Μια κουκκίδα στο τετράγωνο της φυλακής…

Μια κουκκίδα στο τετράγωνο της φυλακής…

5' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τα κείμενα που θα διαβάσετε, τα έχουν γράψει παιδιά που έχουν το τατουάζ με τις πέντε κουκκίδες: τέσσερις στις γωνίες ενός νοητού τετραγώνου και μία στη μέση. Αν ρωτήσεις θα παραξενευτούν που δεν ξέρεις τι σημαίνουν οι κουκκίδες. «Είναι η φυλακή κι εγώ που είμαι μέσα», θα σου πουν.

Αυτά τα παιδιά είναι 15 έως 21 χρόνων, και βρίσκονται στο Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων στον Αυλώνα για εμπορία ναρκωτικών, ανθρωποκτονίες, κλοπές, σωματεμπορία, γι’ αυτό και σπάνια βρίσκεται κάποιος να τα ρωτήσει οτιδήποτε. Την τελευταία φορά, ήταν ένας ερευνητής του Πανεπιστημίου Αθηνών – τα παιδιά του είπαν για τις κατσαρίδες στο φαγητό, για το κρύο τις νύχτες στο κελί τους, για την ηπατίτιδα απ’ τα ναρκωτικά. Του είπαν ό,τι μπορούσαν, αλλά τίποτε δεν άλλαξε.

Ενας τρόπος για να πουν όλα αυτά που κανείς δεν τα ρωτάει, είναι η εφημερίδα τους. Σε έξι χρόνια, από το Μάιο του 2001 μέχρι σήμερα, η εφημερίδα «Προσπαθώντας για το Αύριο» που εκδίδουν στο σχολείο της φυλακής, έβγαλε όλα κι όλα έξι φύλλα. Σ’ αυτά δημοσιεύθηκαν και τα κείμενα που ακολουθούν. Η υπογραφή «Α.Κ.» σημαίνει «ανήλικος κρατούμενος». Επίσης σημαίνει πως όσο είσαι εκεί μέσα, δεν είσαι τίποτε άλλο παρά μία κουκκίδα παγιδευμένη στις γωνίες ενός τετραγώνου.

Λίγες μέρες πριν το δικαστήριο

Δεν έχω όρεξη, δεν έχω μυαλό για τίποτα. Οκτώ ημέρες πριν το δικαστήριο, και δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Δεν βγαίνω απ’ το κελί μου, δεν μιλάω σε κανέναν. Σκέφτομαι συνέχεια πώς θα πάει το δικαστήριο, τι θα κάνω αν δικαστώ, τι θα κάνω αν αποφυλακιστώ. Φαντάζομαι τη μητέρα μου να κάθεται δίπλα μου. Με τους φίλους μου να διασκεδάζουμε. Θα έβλεπα κόσμο, θα μύριζα τον καθαρό αέρα, θα χάζευα τη θέα της θάλασσας.

Πολλές φορές προσποιούμαι ότι αποφυλακίζομαι. Αφήνω αυτήν την πόρτα που με χωρίζει απ’ την κοινωνία πίσω μου, και τότε όλα αλλάζουν. Είμαι ελεύθερος, αισθάνομαι ότι πετάω, αγκαλιάζω τους δικούς μου. Ολα τα όνειρά μου κρίνονται από μια απόφαση – δύο λέξεις. Είδες τι σου κάνει ο πρόεδρος με δύο λέξεις; Σου λέει «ισόβια», και πάνε όλα. Κανείς δεν καταλαβαίνει πώς νιώθω. Προσπαθώ να είμαι καλά. Αλλά τα βράδια δεν μπορώ να κοιμηθώ, με πλακώνει το κελί. Α.Κ., ετών 18

Μόνος μου

Ελπίζω να βρεθεί ένας πατέρας ή μια μάνα να το διαβάσει αυτό. Να ξέρει ότι εγώ δεν είμαι κανένας ποιητής. Αυτά είναι λόγια κάθε παιδιού που ξεκίνησε να υποφέρει από τότε που κατάλαβε ότι οι γονείς του δεν ήταν εκεί. Μπορεί να μην το κάνετε επίτηδες ούτε να είστε κακοί. Ομως το κάνετε, έστω κι αν δεν το θέλετε.

Κανένας δεν ξέρει τι είναι να πονάς και να μην έχεις έναν άνθρωπο να σε υποστηρίξει, να σε φροντίσει, να σ’ αγαπάει στ’ αλήθεια. Μα εγώ ποτέ δεν τα είχα όλα αυτά γιατί έχω έρθει στη χώρα σας πολύ μικρός και μόνος μου. Κανένας δε νοιάστηκε αν είχα να φάω, ή αν είχα μέρος να μείνω. Δεν ήξερα πώς να αντιμετωπίσω όλα αυτά που άρχιζαν κάθε ξημέρωμα. Δοκίμασα όλους τους τρόπους. Πάλευα. Πάλευα μόνο και μόνο για να μη νιώσω νεκρός, τελειωμένος. Δεν τα κατάφερα. Α.Κ., ετών 18

Απόσπασμα ημερολογίου

Δεύτερο καλοκαίρι μου στη φυλακή, ακούω ράδιο. Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου, νόμιζα ότι ξημερώνει Πέμπτη αντί για Σάββατο. Σκέφτομαι διάφορα… ποιος θα με περιμένει μετά από αυτό το ταξίδι μου; Εχω μια πολύ καλή ευκαιρία τώρα να δω ποιος είναι πραγματικά φίλος μου και ποιος με αγαπάει αληθινά. Δεν την έχουν όλοι αυτή την ευκαιρία.

Αρχίζω και συνηθίζω, όσο μπορεί να συνηθίσει κάποιος που δεν έχει την ελευθερία του. Ξέρεις πώς είναι να βλέπεις τις εποχές να εναλλάσσονται, κι εσύ να μην μπορείς να δεις τον ουρανό τη νύχτα; Υπάρχει ένα «κρυφό ζόρι» βαθιά μέσα σου, που δεν αντέχεται πάντα. Αμα κλείσεις την ψυχή σου εδώ μέσα, θα μαυρίσει. Α.Κ., ετών 18

Η φωτογραφία

Θυμάμαι εκείνη τη φορά που βγάλαμε φωτογραφία με όλη την οικογένειά μου. Ηταν Πρωτοχρονιά του 2005 – 2006. Είχαμε μαζευτεί στο σπίτι μου εγώ, ο αδελφός μου, ο πατέρας μου, η μάνα μου και είχε έρθει και η αδελφή μου μαζί με τον άνδρα και την κόρη της απ’ τη Ρόδο. Ηταν η πιο ωραία Πρωτοχρονιά που είχαμε περάσει.

Μπήκε ο καινούργιος χρόνος, πέρασαν οι γιορτές, και στις 16 Ιανουαρίου με πιάσανε επ’ αυτοφώρω σε μια ληστεία. Με πήγαν στον ανακριτή και στον εισαγγελέα. Με προφυλάκισαν, όμως δεν πειράζει. Είμαι σίγουρος ότι στο δικαστήριο θα βγω.

Προτού με πάνε στον ανακριτή και τον εισαγγελέα, με πήγαν στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας για να με βγάλουν φωτογραφία. Αυτή ήταν η χειρότερη στιγμή. Ο χειρότερός μου εαυτός θα έβγαινε σε αυτή τη φωτογραφία. Θέλω να ξεχάσω εκείνη τη στιγμή, θέλω να ξεχάσω εκείνη τη φωτογραφία. Α.Κ., ετών 19

Πρώτη άδεια

Τέσσερα χρόνια και δύο μήνες. Τέσσερα χρόνια και δύο μήνες έγκλειστος. Και ξαφνικά, παραμονή της πρώτης άδειας. Το προηγούμενο βράδυ κάθομαι στο κελί και συζητάω με έναν φίλο. Δεν αισθάνομαι τίποτα. Ούτε αγωνία, ούτε ενθουσιασμό, ούτε απορία. Μόνο ένα ερώτημα έρχεται ξανά και ξανά: «Θα μου τη δώσουν την άδεια αύριο;».

Και τελικά το αύριο ξημερώνει. Γίνεται σήμερα, τώρα. Με φωνάζουν στον εισαγγελέα, και δεν μου τη δίνουν. Πάνω κάτω το ήξερα. Δύσκολο να σου δώσουν την πρώτη άδεια. Πάλι δεν αισθάνομαι τίποτα.

Πέρασαν δύο μήνες από τότε. Εκανα αίτηση δεύτερη φορά. Και να ‘μαι, βγαίνω απ’ το γραφείο του εισαγγελέα με άδεια τεσσάρων ημερών! Απίστευτο! Μετά τόσο καιρό, θα βγω έξω.

Ετοιμάζομαι. Βγαίνω. Εξω απ’ τη φυλακή με περιμένουν η μάνα μου κι ο αδελφός μου. Ηθελα να οδηγήσω. Ο αδελφός μου δεν ήθελε να μου χαλάσει χατίρι. Ετσι πήρα τ’ αμάξι. Η μάνα φοβόταν, αλλά προσπαθούσε να μην το δείξει για να μη με στενοχωρήσει. Το κατάλαβα, κι έτσι είπα του αδελφού μου να οδηγήσει μέχρι το καινούργιο σπίτι στην Καλογρέζα. Για μένα το σπίτι και το μέρος ήταν καινούργια, πρώτη φορά τα έβλεπα. Μέχρι τη μέρα που με πιάσανε μέναμε αλλού. Εκείνο το σπίτι ήξερα. Σε εκείνο το σπίτι είχα ζήσει. Εδώ αισθανόμουν σαν επισκέπτης, σαν ξένος.

Οι εικόνες στο μυαλό μου γυρνούσαν με μεγάλη ταχύτητα. Ημουν έξω. Ημουν ελεύθερος. Δεν μπορούσα όμως να το χαρώ. Ολα μου φαίνονταν πολύ διαφορετικά. Απόμακρα. Περίεργα. Και στο σπίτι όλα μου φαίνονταν περίεργα. Εγώ ζούσα αλλιώς. Ενιωθα ότι ανήκα αλλού.

Το βράδυ ετοιμάστηκα να βγω. Συνεννοήθηκα με φίλους όχι απ’ την έξω κοινωνία αλλά απ’ τη δικιά μου κοινωνία, αυτήν της φυλακής. Οι άνθρωποι της κοινωνίας μου φαίνονταν μυστήριοι, ξένοι, παράξενοι. Τι δουλειά είχα εγώ με αυτούς; Τι είχα να πω μαζί τους; Τι μπορούσαν αυτοί να καταλάβουν;

Πήγαμε σε ένα μπαράκι. Ηπια. Ηπια πολύ. Αδυναμίες είναι αυτές! Κι όσο σκέφτεσαι ότι ο χρόνος λιγοστεύει και πλησιάζει η ώρα που θα ξαναμπείς, τόσο προσπαθείς να προλάβεις όλα όσα δεν έκανες τόσα χρόνια. Προς το ξημέρωμα, κι αφού δεν είχα κοιμηθεί σχεδόν καθόλου από τη μέρα που βγήκα έξω, πήρα το αυτοκίνητο για να γυρίσω πίσω. Ενιωθα εξάντληση. Ο αδελφός μου και ο φίλος μου ανησύχησαν πολύ. Σχεδόν τρόμαξαν. Συνήλθα γρήγορα. Ξέρω. Εκανα υπερβολές στην άδεια. Τι είναι άραγε υπερβολή μετά από τέσσερα χρόνια στέρηση της ελευθερίας; Α.Κ., ετών 19

– Την εφημερίδα «Προσπαθώντας για το Αύριο» μπορείτε να διαβάσετε στην ηλεκτρονική διεύθυνση του σχολείου του Ειδικού Καταστήματος Κράτησης Νέων Αυλώνα: http://gym-par-avlon.att.sch.gr/

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή