Στις παρυφές της οικογένειας μετά τα 65

Στις παρυφές της οικογένειας μετά τα 65

6' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

O κ. Χρήστος συστήνεται ως «συνταξιούχος εκπαιδευτικός». «Οταν ήμουν νέος, ερωτεύτηκα μια συνάδελφό μου. Πληγώθηκα όμως τόσο, που δεν έκανα άλλη σχέση. Εμεινα για πάντα μόνος». Ζει τώρα σε ένα καλό, συνοικιακό γηροκομείο στο Νέο Φάληρο. H κ. Αμαλία είναι 81 ετών και μένει στον ίδιο οίκο ευγηρίας τα τελευταία τρία χρόνια. «Δεν έχω παιδιά. Οταν έχασα τον άντρα μου, τα ανίψια μου με φέρανε εδώ για να ‘χω περιποίηση. Δεν ήξερα τι να περιμένω, αλλά ευτυχώς έχω καλή μεταχείριση». O κ. Ευάγγελος, από την άλλη, στα 75 του χρόνια, μένει στο δικό του σπίτι. «Δεν έχω παράπονο. Τα παιδιά μου με φροντίζουν και μου ‘χουν φέρει μια καλή κοπέλα να με κοιτάει όταν λείπουν. Τι τα θες, εμείς τα γερόντια μόνο βάρος είμαστε…».

Οι ηλικιωμένοι μας κι εμείς. Ισως το πιο δύσκολο κεφάλαιο στη ζωή του νεοέλληνα. Οπως αποκαλύπτουν τα στοιχεία, η ελληνική οικογένεια δύσκολα αποχωρίζεται τα γηρασμένα μέλη της. Από την άλλη, ζούμε σε μια εποχή που ο χρόνος λείπει και το χρήμα επίσης. Τίποτα δεν μπορεί να δικαιολογήσει φυσικά την απανθρωπιά που συναντάται σε ορισμένους -μόνο κατ’ ευφημισμόν- οίκους ευγηρίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις, όμως, αυτοί έχουν επιλεγεί από τους συγγενείς ως η πιο οικονομική λύση. Πίσω από τα σκάνδαλα των γηροκομείων, πίσω από τη «μαύρη» εργασία των γυναικών από την Ανατολική Ευρώπη, κρύβεται το οικονομικό αδιέξοδο, η άνιση μάχη με τις σύγχρονες ασθένειες, οι όχι απόλυτα ακόμη συνειδητοποιημένες αλλαγές στη δομή της ελληνικής οικογένειας και οι ενοχές για την πάντοτε ανεπαρκή στήριξη των γερασμένων γονιών μας.

Παραμένει ταμπού το γηροκομείο

«Υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν κανέναν στον κόσμο. Που πριν έρθουν εδώ χτυπούσαν κάθε τόσο τη μπαστούνα στο πάτωμα για να μην αισθάνονται ότι είναι μόνοι στο σπίτι. Αν δεν υπήρχαμε εμείς, τα δράματα θα ήταν απίστευτα». Είναι νωρίς το μεσημέρι και σε γνωστή μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων στο Νέο Φάληρο, η τηλεόραση είναι ανοιχτή, αλλά λίγοι γέροντες παρακολουθούν. Αλλοι συζητούν μεταξύ τους, άλλος διαβάζει εφημερίδα, κάποιοι παίζουν τάβλι. «Εδώ μέσα υπάρχει υλικό να γραφτούν εκατό μυθιστορήματα», λέει ο διευθυντής της μονάδας κ. Νίκος Σολδάτος. «Να, η κυρία εδώ είχε βγει κάποτε Μις Ελλάς. Ακόμα μπορείς να διακρίνεις την ομορφιά στο πρόσωπό της. Στη ζωή όμως έμεινε ολομόναχη. Ή εκείνος ο κύριος. Ηταν επιθεωρητής μέσης εκπαίδευσης Πελοποννήσου, πολύ μορφωμένος, αλλά ποτέ δεν παντρεύτηκε. Οι περισσότεροι, πάντως, ήρθαν εδώ όταν χάθηκε το ταίρι τους ή όταν παρουσίασαν κάποιο πρόβλημα υγείας. Τα παιδιά τους τούς επισκέπτονται τακτικά. Εγγόνια όμως δεν έχω δει ποτέ, δεν έρχονται».

Είναι πρόδηλο ότι η ελληνική οικογένεια βρίσκεται σε πλήρη αμηχανία όσον αφορά τη φροντίδα των ηλικιωμένων μελών της. Οπως δείχνουν τα στοιχεία, η «λύση» του γηροκομείου παραμένει ταμπού για μεγάλο μέρος του πληθυσμού (ούτε το 1% των ηλικιωμένων δεν ζει σε οίκους ευγηρίας, όταν σε άλλες δυτικές κοινωνίες το ποσοστό αγγίζει το 11%), ενώ την ίδια ώρα η ζωή με τον «παππού και τη γιαγιά» στο ίδιο σπίτι διαγράφεται σιγά σιγά από τις επιλογές μας. Δεδομένου, όμως, ότι σε μία εικοσαετία σχεδόν ο ένας στους τέσσερις Ελληνες θα ανήκει στην τρίτη ηλικία, μάλλον χρειάζεται να κοιτάξουμε το πρόβλημα κατάματα.

Σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, τα άτομα άνω των 65 ετών στη χώρα μας υπολογίζονται σε 1.970.567 και αντιστοιχούν στο 17,8% του πληθυσμού, όταν το 1971 δεν ξεπερνούσαν το 11,1% (μια χώρα θεωρείται γηρασμένη εάν το σχετικό ποσοστό ξεπερνά το 7%). Οι 318.186 ζουν μόνοι τους, ενώ άλλοι 5.000 φιλοξενούνται στις περίπου 100 νόμιμες μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων ανά την Ελλάδα. Εάν προστεθούν και οι περισσότερες από 300 «παράνομες» μονάδες που λειτουργούν σε όλη τη χώρα, αλλά και τα μη κερδοσκοπικά γηροκομεία, ο αριθμός των γερόντων που ζουν σε οίκους ευγηρίας σχεδόν τριπλασιάζεται.

Τι γίνονται οι υπόλοιποι 1,6 εκατ. ηλικιωμένοι; Φυσικά, οι περισσότεροι εξακολουθούν να ζουν ακόμη μαζί με τον/την σύντροφό τους ή έχουν αφεθεί στη φροντίδα κάποιου από τα παιδιά τους. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, μεγάλη απήχηση έχει και ένας τρίτος δρόμος, που λύνει τα χέρια των παιδιών που δεν έχουν ούτε τον χρόνο ούτε το κουράγιο της περιποίησης των γονιών τους, χωρίς παράλληλα να βαραίνει την καρδιά τους, όπως η επιλογή του γηροκομείου. Πρόκειται για τον κατ’ οίκον… οίκο ευγηρίας, με άλλα λόγια για την ανάθεση της φροντίδας του παππού ή της γιαγιάς σε μια γυναίκα -κατά κανόνα αλλοδαπή- που ζει στο ίδιο σπίτι. Το κόστος όμως αυτής της λύσης παραμένει για πολλούς δυσβάσταχτο.

Μικραίνει η οικογένεια

«Πρόκειται για ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα για την ελληνική οικογένεια και η κατάσταση προβλέπεται να χειροτερέψει», λέει στην «K» η κοινωνιολόγος – ερευνήτρια του EKKE κ. Αφροδίτη Τεπέρογλου. «Παραδοσιακά, τους ηλικιωμένους φρόντιζαν οι νεότεροι συγγενείς. Με τη σμίκρυνση όμως της οικογένειας, η δυνατότητα αυτή σιγά σιγά εκλείπει. Οταν πια ένα ζευγάρι κάνει μετά βίας ένα παιδί, το οποίο κάποια στιγμή ενδεχομένως θα φύγει, θα ζήσει σε άλλη πόλη ή θα τρέχει από το πρωί μέχρι το βράδυ, ποιος θα φροντίσει τους γονείς του όταν μεγαλώσουν;». Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, ο αριθμός των μελών των ελληνικών νοικοκυριών έχει μειωθεί από 2,8 σε 2,6 μέσα στην τελευταία δεκαετία. Παλαιότερα, συνεχίζει η κ. Τεπέρογλου, υπήρχε εκτεταμένη οικογένεια, η φροντίδα των ηλικιωμένων μοιραζόταν μεταξύ πολλών, ενώ παράλληλα οι γυναίκες δεν εργάζονταν. «Σήμερα, είναι πολύ συχνό το φαινόμενο να εργάζεται ακόμα και η γιαγιά!».

Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι η ελληνική οικογένεια έχει πάψει να νοιάζεται και να φροντίζει με όποια μέσα διαθέτει το ηλικιωμένο άτομο. «Εχει βρεθεί μάλιστα ότι εάν μόνο για ένα 24ωρο, τα μέλη των ελληνικών οικογενειών δεν αλληλοβοηθούνταν, θα κατέρρεε η οικονομία μας! Μπορεί πια να μη μένουμε μαζί, αλλά σίγουρα επιλέγουμε να μένουμε σε κοντινή απόσταση. Εξάλλου, όταν ο ηλικιωμένος είναι αυτάρκης, θέλει να ‘χει κι αυτός την ησυχία του. Καμιά φορά μάλιστα έχει δώσει στο παιδί του το σπίτι και ο ίδιος μένει στο νοίκι. Το γηροκομείο πάντως παραμένει ταμπού – έχουμε από τα χαμηλότερα ποσοστά στην Ευρωπαϊκή Ενωση ηλικιωμένων σε γηροκομεία. Οι καλές μονάδες είναι πολύ ακριβές και οι υπόλοιπες είναι κανονικά άσυλα. Εάν βελτιωθούν οι υποδομές, ακόμα και οι ίδιοι οι ηλικιωμένοι θα θέλουν να πηγαίνουν στα γηροκομεία. Πρέπει να βοηθηθούν τα ζευγάρια· έχουν κουραστεί τόσο πολύ, που φθάνουν στο αμήν. Γι’ αυτό ανθεί η βιομηχανία των οικιακών βοηθών-γηροκόμων από την Ανατολική Ευρώπη. Γιατί καλύπτουν μια τεράστια ανάγκη».

Η παράμετρος του κόστους

Πράγματι, όπως παραδέχεται και ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Μονάδων Φροντίδας Ηλικιωμένων κ. Στέλιος Προσαλίκας, «οι αλλοδαπές καλύπτουν το μεγαλύτερο αριθμό κλινών, έχουν αναλάβει πάνω από 10.000 ηλικιωμένους». Είναι χαρακτηριστικό, όπως λέει, ότι «όταν το Αλλοδαπών κάνει επιχείρηση-σκούπα, αυτόματα αυξάνεται η ζήτηση στις μονάδες μας». Οι λόγοι, βέβαια, είναι και οικονομικοί. Σύμφωνα με γραφείο παροχής οικιακού προσωπικού, η μέση αμοιβή μιας αλλοδαπής γηροκόμου είναι τα 600 ευρώ συν IKA, ενώ αντίστοιχα, όπως λέει ο κ. Προσαλίκας, η διαμονή σε μια μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων κοστίζει γύρω στα 1.000 ευρώ το μήνα. «Αν η τιμή είναι χαμηλότερη, κάπου θα υπάρχει έκπτωση».

Τα πράγματα όμως είναι μάλλον πιο περίπλοκα. Είναι πρώτη του μήνα και στη μονάδα του Νέου Φαλήρου έχουν συγκεντρωθεί οι περισσότεροι συγγενείς των ηλικιωμένων προκειμένου να πληρώσουν – το κόστος είναι 450 ευρώ. H κ. Στέλλα Λινήτσιου έχει εκεί τη μητέρα της που πάσχει από Αλτσχάιμερ. «Μπορεί να μη φαίνεται ό,τι καλύτερο, μπορεί το κτίριο να είναι παλιό, αλλά η φιλοξενία είναι υποδειγματική. Πιστέψτε με, ξέρω. Είχα τη μητέρα μου κι αλλού πριν από αυτό και δεν τολμούσα να πάω να την επισκεφθώ – τέτοια ήταν η βρωμιά, αλλά και η συμπεριφορά».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή