«Γλυκά πονούσε το μαχαίρι / έσταζε μέλι η μαχαιριά»

«Γλυκά πονούσε το μαχαίρι / έσταζε μέλι η μαχαιριά»

Τελευταία φορά τον είδα πριν από τρία χρόνια. Στο Ηρώδειο. Η συναυλία είχε προγραμματιστεί για τον Σεπτέμβριο αλλά έριχνε καρεκλοπόδαρα εκείνη την ημέρα. Και έγινε τελικά τον Οκτώβριο.
 
«Σταυράκι, ήρθες;». Του άρεσε να τα κάνει όλα παιδικά. Φιλαράκι – Αγαπούλα – Στιχάκι – Τραγουδάκι. Αλλά μη γελιέστε. Ο Τόλης δεν ήταν μόνο αυτό. Δεν ήταν ο μελάτος τραγουδιστής που διασκέδαζε τους πλούσιους – όπως απρεπώς έγραψαν κάποιοι αυτές τις μέρες. Οι πλαγιές του όρους Αιγάλεω ήταν αυτές που αναστέναζαν με τα τραγούδια του. Από Κερατσίνι μέχρι Αγία Βαρβάρα. Ηταν βέβαια και ο Ζαμπέτας που τον εμπιστεύτηκε. Μεγάλο διαβατήριο γι’ αυτές τις περιοχές.
 
«Αγωνία με λαχτάρα να σε νοιάζομαι/
αγωνία δυστυχώς να σε μοιράζομαι»
 
Και όταν το ’71 τραγούδησε «Αδέρφια μου, αλήτες, πουλιά» οι γύφτοι –έτσι έλεγαν ο ένας τον άλλο τότε – τον έβαλαν δίπλα με τους άλλους αγίους τους, τον Αγγελόπουλο, τον Χατζή, τους Βασιλοπουλαίους. Και για μια δεκαετία οι κάμποι και τα όρη, όπου περνούσε ντάτσουν, αντιλαλούσαν Τόλη.
 
«Κι εγώ σαν κι εσάς στους ανέμους
γυρεύω χαμένα φιλιά».
 
Στην άλλη πλευρά της πόλης, ο ίδιος Τόλης τραγουδούσε «Το φεγγάρι πάνωθέ μου» του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Με τη Ζωή Λάσκαρη με ασημένιες μπότες να χορεύει ζεϊμπέκικο. Τη Ζωίτσα που κάθε βράδυ έπρεπε να τη φυγαδεύει η αστυνομία από την «πίσω πόρτα» –μαζί με τον Τόλη– γιατί οι θαυμαστές είχαν μπλοκάρει τις εισόδους. Τη Ζωίτσα που για χάρη της ο Τόλης πήγαινε με την Τζάγκουαρ –με σχάρα!– στο Παρίσι να ψωνίσουν ρούχα  και παπούτσια με λίγο τακουνάκι γι’ αυτόν. Μόνο η Γκερέκου τον κατάφερε να ξεπεράσει τον φόβο του και να πάνε μαζί με αεροπλάνο στην Ιταλία. Αλλά μην αρχίσουμε με τα ερωτικά του.
 
Από όλους τους πολιτικούς, ο Τόλης ξεχώριζε τον Κωστή Στεφανόπουλο, παρότι ήταν φίλος του Ανδρέα Παπανδρέου. «Στεναχωρήθηκα, ρε Σταύρο, που έγινε Πρόεδρος γιατί έτσι δεν θα γίνει πρωθυπουργός», μου είχε πει. «Τον θαύμαζα όταν τον έβλεπα στη Βουλή να μιλάει. Λατρεύω αυτόν τον λόγο, τον εύκολο, τον κατανοητό. Είναι ρήτορας σωστός, ξέρει τι λέει. Αν ήταν πρωθυπουργός θα μπορούσε να προσφέρει πολλά. Ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας τι θα μπορεί να κάνει;».
 
Πώς αξιολογούσε τους πολιτικούς; «Σημασία έχει ποιος κάνει τα λιγότερα λάθη. Εγώ δεν πιστεύω ότι κάποιος μπαίνει στην πολιτική για να κάνει κακό στον τόπο. Ανθρωποι είναι όμως. Με τις αδυναμίες τους».
 
Τη δεκαετία του ’90, προς τα τέλη, ήταν κοινό μυστικό ότι ο Ανδρέας, του είχε κάνει πρόταση να γίνει βουλευτής. Από αυτές τις καλλιτεχνικές και αθλητικές γλάστρες που βάζουν τα κόμματα για να δείξουν ότι έχουν «επαφή με τον λαό». Οταν τον ρώτησα, δεν ήθελε να μου πει λεπτομέρειες. Μου είπε όμως την απάντηση που έδωσε στον Ανδρέα: «Πρόεδρε, εγώ την πολιτική τη βλέπω σαν ένα βουνό που δεν θα μπορούσα να το ανέβω ποτέ. Γι’ αυτό αφήστε με να είμαι στους πρόποδες, να σας βλέπω και να σας χειροκροτώ».
 
Κάθε μέρα ξεφύλλιζε τις εφημερίδες και τα βράδια παρακολουθούσε τα δελτία. Δεν ήταν μόνο σορολόπ. Και είχε ένα γήινο κριτήριο για τα όσα συνέβαιναν. Βέβαια, διασκεδαστής ήταν. Δεν έκανε φέις κοντρόλ ποιος θα κάτσει στα πρώτα τραπέζια. Και τις θέσεις τις καπάρωναν πολλές φορές τα ίδια πρόσωπα, για εβδομάδες ολόκληρες.
 
«Νούμερα πολλά, Σταύρο. Ανθρωποι χωρίς καρδιά. Τη μια μέρα με τη μία, την άλλη με κάποια άλλη». Και να τα λέει αυτά ένας άνθρωπος που όλα στη ζωή του είχαν αφορμή τη γυναίκα. Ενα συνεχές και αδιάλειπτο πάθος. «Ο μοναδικός playboy του ελληνικού star system», έγραφαν κάποιοι. Χαρακτηρισμός που τον αδικεί. Ναι, δεν υπάρχει γυναίκα του τραγουδιού και του κινηματογράφου στις δεκαετίες τον ’60, του ’70, του ‘80, που να μην έχει να διηγηθεί «μια ιστορία με τον Τόλη». Ναι, ο Βοσκόπουλος υπήρξε μεγάλος εραστής, παθιάρης, ζηλιάρης –παθολογικά ζηλιάρης– και επιπόλαιος. Αλλά δεν ήταν playboy. Δεν τις έπαιζε τις γυναίκες. Από τη Στρατηγού μέχρι την Τζούλια, από τη Δούκισσα μέχρι τη Μαρινέλλα και από τη Λάσκαρη μέχρι την Γκερέκου, ο Τόλης Βοσκόπουλος ζούσε ολόκληρη την ιστορία. Ερωτας, αγάπη, αφοσίωση, σύγκρουση και μερικές φορές προδοσία. Αλλες φορές για μήνες, άλλες για χρόνια. Και μετά, φτου κι απ’ την αρχή.
 
«Τα λόγια είναι περιττά
την ώρα που χωρίζουμε,
μοιάζουν τριαντάφυλλα σκυφτά
που δεν ξαναμυρίζουνε».
 
«Η περιπέτεια τελείωσε», με διαβεβαίωσε την άνοιξη του ’98 που κάναμε μια μεγάλη συνέντευξη. «Αμα χάσω την Αντζελα, θα πεθάνω». Την κοιτούσε και έλιωνε. Ποιος; Ο Τόλης! Που το κανονικό του ήταν Τόλιος, αλλά το άλλαξε γιατί θύμιζε ξενέρωτο Ιταλό. Και η Αντζελα, από τις πιο όμορφες γυναίκες στη χώρα, ήταν εκεί σιωπηλή στο πλευρό του. Η γυναίκα που δεν θα έκανε το λάθος που έκαναν όλες οι άλλες. Να τον κάνει να αισθανθεί παραμελημένος. Αλλωστε, μπορείς να τον πεις και παιδικό της έρωτα. Ηταν κοντά στα είκοσί της, όταν ήρθε με τους γονείς της από την Κέρκυρα για να δει τον Βοσκόπουλο μαζί με τη Μαρία Αλιφέρη στην παράσταση «Τραγούδα θεατρίνε». Στο καμαρίνι του όμως μπήκε 2 δεκαετίες αργότερα. Ο Τόλης είχε βγει από μια μακρόχρονη κακοποιητική σχέση, τραγουδούσε ξανά και είχε πάψει να καθαρίζει χόρτα. «Δεν θέλω πια να ξαναδώ χόρτα στη ζωή μου. Μόλις ξυπνούσα ζητούσα να μου φέρουν ένα τσουβάλι χόρτα ή μπάμιες. Κάτι τέλος πάντων να καθαρίζω να μη σηκώνω το βλέμμα μου από το πάτωμα, να μη βλέπω άνθρωπο». Και τώρα; «Τώρα πίνω ζωή. Η Αντζελα με ποτίζει ζωή».
 
Μιλάμε μετά την πρεμιέρα του μιούζικαλ «Ηρθες σαν όνειρο» στο «Ακροπόλ». Αφού λέμε όλα τα γνωστά, προσπαθώ να του αποσπάσω μια καλή κουβέντα για την «κόρη» του από τον γάμο του με την Τζούλια. «Αλλο η γυναίκα, άλλο το παιδί, ρε Τόλη», του λέω φιλικά και παρότι έχω κλείσει το μαγνητόφωνο, αυτός θυμώνει. «Θα σε παρακαλέσω να μην το συζητήσουμε, θα μου κάνεις τη χάρη;». «Γιατί δεν τη βλέπεις, παιδί σου είναι», επιμένω εγώ. «Σταύρο, μου χαλάς τη διάθεση. Να ξέρεις όμως ότι θα εμπλακώ ακόμη και σε δίκες για να αποδείξω ότι δεν είναι παιδί μου». «Μα τι λέει;», αναρωτιόμουν. Γιατί τόσο σκληρός και τόσο πεισματάρης; Επρεπε να περάσουν χρόνια για να μάθω κι εγώ όπως και όλη η Ελλάδα, που τον είχε δικάσει και τον είχε καταδικάσει, ότι ο Τόλης δεν ήταν ένας ανάλγητος πατέρας που εγκατέλειψε το παιδί του. Αυτός ήξερε, εμείς όχι. Αλλωστε, μεγαλώνοντας ανάμεσα σε δυο ντουζίνες θηλυκά, τις αδελφές του, είχε μάθει να διαβάζει τα μάτια των γυναικών. Ηξερε, όταν ήταν νηφάλιος, ποια τον κοροϊδεύει και ποια όχι.
 
Μεγαλομανάβης ο πατέρας του, τον πήγε σε καλό σχολείο –το Saint Paul στον Πειραιά– αλλά έπειτα από έναν τσαμπουκά με συμμαθητές του, έφυγε για την Αίγυπτο εκεί που ζούσε, πλούσια, μια από τις αδελφές του. Μουσεία, ξένες γλώσσες, διαβάσματα. Αλλά ο πατέρας του όλα αυτά τα θεωρούσε χασομέρια. Τον έβαλε στην ταμπέλα του μανάβικου –«Χαράλαμπος Ιωάννου Βοσκόπουλος και υιός»– και ως αντάλλαγμα τον άφησε να πάει να παρακολουθήσει το θεατρικό τμήμα στο Εθνικό Ωδείο του Καλομοίρη.
 
Στον κινηματογράφο γύρισε δεκάδες ταινίες. «Ολες καλές;» τον προβοκάρω. «Εκανα βεβαίως και βλακείες, σε μια εποχή που ήταν της μόδας τα μελό. Πολλές φορές επενέβαινα στη σκηνοθεσία, στο σενάριο και στο ποιοι ηθοποιοί θα παίξουν. Εβαζα μέσα ηθοποιούς σπουδαίους. Τον Κατράκη, τον Καλλέργη…».
 
Και τώρα η κλασική απαίτηση. «Ξεχώρισέ μου ένα τραγούδι».
 
«Πριν χαθεί το όνειρό μας
και ξαναβραδιάσουμε,
άσε με να σ’ αγαπάω
κι όπου φτάσουμε».
 
«Δική μου και η μουσική. Είμαι και συνθέτης σε πολλά τραγούδια μου –δεν το ξέρει ο κόσμος– γιατί ο τραγουδιστής έχει νικήσει τον συνθέτη».
 
Και από τραγουδιστές ο Τόλης ξεχώριζε τον Πάριο («Εάν θέλω ν’ ακούσω έναν τραγουδιστή, ακούω Πάριο»), τον Μπιθικώτση και τον Περπινιάδη («ο μεγαλύτερος λαϊκός τραγουδιστής που έχουμε βγάλει ποτέ. Με φοβερή γκάμα, με 4 οκτάβες. Γιατί δεν τον αναφέρουν, δεν μπόρεσα να καταλάβω ποτέ»). «Από αυτά που έγραψα για άλλους ξεχωρίζω το “Αποκοιμήθηκα” που έδωσα στο φιλαράκι μου τον Στράτο (Διονυσίου). Περνούσε δύσκολα μετά τις δικαστικές περιπέτειες που είχε. Και μετά το είπα και εγώ».
 
«Ξεφυλλίζοντας απόψε τα όνειρά μου
να περάσει όπως όπως η βραδιά μου
στη δική σου τη σελίδα εσταμάτησα
και θυμήθηκα για σένανε
πως δάκρυσα.
Μα δε θυμήθηκα το χρώμα
των ματιών σου
ούτε τον ήχο της φωνής σου
δε θυμήθηκα.
Και προσπαθώντας κάτι
για να θυμηθώ
Αποκοιμήθηκα».
 
Πριν από δύο χρόνια ρώτησα τον Λευτέρη Παπαδόπουλο για την αξία του Τόλη. Και ο μεγάλος Λευτέρης, που συνεχίζει να μη μασάει τα λόγια του, μου είπε: «Δεν είχα τις καλύτερες εντυπώσεις, αλλά τα τραγούδια που του έδωσα τα είπε με τέτοιο πάθος που με τούμπαρε».
 
«Γλυκά πονούσε το μαχαίρι
έσταζε μέλι η μαχαιριά
και πέθαινα στην αμμουδιά
πέρσι το καλοκαίρι».
 
«Είναι το πιο ερωτικό μου τραγούδι», μου λέει ο Λευτέρης. «Και ο Τόλης το έπιασε με την πρώτη. Τον άκουγες και έβλεπες την εικόνα. Ενα ζευγάρι να αγκαλιάζεται με πάθος. Με ζωώδες πάθος. Και το έλεγε μετά σε όλες τις συναυλίες του».
 
Γυρνάω στην κουβέντα με τον Τόλη: «Δεν μου ανέφερες καθόλου τον Ακη Πάνου». Στο μυαλό μου είχα ένα βίντεο των αρχών της δεκαετίας του ’90, που δείχνει τον Πάνου να πετάγεται μπροστά του, να τον αγκαλιάζει και να τον φιλάει, επιβραβεύοντας ένα ατέλειωτο σόλο μπουζούκι που παίζει ο ίδιος ο Τόλης (και όχι ο συνήθης ύποπτος Μανώλης Καραντίνης).
 
«Μα τι είναι αυτά που λέω Θεέ μου Θεέ μου
χωρίς αυτήν ποτέ μου ποτέ μου
ποτέ μου
δε θα μπορούσα να ζήσω
και να ξανά αγαπήσω».

Του Τόλη του άρεσε να απαντάει με τραγούδια που είχε τραγουδήσει. Και του άρεσαν οι μικρές σοφιστείες. «Ενα πλοίο που ταξιδεύει είναι ο άντρας», έλεγε. Και η γυναίκα τι είναι; Είναι ο καπετάνιος ή είναι το λιμάνι; «Ο καπετάνιος βέβαια. Και μπορώ να είμαι και μούτσος στο καράβι για μια γυναίκα. Οχι ο υποπλοίαρχος».
 
«Αν ακούσεις άνδρα να λέει ότι ξέρει τη γυναίκα, να τον κοιτάξεις με θλίψη», μου είχε πει τότε και το είχα βάλει τίτλο τεράστιο στο περιοδικό ΜΕΝ. «Με οίκτο», είχε διορθώσει, αλλά εγώ προτίμησα «με θλίψη».
 
«Δεν υπήρχε τέτοιος σταρ», λέει καθαρά ο άνθρωπος που ξέρει τη νύχτα όσο κανένας άλλος. Ο Ηλίας Μαροσούλης. Γνώριζε τον Τόλη πριν τον αγαπήσουν όλοι. «Φάγαμε ντομάτες και καρπούζια από ένα μποστάνι στον δρόμο μας και ξεγελάσαμε την πείνα μας» θυμάται ο Μαροσούλης. «Ηταν στα πρώτα βήματα, αρχές της δεκαετίας του ’60 και επέμενε να πάμε στο Αγρίνιο να παίξουμε σε ένα θέατρο. Και δεν ήρθε κανείς». Μετά όμως απογειώθηκε. «Ο μεγαλύτερος αρτίστας, ο μεγαλύτερος θεατρίνος της πίστας», λέει ο Ηλίας. «Είναι ζήτημα αν υπάρχει άλλος τραγουδιστής που να έχει φέρει τόσα λεφτά στα γκισέ της νύχτας».
 
Είχε βέβαια και πολλές πτώσεις ο Τόλης. Από κακές επιλογές ή από παιδιάστικους εγωισμούς κατέληγε να τραγουδά σε δεύτερα μαγαζιά. Η τελευταία φορά που ξαναμπήκε δυνατά στο παιγνίδι ήταν πριν από δέκα χρόνια. Ο Αντώνης Ρέμος, «τον χτένισε» –η φράση δεν έχει προφανώς σχέση με το μαλλί, αλλά σημαίνει τη γενικότερη στήριξη που δίνει κάποιος σε έναν καλλιτέχνη – «τον χτένισε» λοιπόν και τον έβγαλε μαζί του στον «Διογένη». Και τα λουλούδια βουνό ξανά.
 
Πόσα χρήματα πέρασαν από τα χέρια σου, τον ρωτώ. «Απειρα». Πού ’ν’ τα; «Ακολούθα τα ίχνη των γυναικών». «Οταν βρέθηκα χωρίς λεφτά, κανείς δεν με υπολόγιζε. Οταν είχα λεφτά, όλοι ήταν γονατιστοί μπροστά μου. Μόλις πέρναγα κάποιες δυσκολίες –γιατί έχω περάσει και πολλά άσχημα στη ζωή μου– δεν με υπολόγιζαν. Που σημαίνει τελικά: το χρήμα νικάει τον άνθρωπο».
 
Οχι ότι ήταν μπόσικος όταν έπρεπε να βάλει το όνομά του στη ρεκλάμα. Και το μεροκάματο παζάρευε και τα ποσοστά από τα λουλούδια. Αλλά μετά, τα λεφτά τα σκόρπαγε. Ή από χαρά ή από θυμό. Μπορεί να έχει περάσει σχεδόν μισός αιώνας, αλλά σίγουρα κάποιοι Ιταλοί θα διηγούνται ακόμη το περιστατικό με τον Ελληνα με το παράξενο όνομα που άφησε όλα τα ψώνια του στο τελωνείο θυμωμένος που δεν τον αναγνώρισαν (!) και επέμεναν να τον ελέγξουν!
 
«Για σένα που έστρωσα χαλί
την καρδιά
κοιτάω τα σύννεφα, κοιτάω τα πέλαγα, τη γη, το βοριά
Μεγάλη χαμένη μου ξανθή Παναγιά»
 
Αλλά τι σημασία έχουν τώρα όλα αυτά; Ποιος νοιάζεται για όλες τις ψηφίδες που συνθέτουν το πραγματικό πρόσωπο ενός μεγάλου λαϊκού καλλιτέχνη; Οσοι έζησαν με τα τραγούδια του, τα τραγούδια του θα θυμούνται. Ολοι οι άλλοι θα αλλάξουν γρήγορα σελίδα. Αλλωστε και ο Τόλης, δεν ξέρω τι θα ήθελε να διορθώσει από αυτή την πορεία των 60 χρόνων.
 
Για το μόνο που είμαι σίγουρος είναι ότι έπειτα από τόσες περιπέτειες –τόσες σπατάλες, τόσες αλητείες–  είχε καταλήξει πως το σημαντικό στη ζωή είναι να μπορείς να τρως φρέσκα αμύγδαλα την εποχή που βγαίνουν. Εχοντας στο πλευρό του, στην Κέρκυρα, την Αντζελα και την κόρη του τη Μαρία.

«Γλυκά πονούσε το μαχαίρι / έσταζε μέλι η μαχαιριά»-1
ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ: ΠΑΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ.

Ακούστε τo Podcast:

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή