Λανθασμένη η εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό

Λανθασμένη η εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό

8' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εχουν αγαπήσει και οι δύο την Ελλάδα σαν δεύτερη πατρίδα τους. Και όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά και την αρχαία ελληνική γραμματεία της. Ο Λιθουανός Τσέζαρις Γκραουζίνις και ο Βρετανός Πίτερ Μέινεκ παρουσίασαν φέτος το καλοκαίρι δύο αρχαίες τραγωδίες. Ο πρώτος τον «Οιδίποδα τύραννο» του Σοφοκλή στην Επίδαυρο και ο δεύτερος, σε δική του μετάφραση από τα αρχαία ελληνικά, τον «Ηρακλή μαινόμενο» του Ευριπίδη, στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Και αν ο Πίτερ Μέινεκ έρχεται εδώ και πολλά χρόνια στην Ελλάδα για καλακαιρινές διακοπές, ο Τσέζαρις Γκραουζίνις προχώρησε πιο πέρα. Παντρεύτηκε Ελληνίδα, τη συνάδελφό του, σκηνοθέτιδα, Μάρω Παπαδοπούλου. Συναντηθήκαμε λίγες ημέρες μετά την πρεμιέρα του «Οιδίποδα» και λίγο πριν από την πρεμιέρα του «Ηρακλή μαινόμενου». Στο τραπέζι ήμασταν πέντε. Δίπλα στον Τσέζαρις Γκραουζίνις η σύζυγός του και δίπλα στον Πίτερ Μέινεκ η υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων του Ιδρύματος Κακογιάννη, Αλεξάνδρα Γεωργοπούλου. Ηταν η πρώτη φορά που γνώριζε ο ένας τον άλλον, αλλά αυτό δεν εμπόδισε να δημιουργηθεί μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που αγαπούν την Ελλάδα, αλλά έχουν τη δυνατότητα να βλέπουν την ιστορία και τον πολιτισμό της χωρίς το βάρος της κληρονομιάς, αλλά με την αγάπη που συνοδεύει ό,τι επιλέγουμε.

– Πώς συνομίλησε ο καθένας σας με το αρχαίο δράμα, και με ποιον τρόπο εκείνα τα κείμενα συνομίλησαν με τους σημερινούς σας προβληματισμούς;

Τ. Γ.: Η πρώτη μου επαφή ήταν στο σχολείο, και είχα την πρωτόγονη αίσθηση ότι ήταν κάτι δύσκολο, βαρετό, που απαιτεί πάρα πολλή ενέργεια για να το καταλάβεις και να διεισδύσεις μέσα σ’ αυτό. Στην πορεία συνειδητοποίησα ότι το μεγάλο πρόβλημα μ’ αυτά τα κείμενα είναι οι μεταφράσεις. Το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζω με τον Σαίξπηρ όταν τον διαβάζω στα λιθουανικά ή στα ρωσικά: το πρόβλημα είναι πάντα στη μετάφραση των κλασικών. Κάποιοι δύστυχοι μεταφραστές σκέφτηκαν ότι θα έπρεπε να βελτιώσουν τον Σαίξπηρ ή τους αρχαίους κλασικούς και να τους κάνουν πιο ποιητικούς… Τώρα, πώς καταπιάστηκα μ’ αυτά τα κείμενα; Αυτό έγινε στην Ιαπωνία, όταν σπούδαζα μαζί με τον Σουζούκι. Εκεί κατάλαβα ότι αυτό το υλικό είναι πολύ ευρύ, πολύ παγκόσμιο, αφορά την οποιαδήποτε κουλτούρα και την οποιαδήποτε εποχή. Γιατί είναι ένα υλικό που έχει ελαστικότητα και μπορεί να χωρέσει πολλά πράγματα.

Ο Πίτερ Μέινεκ μεταφράζει από τα αρχαία ελληνικά. Πώς έφτασε σ’ αυτό το σημείο; «Στην αρχή δεν είχα καμία σχέση με το αρχαίο δράμα, με τους Ελληνες κ.λπ. Στα 16 μου άλλωστε είχα αποβληθεί από το σχολείο και πήγα να καταταγώ ως πεζοναύτης. Κατάγομαι από εργατική οικογένεια και το πιθανότερο ήταν να μην πάω ποτέ στο πανεπιστήμιο. Κάποιοι στον στρατό όμως διέκριναν ότι είχα έφεση να σπουδάσω. Πήγα στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου κι εκεί μια καθηγήτρια, την οποία θεωρώ πνευματική μου μητέρα, μόλις με είδε, ντυμένο στα στρατιωτικά, μου είπε: «Εσύ πρέπει να διαβάσεις Αισχύλο, γιατί ήταν κι αυτός στρατιώτης». Αυτό λειτούργησε ως πορεία φωτός για να ακολουθήσω τη διαδρομή μου στη συνέχεια».

– Η αφορμή, λοιπόν, και για τους δύο ήταν ένας φωτισμένος δάσκαλος…

Π. Μ.: Για να σπουδάσει κανείς αρχαία ελληνική γραμματεία στην Αγγλία τότε έπρεπε να έχει κάνει τις εγκύκλιες σπουδές που κάνει η ανώτερη τάξη, γιατί ήταν σπουδές με κύρος και αίγλη. Κατάφερα να περάσω αυτό το εμπόδιο. Και όταν άρχισα να ασχολούμαι με τη μετάφραση είχα στον νου μου αυτό που ο Γκαίτε έλεγε: «Οποιος κάνει μετάφραση είναι ο δίαυλος από τον οποίο περνάει το μήνυμα». Αρα, ο μεταφραστής θα πρέπει να έχει επαφή, σύνδεση και να «επικοινωνεί»με αυτό που μεταφράζει. Ομως κι εμένα η καθοριστική μου επιρροή έγινε με μια παράσταση αρχαίου δράματος, τη «Μήδεια», που είδα σε ιαπωνικό θέατρο. Με εντυπωσίασε ο απλός, σεμνός και ευθύς τρόπος που αντιμετώπιζαν οι καλλιτέχνες το κείμενο. Αυτοί οι ηθοποιοί είχαν ενσωματώσει το μήνυμα του κειμένου με έναν τελετουργικό τρόπο, μέσα από τον οποίο μετέφεραν την ιδέα του έργου. Και αυτό ήταν που αναζητούσα. Να ξεφύγω από τον ακαδημαϊκό και αποστειρωμένο τρόπο που αντιμετωπιζόταν το αρχαίο δράμα.

– Δηλαδή, αυτό που εισπράττατε και οι δύο από το αρχαίο δράμα ήταν μια ιερότητα, μια τελετουργική αυστηρότητα, την οποία για να την προσεγγίσετε, ξεκινώντας από αλλού ο καθένας, έπρεπε να την ανατρέψετε…

Π. Μ.: Ναι, ακριβώς.

Τ. Γ.: Οταν διαβάζω λογοτεχνία ή ένα έργο δεν μ’ ενδιαφέρει αν αυτό είναι ιερό. Μ’ ενδιαφέρει αν είναι καλό υλικό και δεν ψάχνω την ιερότητά του. Δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε σήμερα το αρχαίο δράμα σαν κάτι ξεχωριστό από το σύγχρονο θέατρο. Είναι κομμάτι του. Αν έχεις το κουράγιο να παρουσιάσεις ένα έργο που έχει ανέβει χιλιάδες φορές, δεν είναι η δουλειά σου να καλύψεις κάποια ιερότητα. Αυτό μπορεί να το κάνει ο καθένας, πηγαίνοντας σε μια βιβλιοθήκη και διαβάζοντας μόνος του το κείμενο. Ως σκηνοθέτης δεν αισθάνομαι ότι η πολλή έρευνα γύρω από την ιερότητα των κειμένων και την αρχαιότητα είναι πηγή έμπνευσης.

Ο Πίτερ Μέινεκ, πάλι, ομολογεί ότι αισθάνεται έναν διχασμό, με τη διπλή του ιδιότητα: «Είμαι και καθηγητής κλασικών σπουδών και σκηνοθέτης. Ως σκηνοθέτης προσπαθώ να δώσω και στους ηθοποιούς μου να το καταλάβουν -στον «Ηρακλή μαινόμενο»- πώς γίνεται ένας άνθρωπος που έσφαξε τα παιδιά του να θεωρείται ήρωας. Ως καθηγητής όμως μπαίνω στη διαδικασία να αναλύσω τη θέση των προσώπων και να την ερμηνεύσω. Εκεί μπαίνει και η ιδιότητα του μεταφραστή, που προσπαθεί να καταλάβει τη βαρύτητα των λέξεων σε κάθε εποχή και να κατανοήσει τα νοήματα και τους στόχους της κάθε λέξης.

Δεν μπορεί να μην έχετε καμία σχέση με τους Ελληνες του παρελθόντος

Η συζήτηση προχωρούσε, οι δύο σκηνοθέτες αντάλλασσαν τις απόψεις τους και μερικά από τα συναισθήματά τους για την Ελλάδα. Ο Πίτερ Μέινεκ, που έρχεται στην Ελλάδα από τα 16 του, για τις ανάγκες της παράστασης επισκέφθηκε τον ναό της Ηρας, στην Αργολίδα, για να «πάρει» την ενέργεια του τοπίου. «Αναζητώ το βαθύτερο μήνυμα της τραγωδίας και αυτό προσπαθώ να μεταδώσω». Ετσι κι αλλιώς την προετοιμασία της παράστασης «Ηρακλής Μαινόμενος» την έκανε, από πέρυσι, με τους ηθοποιούς του στην Ελλάδα, στο Ναύπλιο και στη Σύρο, γιατί πιστεύει ότι «ο χώρος είναι εξαιρετικός για να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε».

Ο Τσέζαρις Γκραουζίνις πρωτοήρθε στην Ελλάδα το 2005, όταν σκηνοθέτησε το «Δάφνης και Χλόη», και από τότε διαρκώς ξαναγυρνούσε με αφορμή άλλες παραστάσεις. Και παρότι έχει ήδη κάνει στην Ελλάδα την οικογένειά του, πηγαινοέρχεται και στη Λιθουανία, γιατί εξακολουθεί να διατηρεί εκεί τη θεατρική του ομάδα, που είναι επιχορηγούμενη, και πρέπει να παρουσιάζει οπωσδήποτε μια παράσταση τον χρόνο. Μετά τη συζήτηση περί αρχαίου δράματος, η επόμενη φάση της κουβέντας ήταν αυτονόητη: είναι δύο άνθρωποι που αγαπούν τη χώρα μας -ο Πίτερ Μέινεκ δηλώνει παντού ότι η Αθήνα «είναι μια πόλη την οποία αγαπώ και σέβομαι»-, την επισκέπτονται συχνά και ταυτοχρόνως περνούν αρκετό χρόνο τους στο εξωτερικό. Πόσο διαφορετική είναι η σημερινή Ελλάδα από την πρώτη εικόνα που είχε ο καθένας γι’ αυτή τη χώρα;

Διαρκής έκπληξη

Τ. Γ.: Δεν μπορώ να απαντήσω εύκολα σ’ αυτή την ερώτηση, γιατί έτσι κι αλλιώς βλέπω το παρελθόν, πριν από δέκα χρόνια, διαφορετικά απ’ ό,τι βλέπω το σήμερα. Παρεμβαίνει το υποκειμενικό στοιχείο. Είμαι πολύ χαρούμενος που μπορώ ακόμα και εκπλήσσομαι. Είμαι πολύ ανοιχτός στις εκπλήξεις κι έτσι δεν κρατάω μια συγκεκριμένη εικόνα για τα πράγματα στο μυαλό μου. Το αίσθημά μου για την Ελλάδα είναι η διαρκής έκπληξη και η αίσθηση της αλλαγής των πραγμάτων.

Π. Μ.: Από τότε που ερχόμουν στην Ελλάδα, πριν καν γίνω φοιτητής κλασικών σπουδών, είχα για την Ελλάδα την εικόνα που προβάλλει το αγγλοσαξονικό πρότυπο, με τον ελιτίστικο τρόπο που το συνοδεύει και μάλιστα με την αλαζονική αντιμετώπιση ότι οι Ελληνες του τώρα δεν έχουν καμία σχέση με τους Ελληνες του παρελθόντος. Στην πορεία κατάλαβα ότι δεν μπορεί να μην υπάρχει καμία σχέση, αφού υπάρχει κατ’ αρχάς το τοπίο και αρκετές άλλες συνθήκες που συνεχίζουν να υπάρχουν εδώ και καθορίζουν τον άνθρωπο. Από την άλλη, υπάρχουν πολλά πράγματα στην Ελλάδα που δεν καταλαβαίνω και ίσως δεν θέλω να τα καταλάβω. Εχω την ευκαιρία να έρχομαι στη χώρα σας τρεις φορές τον χρόνο. Υπάρχουν λοιπόν πράγματα που με τρελαίνουν απολύτως και άλλα που μου προκαλούν τη μέγιστη ηρεμία, όπως είναι το φως, ο ήλιος, η θάλασσα, η ομορφιά του τοπίου. Ουσιαστικά αυτό χρειάζεται ένας καλλιτέχνης, αυτή την αντίφαση: το χάος και τον ερωτισμό.

Πολιτική κίνηση

– Πώς εισπράττει ο καθένας σας -στον τόπο όπου ζει ο Πίτερ Μέινεκ, στον τόπο καταγωγής του ο Τσέζαρις Γκραουζίνις- την κρίση στην Ελλάδα; Τι λένε οι άνθρωποι εκεί;

Π. Μ.: Ολοι, αλλά όλοι, μου έλεγαν «πού πας στην Ελλάδα με τα παιδιά σου. Θα σε σκοτώσουν!». Ουσιαστικά είναι η αντίληψη που περνάει από τα μέσα ενημέρωσης και αυτό θέλω να ανατρέψω και να αντικρούσω. Γι’ αυτό και θεωρώ τον ερχομό της ομάδας μου στην Ελλάδα, στη δεδομένη στιγμή, πολύ σημαντικό. Νομίζω ότι η κοινή γνώμη δεν μπορεί να καθοδηγείται και να καθορίζεται από τα μέσα ενημέρωσης. Είναι μια ενημέρωση που σου έρχεται χωρίς να μπορείς να τη διασταυρώσεις, χωρίς να έχεις προσωπική άποψη και εικόνα. Νομίζω ότι αυτή η επίσκεψή μας, τώρα ειδικά, είναι πολιτική κίνηση. Και ο ρόλος του καλλιτέχνη αυτός είναι, να ανατρέπει αυτές τις αντιλήψεις.

Τ. Γ.: Θα πάω πιο πέρα από τον Πίτερ και θα γίνω πιο σκληρός. Δεν νομίζω ότι είναι θέμα παρεξήγησης αυτό που εισπράττουν για την Ελλάδα στο εξωτερικό. Νομίζω ότι είναι μια οργανωμένη, σχεδιασμένη παραπληροφόρηση. Η Ελλάδα χρησιμοποιείται ως παράδειγμα για λαούς πειθαρχημένους, όπως οι Σκανδιναβοί, ότι «αν δεν σφίξετε το ζωνάρι κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο, θα καταντήσετε σαν την Ελλάδα». Και αυτό πιστεύω, ακόμα κι αν κινδυνεύω να παρεξηγηθώ, ότι είναι μια καθαρή συνωμοσία. Οργίζομαι με την ιδέα που υπάρχει στη Λιθουανία για τους Ελληνες, ότι είναι τεμπέληδες και ότι θέλουν να ζουν εις βάρος των άλλων. Με εκνευρίζει πολύ το γεγονός ότι η βόρεια Ευρώπη κατηγορεί τους Ελληνες για τους ίδιους λόγους για τους οποίους δέκα χρόνια πριν τους θαύμαζε…

Η συνάντηση

Συναντηθήκαμε στο ανακαινισμένο New Hotel της Φιλελλήνων. Επιλέξαμε ελαφρά πιάτα, σαλάτες, τυριά και αλλαντικά, spring rolls, τυρί με καταΐφι, κρασί λευκό, μπίρες και κλείσαμε με καφέ. Το εστιατόριο κέρασε τα γλυκά. Σύνολο, 193 ευρώ.

Πίτερ Μέινεκ, σκηνοθέτης

Οι σταθμοί του

1967Γεννήθηκε στο Melton Mowbray της Αγγλίας.

1986Υπηρετεί στον Βρετανικό Στρατό και γνωρίζει το αρχαίο ελληνικό δράμα, τους «Πέρσες» του Αισχύλου.

1990Ιδρύει τη θεατρική ομάδα Aquila Theatre, και ανεβάζουν πολλές παραστάσεις αρχαίου δράματος.

2001Παρακολουθεί την καταστροφή των Δίδυμων Πύργων, ενώ κάνει πρόβα για την παράσταση «Πολύ κακό για το τίποτα» στο Σόχο της Νέας Υόρκης.

2003Συναντά τη μετέπειτα συζυγό του, Desiree Sanchez.

2012Πρώτη παρουσίαση δουλειάς του στην Αθήνα, «Ηρακλής Μαινόμενος» του Ευριπίδη.

Τσέζαρις Γκραουζίνις, σκηνοθέτης

Οι σταθμοί του

1967Γεννιέται στο Βίλνιους της Λιθουανίας.

1985Σπουδάζει στη Μόσχα υποκριτική και σκηνοθεσία, σπουδές που ολοκληρώνει το 1990.

1993Εκπαίδευση με τον Tadashi Suzuki στην Ιαπωνία.

2003Ιδρύει την ανεξάρτητη θεατρική ομάδα cezario grupe, με έδρα το Βίλνιους, που βραβεύεται την επόμενη χρονιά από το ΥΠΠΟ της Λιθουανίας.

2007Πρώτη σκηνοθεσία στην Ελλάδα, «Δάφνης και Χλόη», θέατρο Πορεία – Βραβείο σκηνοθεσίας Κάρολος Κουν. Ακολούθησαν σκηνοθεσίες στο Φεστιβάλ Αθηνών, στο Εθνικό Θέατρο και το ΚΘΒΕ.

2012«Οιδίπους Τύραννος» στην Επίδαυρο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή