Διοξίνες και βαρέα μέταλλα… στα ύψη

Διοξίνες και βαρέα μέταλλα… στα ύψη

2' 33" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ακρως προβληματική είναι η διαχείριση των επικίνδυνων νοσοκομειακών αποβλήτων, με αποτέλεσμα τοξικές ουσίες να καταλήγουν στις χωματερές ή να εκπέμπονται στην ατμόσφαιρα. Οι κλίβανοι δημόσιων νοσοκομείων που χρησιμοποιούνται για την επεξεργασία των επικίνδυνων υλικών δεν λειτουργούν σωστά, σύμφωνα με τις μετρήσεις του Πολυτεχνείου Κρήτης (Εργαστήριο Διαχείρισης Τοξικών και Επικίνδυνων Αποβλήτων), που δείχνουν εκπομπή διοξινών έως και 45 φορές μεγαλύτερη των επιτρεπτών ορίων, παράλληλα με την παρουσία βαρέων μετάλλων.

Το εργαστήριο εδώ και τρία χρόνια πραγματοποιεί μετρήσεις στην υπολειμματική τέφρα των κλιβάνων τεσσάρων δημόσιων νοσοκομείων, στο υλικό δηλαδή που απομένει μετά τη θερμική επεξεργασία των επικίνδυνων και μολυσματικών υλικών που προκύπτουν από τη λειτουργία των νοσοκομείων. Οπως επισημαίνει στην «Κ» ο διευθυντής του εργαστηρίου, καθηγητής, κ. Ευάγγελος Γιδαράκος, «ενώ η υπολειμματική τέφρα από τους κλιβάνους θα πρέπει να φθάνει το πολύ το 30% της ποσότητας των υλικών που καταλήγουν για θερμική επεξεργασία, έχουμε μετρήσει ότι το 50-70% των υλικών παραμένουν άκαυστα». Αυτό όπως εξηγεί, συμβαίνει για δύο λόγους. Επειδή στους κλιβάνους πετιούνται υλικά που δεν θα έπρεπε, όπως θερμόμετρα, σύριγγες, μπουκάλια και άλλα μεταλλικά δοχεία που δεν καίγονται, ή υγρά. Από την άλλη η θερμοκρασία του κλιβάνου θα πρέπει να ξεπερνά τους 800-900 βαθμούς Κελσίου προκειμένου να καταστραφούν τα τοξικά υλικά, όμως συχνά η θερμοκρασία καύσης είναι κατά πολύ χαμηλότερη. «Για να γίνεται σωστά η αδρανοποίηση θα πρέπει να τηρούνται συγκεκριμένες προδιαγραφές, κάτι το οποίο όπως φαίνεται από τις μετρήσεις δεν συμβαίνει» επισημαίνει. Εκτός από τη θερμοκρασία, τα υλικά θα πρέπει να έχουν επιλεγεί σωστά κατά ομάδες, και πρέπει να παραμένουν για κάποιο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα στον κλίβανο.

Η υπολειμματική αυτή τέφρα μπορεί να διατεθεί χωρίς περαιτέρω επεξεργασία εφόσον οι διοξίνες και τα φουράνια που περιέχει (τοξικές και επικίνδυνες πολυχλωριωμένες ενώσεις που προκύπτουν από ατελή καύση) δεν ξεπερνούν το όριο που έχει καθοριστεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), δηλαδή στα 1.000 πικογραμμάρια/γραμμάριο. Οι μετρήσεις του Πολυτεχνείου Κρήτης όμως έδειξαν αυξημένη παρουσία διοξινών έως και 45 φορές πάνω από το όριο. Συγκεκριμένα μετρήθηκαν διοξίνες σε υπολείμματα που φτάνουν τα 45.852 πικογραμμάρια/γραμμάριο. Περισσότερο υψηλές ήταν και οι υπερβάσεις που καταγράφηκαν και στα φουράνια -για τα οποία έχει καθοριστεί το ίδιο όριο- έως και 53 φορές μεγαλύτερη περιεκτικότητα. Υψηλά ήταν και τα επίπεδα των βαρέων μετάλλων που εντοπίστηκαν στην τέφρα – κυρίως μόλυβδος και υδράργυρος. Τα τοξικά αυτά απορρίμματα καταλήγουν στη συνέχεια στους ΧΥΤΑ, σύμφωνα με τη διαδικασία. Οπως τονίζει ο κ. Γιδαράκος, επειδή οι κλίβανοι αυτοί δεν διαθέτουν ειδική απορρυπαντική τεχνολογία, δηλαδή φίλτρα που να συγκρατούν τα σωματίδια, «μια ποσότητα διοξινών φεύγει στην ατμόσφαιρα».

«Οι άνθρωποι που διαχειρίζονται αυτά τα υλικά συχνά δεν έχουν αίσθηση της επικινδυνότητάς τους» τονίζει ο ίδιος, που προτείνει την εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης νοσοκομειακών αποβλήτων, ξεκινώντας από τον σωστό διαχωρισμό στην πηγή με την ύπαρξη απλά διαφορετικών κάδων και την αντίστοιχη εκπαίδευση του προσωπικού. Οπως διευκρινίζει, η εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος θα μπορούσε να οδηγήσει σε οικονομία της τάξης του 40-50% εφόσον με αυτό τον τρόπο θα αποφεύγονταν η κατασπατάληση υλικών, ή η λανθασμένη χρήση τους. Επισημαίνει επίσης ότι τα στοιχεία των μετρήσεων έχουν δοθεί στο υπουργείο Υγείας, χωρίς ωστόσο μέχρι σήμερα να υπάρξει κάποια ανταπόκριση.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή