Η Χάνα Αρεντ, στο βιβλίο της «Ο Αϊχμαν στην Ιερουσαλήμ: Εκθεση για την κοινοτοπία του κακού», υποστήριξε ότι μεγάλες θηριωδίες διαπράττονται από φυσιολογικούς, απλούς ανθρώπους, που κάνουν κανονικά πράγματα. Αυτό ήρθε στο μυαλό μου διαβάζοντας τις αναρτήσεις στο Facebook του κατηγορούμενου για σεξουαλική κακοποίηση και μαστροπεία αστυνομικού, που συνελήφθη στην Ηλιούπολη. Οσες διάβασα ήταν τόσο… μπανάλ: έχουν περάσει κατά καιρούς από την οθόνη μου παρόμοια αυτοαναφορικά τσιτάτα για το τι καλό παιδί είναι βασικά ο συγγραφέας τους (μέχρι να τον πειράξεις), για την όχι χωρίς τίμημα απόφασή του να πορεύεται με «μπέσα» (κι ας λένε οι άλλοι), για το ποιες «γυναικάρες» αξίζουν «χρόνια πολλά» την Ημέρα της Γυναίκας (και ποιες όχι) και πάει λέγοντας. Παραφράζοντας τις γυναίκες που τραγούδησαν (και χλευάσθηκαν) έξω από τη Βουλή «Ο βιαστής είσαι εσύ»: ο βιαστής είναι ο φίλος σου στο Facebook και κατά πάσα πιθανότητα του κάνεις και like.
Οι φεμινίστριες έχουν ένα κάπως εκτενέστερο σλόγκαν με το οποίο αποδίδουν, ουσιαστικά, την ιδέα της Αρεντ: «Οι βιαστές δεν είναι ράτσα ειδική, είναι άνδρες καθημερινοί». Επιστρέφω στη δεύτερη, για να μην τρομάξω τον αναγνώστη. Η κοινοτοπία του κακού, σύμφωνα με την Αρεντ, σχετίζεται με την απουσία σκέψης και την αποσύνδεση του ατόμου από την πραγματικότητα των εγκληματικών πράξεών του. Διαβάζοντας τις αναρτήσεις του κατηγορούμενου βιαστή και μαστροπού, πολλοί ίσως θα τον χαρακτήριζαν κυνικό. Η δική μου αίσθηση είναι ότι, πράγματι, έτσι έβλεπε τον εαυτό του: ως bad boy με καρδιά από χρυσάφι, ως σκληροτράχηλο χαρακτήρα του παλιού Χόλιγουντ ή ενός ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, ως γνήσιο πατριώτη.
Αν, λοιπόν, η εικόνα του εαυτού που είχε ο φερόμενος ως δράστης ταυτίζεται με εκείνη που προέβαλλε διαδικτυακά και δεν είναι απλώς ένας κυνικός υποκριτής, προκύπτει κάτι ανατριχιαστικό: το πόσο αποσυνδεδεμένη μοιάζει η αυτοεικόνα του από τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται. Πράγμα που, με τη σειρά του, δημιουργεί ερωτήματα για τον βαθμό κανονικοποίησης της κακοποίησης και της εκμετάλλευσης που απαιτείται, ώστε η εν λόγω αποσύνδεση να καθίσταται δυνατή και, τελικά, ευδιάκριτη στη διαδικτυακή περσόνα του κατηγορουμένου.
Μια αρκετά καλή εικόνα αυτής της κανονικοποίησης νομίζω ότι δίνουν οι αντιδράσεις που ξεσήκωσαν το ελληνικό #MeToo και το πλήθος καταγγελιών για σεξουαλική κακοποίηση που ακούμε τελευταία. Για παράδειγμα, αρκετοί χρήστες του Facebook, σχολιάζοντας την υπόθεση στην Ηλιούπολη, εξέφρασαν την αμφιβολία τους για το αν η καταγγέλλουσα εξαναγκάστηκε στ’ αλήθεια και δεν συναίνεσε. Είμαι βέβαιη πως οι χρήστες αυτοί είναι συνηθισμένοι άνθρωποι. Ισως ανεβάζουν παρόμοια τσιτάτα με τον φερόμενο ως δράστη, λογικά κάνουν like σε αντίστοιχες αναρτήσεις άλλων και οπωσδήποτε πιστεύουν ότι είναι ψύχραιμοι και αμερόληπτοι σχολιαστές, με σεβασμό στο τεκμήριο της αθωότητας – του κατηγορουμένου, αφού το θύμα τέτοιων περιστατικών αποκλείεται να είναι αθώο.
Τι μένει, λοιπόν, αν δούμε τη σεξουαλική κακοποίηση ως κάτι τόσο μπανάλ όσο μια σέλφι με μπλαζέ ύφος, γυαλιά-καθρέφτη, τσιγάρο στο χέρι και συνοδευτική λεζάντα ενδεικτική μιας πλήρως διαστρεβλωμένης αυτοαντίληψης; Το αφήνω στην κρίση του αναγνώστη. Θα επισημάνω μόνο ότι γράφω αυτές τις γραμμές επειδή μια απλή σερβιτόρα παράτησε για λίγο τη συνηθισμένη δουλειά της και λειτούργησε με τρόπο μη κοινότοπο, προσφέροντας βοήθεια.
* Η κ. Σοφία Κρικέλα είναι εκπαιδευτικός.