Στον δρόμο που χάραξε η καταδίκη της Χρυσής Αυγής

Στον δρόμο που χάραξε η καταδίκη της Χρυσής Αυγής

Η παρέμβαση του Αρείου Πάγου για τους ακροδεξιούς θυλάκους – Η συγκυρία, η κυβέρνηση και το κοινωνικό σύνολο

4' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Λίγες ημέρες μετά τα επεισόδια σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, όπου εκδηλώθηκαν νεοναζιστικές και ρατσιστικές πρακτικές βίας, παρενέβη ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Πλιώτας, ζητώντας σε βάθος έρευνα για τη δράση ακροδεξιών θυλάκων που επαναφέρουν μνήμες από τη δράση της Χρυσής Αυγής, προκαλώντας πολιτικούς προβληματισμούς και ανησυχία.

Η παρέμβαση του ανώτατου εισαγγελικού λειτουργού έγινε προκειμένου να ερευνηθεί από τις δικαστικές αρχές –εκτός από τους ξυλοδαρμούς και τα επεισόδια που ήδη ερευνώνται– η τυχόν ύπαρξη εγκληματικών οργανώσεων, που δρουν με συνεκτικό υλικό νεοναζιστικά ιδεολογήματα και παρακρατικές μεθόδους.

Αλλωστε, η παραγγελία Πλιώτα υπήρξε σαφής προς τους εισαγγελείς Εφετών: Ψάξτε για εγκληματική οργάνωση. Η πρωτοβουλία της Εισαγγελίας, και μάλιστα σε υψηλότατο επίπεδο, για άμεση έρευνα, με το που εκδηλώθηκαν τα επεισόδια σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, προφανώς σχετίζεται με την πρόθεση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να θέσει σε κινητοποίηση τις δικαστικές αρχές και να καταδείξει ότι οι θεσμοί –κυρίως η Δικαιοσύνη– βρίσκονται σε ετοιμότητα προκειμένου φαινόμενα τύπου Χρυσής Αυγής να αντιμετωπιστούν «εν τη γενέσει».

Το προηγούμενο της Χρυσής Αυγής –που έφθασε μέχρι στυγερή δολοφονία για να κινητοποιηθούν οι κρατικοί μηχανισμοί και να αναλάβει δράση η Δικαιοσύνη– αποδεικνύεται πως έγινε μάθημα και στους εκπροσώπους της εισαγγελικής αρχής.

Ο σημερινός εισαγγελέας του Αρείου Πάγου –όπως εκτιμούν δικαστικές πηγές– κινήθηκε έγκαιρα και στη λογική της λαϊκής ρήσης «των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν», φοβούμενος μήπως τα πράγματα κάποια στιγμή ξεφύγουν και επαναληφθεί ο Σεπτέμβριος του 2013, τότε που η δολοφονία του Παύλου Φύσσα συγκλόνισε κοινωνία και πολιτική.

Αλλωστε, όπως σημείωναν στην «Κ» εισαγγελικές πηγές, «όταν γίνονται βίαια επεισόδια, δεν μπορεί να προβλεφθεί τι μπορεί να συμβεί» και επιπλέον η δράση οργανωμένων ομάδων που επιδίδονται σε πρακτικές βίας με νεοναζιστικές απολήξεις, αποτελούν ιδανικούς χώρους όπου οι ξυλοδαρμοί, οι σκληρές επιθέσεις και τα βίαια επεισόδια εύκολα μπορεί να οδηγήσουν σε ανθρωποκτονίες.

Ομως η εισαγγελική έρευνα για την αποκάλυψη οργανωμένων ομάδων ακροδεξιάς βίας θα αποτελούσε πυροτέχνημα, αν η συγκυρία δεν ήταν θετική στη δίωξη τέτοιων παρακρατικών μηχανισμών, αν το πολιτικό μας σύστημα, οι θεσμοί και η κοινωνία στη μεγάλη της πλειονότητα δεν είχαν συνειδητοποιήσει τη βαθιά αντιδημοκρατική τους δράση και τις φασίζουσες πρακτικές τους.

Τι μπορεί να βγάλει μία τέτοια έρευνα; Η όποια απάντηση είναι πρόωρη. Ομως εισαγγελικές εκτιμήσεις συγκλίνουν στην άποψη πως το πλήγμα που δέχθηκε –πολιτικό και κυρίως δικαστικό– η Χρυσή Αυγή ήταν συντριπτικό, με αποτέλεσμα να εκτιμάται ότι η όποια δράση θυλάκων νεοναζιστικής απόχρωσης, εμφανίζεται πλέον περιορισμένη και πάντως χωρίς πολιτική ανοχή ή επιρροή καθώς και χωρίς κοινωνική κάλυψη.

Αλλωστε, οι ίδιες πηγές σημείωναν πως η συγκυρία είναι διαφορετική από τα μέσα της δεκαετίας του 2010, τότε που η Χρυσή Αυγή είχε καταστήσει ορατή την παρουσία της με δυναμική επιρροή σε πολλές περιοχές και κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα.

Αλλά και τα πολιτικά δεδομένα είναι διαφορετικά σήμερα, με την παρούσα κυβέρνηση να έχει δεδομένη αντίθεση στις ακροδεξιές πρακτικές και νεοναζιστικές προσεγγίσεις, εγγράφοντας και πρόσφατο δείγμα γραφής, όταν ο πρωθυπουργός προχώρησε άμεσα στη διαγραφή του βουλευτή της Ν.Δ. Κωνσταντίνου Μπογδάνου για τις εμφυλιοπολεμικές και ακροδεξιές κορώνες του στη Βουλή. Σε αυτά τα δεδομένα με την εισαγγελική παρέμβαση Πλιώτα και η Δικαιοσύνη δήλωσε ετοιμότητα για την αντιμετώπιση νεοναζιστικών φαινομένων.

Ενα χρόνο μετά την ιστορική απόφαση του Εφετείου που καταδίκασε και οδήγησε στη φυλακή τον πολιτικό πυρήνα της Χρυσής Αυγής και πολλά επιχειρησιακά της στελέχη –ανάμεσά τους και τον καθ’ ομολογίαν δολοφόνο του Παύλου Φύσσα, Γιώργο Ρουπακιά– εξακολουθούν, έστω και περιορισμένα, να υπάρχουν φαινόμενα νεοναζιστικής βίας, ενώ έγκλειστοι της Χρυσής Αυγής, όπως ο Ηλίας Κασιδιάρης, δεν παραιτούνται των εμπρηστικών κηρυγμάτων τους. 
Πρόσφατη ήταν η απαγόρευση της δυνατότητας στον Ηλία Κασιδιάρη να διαδίδει μέσα από τη φυλακή τα νεοναζιστικά του ιδεολογήματα με τον περιορισμό στις επικοινωνίες του ύστερα από απόφαση της γενικής γραμματέως Αντεγκληματικής Πολιτικής, Σοφίας Νικολάου· γεγονός που εντάσσεται στη γενικότερη προσπάθεια της πολιτείας για έγκαιρη αντιμετώπιση φιλοναζιστικών ομάδων.

Η κίνηση Δένδια

Σε κάθε περίπτωση, κοινή είναι η παραδοχή πως αν η τότε κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά, με αρμόδιο υπουργό τον Νίκο Δένδια, δεν είχε ανοίξει το δικαστικό «χειρουργείο» για τη δράση της Χρυσής Αυγής, τα πράγματα σήμερα θα ήταν αλλιώτικα.

Η δίωξη του πολιτικού πυρήνα της Χρυσής Αυγής που εκδηλώθηκε μεθοδικά και αξιόπιστα από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου –τότε εισαγγελέας ήταν η κ. Ευτέρπη Κουτζαμάνη– οδήγησε στην αποκάλυψη του νεοναζιστικού προσώπου της οργάνωσης, που είχε αποκτήσει πολιτικά χαρακτηριστικά με την είσοδό της στη Βουλή, με διευρυμένη την κοινωνική και εκλογική της επιρροή.

Οι δικαστικές έρευνες που ακολούθησαν με τη συνετή ανακριτική διαδικασία δύο εξαίρετων δικαστών –της Ιωάννας Κλάπα και της Μαρίας Δημητροπούλου– κατέληξαν στην ιστορική πρόταση παραπομπής σε δίκη όλων των πολιτικών στελεχών της Χ.Α., μηδέ του Νίκου Μιχαλολιάκου εξαιρουμένου, από τον εισαγγελέα Ισίδωρο Ντογιάκο, που σε 710 σελίδες στοιχειοθέτησε την εγκληματική δράση της Χ.Α. και περιέγραψε με νομική θεμελίωση τον νεοναζιστικό της χαρακτήρα. Η πρόταση Ντογιάκου επικυρώθηκε κατά γράμμα από το Συμβούλιο των Εφετών με πρόεδρο την Ισιδώρα Πόγκα και με την οριακή πλειοψηφία 2 προς 1. 

Αυτό το επεξεργασμένο υλικό, το εμπεριστατωμένο από νομικής και δικαστικής πλευράς, δεν μπόρεσε να αμφισβητηθεί στο δικαστήριο που κράτησε 5,5 χρόνια, για να καταλήξει στην απόφαση πολιτικής και ποινικής καταδίκης της Χ.Α., αφήνοντας στη δικαστική και πολιτική ιστορία του τόπου ένα παράδειγμα δημοκρατίας και βούλησης του πολιτικού μας συστήματος για εξαφάνιση νεοναζιστικών πυρήνων, καθώς και την ισχυρή παρουσία των θεσμών με την πρόεδρο της δίκης, Μαρία Λεπενιώτη, να προσωποποιεί με επιτυχία την προσπάθεια του πολιτικού συστήματος και της Δικαιοσύνης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή