Λάθη 30 ετών ερημώνουν τους κάμπους

Λάθη 30 ετών ερημώνουν τους κάμπους

5' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο συνδικαλιστής από τη Λάρισα κ. Θανάσης Κοκκινούλης αρέσκεται να λέει στους ανθρώπους που γνωρίζει ότι παροτρύνει τα παιδιά του να μείνουν στην ύπαιθρο, να γίνουν αγρότες. Είναι μάλιστα ενθουσιώδης όταν αναφέρει τα πλεονεκτήματά της, τον καθαρό αέρα της ανεξαρτησίας και τη χαρά της παραγωγής. Ως στατιστικολόγος ο ίδιος, θα έπρεπε να ξέρει καλύτερα. Στις κινητοποιήσεις του ’96, όταν ο ίδιος αναδείχθηκε στο συνδικαλιστικό στερέωμα, ζούσαν από την αγροτική παραγωγή περισσότεροι από 710.000 Ελληνες. Σήμερα είναι λιγότεροι από 500.000 και ο αριθμός αυτός προβλέπεται να συρρικνωθεί περαιτέρω. Παράλληλα, επαρχιακές πόλεις όπως η Λάρισα, ο Βόλος, το Ηράκλειο και η Πάτρα μετατρέπονται σταδιακά σε περιφερειακές μητροπόλεις, συγκεντρώνοντας πληθυσμούς από την ύπαιθρο. Στις πόλεις αυτές δημιουργείται ένας αστικός ιστός από τον οποίο δεν λείπουν εμπορικά κέντρα, κινηματογράφοι, τουριστικές υποδομές. Το αγροτικό παρελθόν ως είδος τείνει να περιοριστεί στο επίπεδο των αφηγήσεων από γονείς και παππούδες στα παιδιά τους τα οποία έχουν ολοένα και μικρότερη επαφή με τη γη των προγόνων τους…

Η παρακμή της ελληνικής υπαίθρου ξεκινά ήδη προπολεμικά όταν αρχίζει η «κάθοδος των ορεινών», όπως έχει μείνει στην ιστορία. Η κατά εκατοντάδες χιλιάδες εγκατάλειψη της επαρχίας ξεκίνησε όμως τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Περισσότεροι από 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι μετανάστευσαν τότε από τα χωριά τους στην Ευρώπη και την Αθήνα προς αναζήτηση εργασίας. Η πάροδος του χρόνου δεν διόρθωσε την τάση αυτή. Ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός στον αγροτικό τομέα από σχεδόν δύο εκατομμύρια το 1961 πέφτει σε λιγότερο από ένα εκατομμύριο το 1981 και σε κάτι παραπάνω από το 600.000 το 2001. Με την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση και τις επιδοτήσεις από την Κοινή Ευρωπαϊκή Πολιτική δημιουργείται η ελπίδα ότι ο αγροτικός τομέας μπορεί να διασωθεί.

Συνεταιρισμοί

Ο κ. Αντώνης Μωυσίδης, καθηγητής Αγροτικής Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο τη δεκαετία του ’80, εργαζόταν στη Διεύθυνση Μελετών και Προγραμματισμού στην Αγροτική Τράπεζα. Θυμάται ότι «τότε αρχίσαμε να προβλέπουμε ότι η κρίση θα χτυπήσει τους κάμπους: τη Θεσσαλία, τη Θεσσαλονίκη, τις Σέρρες, τη Θράκη, την Ηλεία». Παράλληλα, άρχισαν να αναδεικνύονται οι αδυναμίες των συνεταιρισμών, οι οποίοι από τη γέννησή τους είχαν προδιαγεγραμμένα αρνητική εξέλιξη. «Απαξιώθηκαν τελείως οι συνεταιρισμοί για συγκεκριμένες αιτίες», λέει ο κ. Μωυσίδης και επεξηγεί: «μια από αυτές ήταν η διαφθορά της δεκαετίας του ’80. Η σοβαρότερη αιτία ήταν η εξαρχής λογική ίδρυσης των συνεταιρισμών. Ιδρύθηκαν ως διαμεσολαβητές για την άντληση δανείων από την Αγροτική Τράπεζα. Επρόκειτο δηλαδή για πιστωτικούς συνεταιρισμούς. Δεν δόθηκε έμφαση στην παραγωγική δράση τους. Και ενώ ο αγροτικός χώρος άλλαζε με ραγδαίο ρυθμό οι συνεταιρισμοί δεν προσαρμόστηκαν». Στην ανικανότητα των συνεταιρισμών αρωγός ήταν το κράτος, το οποίο με ξένα χρήματα βρήκε ευκαιρία να κάνει «αγροτική πολιτική». Η μετάθεση χιλιάδων γεωπόνων από την επαρχία στην κεντρική υπηρεσία του υπουργείου Γεωργίας στην Αθήνα είναι επίσης ένα παράδειγμα της υπευθυνότητας με την οποία αντιμετώπισε τότε η σοσιαλιστική κυβέρνηση τις ανάγκες της υπαίθρου.

Εκείνη την περίοδο το ΠΑΣΟΚ με σημαία του τις επιδοτήσεις, στρέφει μεγάλα τμήματα του αγροτικού πληθυσμού στη βαμβακοκαλλιέργεια, με αποτέλεσμα να εγκαταλειφθούν τα σιτηρά και να χάσει η χώρα την αυτάρκειά της. Το βαμβάκι γίνεται εθνικό προϊόν, αλλά η ευφορία σταματάει σύντομα. «Ηδη από το 1989» λέει ο κ. Μωυσίδης, «σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος γνώριζε ότι οι επιδοτήσεις για το βαμβάκι θα κοπούν. Δεν έλεγαν όμως τίποτα, διότι οι επιδοτήσεις αποτελούσαν κύρια πηγή συναλλάγματος».

Η εγκατάλειψη του αγροτικού χώρου, σύμφωνα με τον κ. Μωυσίδη οδήγησε σε αδυναμία λειτουργίας των κοινοτήτων ως κοινωνικών οντοτήτων. Ετσι, οι Μακεδόνες αντί να κατηφορίσουν ξανά προς την Αθήνα συνωστίζονται στη Θεσσαλονίκη, οι Θεσσαλοί στη Λάρισα και τον Βόλο, οι Πελοποννήσιοι στην Πάτρα και οι Κρητικοί κατά κύριο λόγο στο Ηράκλειο. Οι τέσσερις τελευταίες πόλεις γίνονται ουσιαστικά περιφερειακές πρωτεύουσες με πραγματικό αστικό ιστό, ο οποίος αγγίζει ή και ξεπερνάει τις 300.000 κατοίκους. Ενδεικτικό της μεταβολής που υπάρχει ακόμη και στην επαγγελματική σύνθεση των πληθυσμών των επαρχιακών πόλεων είναι το παράδειγμα της Λάρισας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Εταιρείας Τοπικής Ανάπτυξης & Αυτοδιοίκησης (ΕΕΤΑΑ) περιζήτητες για την άλλοτε πρωτεύουσα της αγροτιάς του κάμπου είναι ειδικότητες όπως λογιστές – φοροτεχνικοί, υπάλληλοι με σπουδές σε marketing και πληροφορική, στελέχη διαχείρισης και διοίκησης επιχειρήσεων, και νταντάδες. Στη δεκαετία του ’90, σύμφωνα με την εξειδικευμένη στα αγροτικά ερευνήτρια του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών κ. Ερση Ζακοπούλου, σημειώθηκε μια πρόσκαιρη τάση επιστροφής στην ύπαιθρο, κυρίως επειδή ένας μικρός αριθμός μεταναστών επέλεξε να εγκατασταθεί μόνιμα εκεί. Οι περισσότεροι -και σε αυτή την περίπτωση- ζουν στα μεσαία αστικά κέντρα και εργάζονται στα χωράφια των Ελλήνων εργοδοτών τους. Ορισμένοι μετανάστες κατόρθωσαν σε αρκετές περιπτώσεις ακόμη και να αγοράσουν κάποια στιγμή τη γη των πρώην αφεντικών τους. Η διαρκώς διευρυνόμενη επαρχιακή πόλη δεν άφησε ανεπηρέαστα ούτε τα χωριά. Σύμφωνα με τον κ. Μωυσίδη, το 1961 το 85% όσων ζούσαν στις αγροτικές κοινότητες ήταν αγρότες. Στην απογραφή του 2001 φάνηκε ότι στα χωριά κάτω των 2.000 κατοίκων λιγότερο από 35% είναι αγρότες.

Βέβαια, επειδή οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις στην Ελλάδα είναι μικρές και κατακερματισμένες, ακόμη και οι επιδοτήσεις, μόνες τους, χωρίς τη συνοδεία κάποιας πολιτικής, σύντομα δημιουργήθηκε σε πολλούς αγρότες η ανάγκη για δεύτερη δουλειά. Σύμφωνα με τον κ. Μωυσίδη, η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος (ΕΣΥΕ) υπολογίζει ως αγρότη όποιον αντλεί τουλάχιστον το 51% του εισοδήματός του από την εκμετάλλευση της γης ή την κτηνοτροφία. «Φυσικά», επισημαίνει «δεν μπορούμε να εξαιρέσουμε εκείνους με ακόμη μικρότερο ποσοστό εισοδήματος, οι οποίοι ζουν σε κάποιο νησί και για 3-4 μήνες το καλοκαίρι δουλεύουν σε ξενοδοχεία και ταβέρνες».

«Επιστροφή»

Η κ. Ζακοπούλου σημειώνει πάντως ότι παρά τη γενικευμένη κρίση υπάρχουν ορισμένα θετικά σημεία όπως η επιστροφή ορισμένων εσωτερικών μεταναστών της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου. Αυτοί, λέει, «συντήρησαν τις σχέσεις με τους τόπους καταγωγής τους και αυτό έγινε το υπόβαθρο για την «επιστροφή» τους, δύο δεκαετίες μετά, στη γενέθλια γη ως συνταξιούχοι, παραθεριστές, εποχικοί αγρότες ή απασχολούμενοι στον τουρισμό. Η οριστική ή περιοδική αυτή επιστροφή αποτέλεσε ζωοποιό πνοή για πολλούς απερημωμένους τόπους». Μετά και το «ξεφούσκωμα» αυτού του κύματος, η ελπίδα για τη διατήρηση μιας μίνιμουμ αγροτικής παραγωγής, λένε οι ειδικοί, εναπόκειται στους -προς το παρόν λίγους- νέους αγρότες, οι οποίοι είναι εξοικειωμένοι με τη νέα τεχνολογία και έχουν τη διάθεση να προωθήσουν τα προϊόντα τους στην Ευρώπη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή