Καύση, ανακύκλωση και κομποστοποίηση

Καύση, ανακύκλωση και κομποστοποίηση

4' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το μεγαλύτερο μέρος των απορριμμάτων στη χώρα μας καταλήγει σε ΧΥΤΑ (σε ποσοστό που αγγίζει το 90%) και μόνο ένα 10% περίπου οδηγείται σε ανακύκλωση, ενώ πολλές είναι ακόμη οι ανεξέλεγκτες και παράνομες χωματερές.

Η συζήτηση για καύση έχει αρχίσει εδώ και πολλά χρόνια στη χώρα μας. Το πρώτο εργοστάσιο καύσης δημιουργήθηκε στη Ζάκυνθο τη δεκαετία του ’80. Ομως ύστερα από ένα χρόνο λειτουργίας περιέπεσε σε αχρηστία, καθώς τα σκουπίδια που κατέληγαν σε αυτό ήταν σύμμικτα, με υψηλό ποσοστό υγρασίας και πολλούς ρύπους.

Καύση σήμερα, με τη μέθοδο της πυρόλυσης, γίνεται στο εργοστάσιο για την αποτέφρωση των νοσοκομειακών αποβλήτων στα Ανω Λιόσια. Η συγκεκριμένη τεχνολογία έλυσε εν μέρει το πρόβλημα της διαχείρισης των μολυσματικών αποβλήτων.

Στον τομέα της ανακύκλωσης λειτουργούν δύο εργοστάσια. Μηχανικής ανακύκλωσης και λιπασματοποίησης (κομποστοποίησης). Ενα στα Ανω Λιόσια, με δυνατότητα επεξεργασίας 400.000 τόνων ετησίως, που άρχισε να λειτουργεί εδώ και ένα χρόνο (δεν έχει πιστοποιηθεί ακόμη το παραγόμενο προϊόν και η Ευρωπαϊκή Ενωση, που το χρηματοδότησε, δεν το έχει ακόμη παραλάβει), και ένα στην Κρήτη με δυνατότητα επεξεργασίας 75.000 τόνων.

Στην Αττική το πρόβλημα είναι οξύτατο, καθώς 6.500 τόνοι καταλήγουν ημερησίως στο προσωρινό κύτταρο της Φυλής, ενώ εκκρεμεί στο ΣτΕ η εκδίκαση προσφυγών για τους τρεις ΧΥΤΑ σε Φυλή, Γραμματικό και Κερατέα.

Είναι σαφές ότι ο τρόπος με τον οποίο γινόταν μέχρι χθες η διαχείριση δεν μπορεί να συνεχιστεί. Σε πολιτικό επίπεδο οι χειρισμοί που έγιναν τόσο από τον υπουργό ΠΕΧΩΔΕ όσο και τον υπουργό ΥΠΕΣΔΑ δείχνουν ότι θα πρέπει να καταλήξουμε σε ένα σύνθετο μοντέλο διαχείρισης με νέες τεχνολογίες που θα αφορούν τη θερμική επεξεργασία των απορριμμάτων.

Ποσότητα και είδος

Προς το παρόν πάντως είναι δύσκολο να αποφανθούν οι ειδικοί ποια από τις διεθνώς δοκιμασμένες τεχνολογίες θα πρέπει (με οικονομοτεχνικά αλλά και περιβαλλοντικά κριτήρια) να εφαρμοστεί, καθώς δεν υπάρχουν στατιστικά στοιχεία για τη σύνθεση των απορριμμάτων που παράγουμε. Παλαιότερες μετρήσεις (αρχές δεκαετίας του ’90) έδειχναν για παράδειγμα ότι στην Ελλάδα η μέση παραγωγή ανά κάτοικο έφτανε τα 400 κιλά ετησίως (550 κιλά / κάτοικο για την Ευρώπη) και τα οργανικά απορρίμματα έφταναν το 44% του παραγόμενου όγκου. Σήμερα το ποσοστό αυτό έχει πέσει στο 30% και τα χαρτοπλαστικά απορρίμματα αγγίζουν το 50% (περίπου).

Αίτημα των ερευνητών είναι η δημιουργία ένος σύγχρονου Παρατηρητηρίου προκειμένου να καθίσταται σαφές τι παράγεται σε ποσότητα και είδος. Παράλληλα ασαφές και άγνωστο είναι το τι ακριβώς μπαίνει στις χωματερές. Οι καταγγελίες για απόθεση επικίνδυνων αποβλήτων στους ΧΥΤΑ ποικίλλουν και συχνά αναφέρονται εκτός από μπάζα και διάφορες τοξικές ουσίες και νοσοκομειακά απόβλητα που δεν καταλήγουν στα Λιόσια. Και ενώ μένουν πολλά να γίνουν σε επίπεδο ουσιαστικής έρευνας, όλοι υποστηρίζουν ότι σήμερα η συγκυρία για μία ουσιαστική συζήτηση για σύγχρονες μεθόδους διαχείρισης είναι σημαντική.

Σε τρία χρόνια θα κληθούμε να εφαρμόσουμε μία αυστηρή ευρωπαϊκή οδηγία που ορίζει με σαφήνεια ότι: από τις ποσότητες που παράγουμε σήμερα το 25% θα πρέπει να ανακυκλώνεται ή το 50% να τυγχάνει επεξεργασίας ώστε να μετατρέπεται σε χρήσιμη ύλη ή ενέργεια. Εκτός λοιπόν από τις μεγάλες «μάχες» για ανακύκλωση που θα πρέπει να δοθούν με τον εφησυχασμένο και καθ’ όλα κακομαθημένο Ελληνα πολίτη, η προσπάθεια για εργοστάσια διαλογής θα πρέπει να συνεχιστεί αλλά κυρίως θα πρέπει να δοθεί μάχη για την επεξεργασία των απορριμμάτων και την ανάκτηση υλικών.

Η θερμική επεξεργασία

Σύμφωνα με τις γνώμες των ειδικών, που όπως όλα δείχνουν φαίνεται να συμμερίζονται πλέον και δήμαρχοι μεγάλων πόλεων (τόσο ο Νικήτας Κακλαμάνης όσο και ο Παναγώτης Φασούλας) μεγάλες ποσότητες ενέργειας μπορούμε να ανακτήσουμε μέσα από τεχνολογίες θερμικής επεξεργασίας.

Η πυρόλυση, που λειτουργεί με λιγότερο οξυγόνο και δίνει ως κύριο προϊόν ένα ελαιώδες καύσιμο, ή η αεροποίηση θα συμβάλουν στη μείωση του όγκου των απορριμμάτων. Συγκεκριμένα για την Αττική, όπου παράγονται περίπου 2 εκατ. τόνοι απορριμμάτων ετησίως, το 1,5 είναι βιοαποδομήσιμο (δηλαδή οργανικό σκουπίδι). Από αυτήν την ποσότητα οι 600.000 τόνοι, από το 2010, βάσει της οδηγίας θα πρέπει να εκτρέπονται (δηλαδή να μην καταλήγουν στη χωματερή) με στόχο να ανακτηθούν χρήσιμα υλικά. Η κομποστοποίηση δεν μπορεί να αποδώσει τα αναμενόμενα οφέλη. Το έχει δείξει άλλωστε η ευρωπαϊκή εμπειρία. Ετσι, ο δρόμος για τη θερμική επεξεργασία μοιάζει μονόδρομος. Ομως! Σε όλη την Ευρώπη είναι κοινός τόπος ότι οι μέθοδοι καύσης (αεροποίηση, πυρόλυση, αλλά και παραδοσιακή καύση) επιβαρύνουν το περιβάλλον. Διοξίνες και φουράνια είναι τα αέρια που εκλύονται από τις διαδικασίες αυτές, ενώ το κατάλοιπο που οδηγείται σε ταφή (πάντα υπάρχει ένα κατάλοιπο που οδηγείται σε ΧΥΤΑ) συχνά είναι ιδιαίτερα τοξικό.

Στην Ευρώπη λοιπόν δαπανώνται ιδιαίτερα υψηλά ποσά για αντιρρυπαντικές τεχνολογίες, για καλή συντήρηση καυστήρων αλλά και για συγκεκριμένη τεχνολογία στους ΧΥΤΑ προκειμένου να διασφαλίζεται η καλή ποιότητα του περιβάλλοντος, τόσο του εδάφους όσο και του υπεδάφους και των υδροφορέων τους.

Ποιοι και γιατί αντιδρούν στην καύση

Πολλοί επιστήμονες, η Greenpeace, αλλά και οι εργαζόμενοι στις χωματερές αρνούνται κατηγορηματικά την καύση και την χαρακτηρίζουν καρκινογόνα, πανάκριβη και ολέθρια για το περιβάλλον.

Συγκεκριμένα, η Greenpeace υποστηρίζει ότι τα κατάλοιπα της καύσης είναι εξαιρετικά τοξικά και ο χώρος υγειονομικής ταφής που θα τα υποδεχτεί κοστίζει πολύ. Παράλληλα, εάν η επεξεργασία σε ΧΥΤΑ κοστίζει 17 έως 50 ευρώ/τόνο, το κόστος καύσης (πυρόλυση, βιολογική ξήρανση κ.λπ.) κυμαίνεται από 50-350 ευρώ/τόνο.

Από την πλευρά της η Πανελλήνια Οργάνωση Εργαζομένων στους ΟΤΑ υποστηρίζει ότι η καύση αποτελεί αντικίνητρο για την εφαρμογή προγραμμάτων ανακύκλωσης χαρτιού και πλαστικών, καθώς αυτά είναι τα προϊόντα με την υψηλότερη θερμογόνο δύναμη. Παράλληλα, οι εκπεμπόμενοι ρύποι συνεχίζουν να αποτελούν σοβαρή απειλή για τη δημόσια υγεία. Απαιτείται συνεργασία με ΧΥΤΑ για τις περιπτώσεις εκείνες που θα παύει η λειτουργία τους. Επίσης, το ενεργειακό ισοζύγιο είναι ελλειμματικό, εάν υπολογίσει κανείς το ενεργειακό περιεχόμενο που ενσωματώνεται στην κατασκευή και στη λειτουργία μιας τέτοιας μονάδας. Τέλος, υποστηρίζεται ότι με τον τρόπο αυτό ανοίγει ο δρόμος για την ιδιωτικοποίηση της συγκεκριμένης δραστηριότητας, γεγονός που θα επιτρέψει ανεξέλεγτες δράσεις και αντικοινωνικές συμπεριφορές.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή