 ευρώ.

Εύλογα, μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας διατρέχουν οι ηλικιωμένοι, οι άνεργοι, οι συνταξιούχοι και τα νοικοκυριά με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης του «αρχηγού». Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν και την αποδυνάμωση του Κράτους Πρόνοιας. Πιο συγκεκριμένα, στην Ελλάδα το 88% της συνολικής χρηματικής κοινωνικής δαπάνης είναι οι συντάξεις, στις οποίες οφείλεται και το σημαντικότερο τμήμα της θετικής επίπτωσης των κοινωνικών δαπανών. Το υπόλοιπο 12% αποτελούν τα διάφορα κοινωνικά επιδόματα. Στον αντίποδα, σύμφωνα με το EKKE, η φτώχεια θα μπορούσε να μειωθεί εάν γινόταν αναδιανομή των κοινωνικών δαπανών. H εξάλειψη της φτώχειας απαιτεί πόρους που ισοδυναμούν με το 4,3% του εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος. Το ποσό αυτό -δηλαδή το 4,3% του εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος- ισοδυναμεί με το 8,8% του εισοδήματος των 2,5 εκατ. πιο πλούσιων Ελλήνων, ή -με άλλους όρους- ισοδυναμεί με το 50,8% των χρημάτων που δαπανά το κράτος για τους πλούσιους Ελληνες σε μορφή κοινωνικών παροχών.

Από την άλλη, πολλοί Ελληνες δεν χρησιμοποιούν τις κοινωνικές υπηρεσίες λόγω γραφειοκρατίας και έλλειψης πληροφόρησης. Παράλληλα, πολλοί δεν έχουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν έκτακτες ανάγκες (το 66,4% των χαρακτηριζόμενων φτωχών νοικοκυριών, το 47,3% των μη φτωχών) ή ακόμη και να πληρώσουν για μια ικανοποιητική θέρμανση (40,10% των φτωχών νοικοκυριών, το 19,6% των μη φτωχών). Οι κοινωνικές ανισότητες διαιωνίζονται και ενισχύονται σε σημαντικό βαθμό από τις ανισότητες στην εκπαίδευση.

Σύμφωνα με την έρευνα του EKKE, οι περισσότεροι εισακτέοι έχουν γονιούς μη χειρώνακτες, στους οποίους περιλαμβάνονται όλα τα επαγγέλματα πλην των αγροτών και των εργατών. Μάλιστα, μέσα σε μία δεκαετία το ποσοστό των εισακτέων σε AEI με γονιό που έχει μη χειρωνακτικό επάγγελμα αυξήθηκε από 61,69% σε 65,37%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των εισακτέων με γονιό αγρότη μειώθηκε από 7,88% σε 5,01%. Και βέβαια να σημειωθεί ότι την τελευταία δεκαετία αυξήθηκε ο αριθμός των εισακτέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, με τη δημιουργία νέων τμημάτων. Ομως, το ζήτημα είναι ποιος εισάγεται στις περιζήτητες σχολές. Μόνο το 15% των υποψηφίων εισήχθη στο τμήμα της πρώτης προτίμησής του. Χαρακτηριστικό είναι ότι στην περιζήτητη σχολή των Ηλεκτρολόγων Μηχανολόγων και Μηχανικών Ηλεκτρονικών Υπολογιστών του ΕΜΠ το 39,9% των φοιτητών έχουν πατέρα με «επιστημονικά και ελεύθερα επαγγέλματα», δηλαδή προέρχονται από οικογένειες με συγκριτικά μεγαλύτερη οικονομική άνεση. Αντίθετα, μόλις το 2,1% των φοιτητών του τμήματος έχει πατέρα γεωργό ή κτηνοτρόφο και το 9,5% εργάτη ή τεχνίτη. Στην παραδοσιακά περιζήτητη Ιατρική Αθηνών το 39,7% των φοιτητών έχει πατέρα επιστήμονα ή ελεύθερο επαγγελματία, το 11,5% εργάτη ή τεχνίτη και μόλις το 2,7% γεωργό ή κτηνοτρόφο. Οι οικονομικές εξελίξεις συνέβαλαν στο ότι η Ελλάδα γερνάει όλο και περισσότερο. Οι πληθυσμιακές εξελίξεις χαρακτηρίζονται από έντονα αυξανόμενη τάση γήρανσης του πληθυσμού από 13,7% το 1991 σε 17,1% το 2001. O δείκτης γονιμότητας από 1,98 το 1983 έπεσε στο 1,30 το 1999. Παρ’ όλα αυτά οι μετανάστες συνέβαλαν στην αύξηση του πληθυσμού της χώρας την τελευταία δεκαετία. Πάντως, ο γάμος είναι ακόμη ισχυρός θεσμός και τα διαζύγια σε χαμηλά ποσοστά σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της E.E. Αυτό, σύμφωνα με τους ερευνητές, αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στην αδύναμη θέση των γυναικών ως προς τη συμμετοχή τους στο εργατικό δυναμικό, στη χαμηλή αμοιβή τους όταν εργάζονται και στην ασθενή παρουσία του κράτους πρόνοιας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή