Η ελευθερία της έκφρασης και τα fake news

Η ελευθερία της έκφρασης και τα fake news

5' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μία από τις μεγαλύτερες λαϊκές κατακτήσεις διαχρονικά και διεθνώς είναι η λεγόμενη ελευθερία του λόγου ή της έκφρασης του ατόμου και ειδικότερα η ελευθερία του Τύπου, που την καθιερώνει το άρθρο 14, παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 19 της Οικουμενικής Διακήρυξης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με μόνη προϋπόθεση την τήρηση των νόμων του κράτους. Τύπος κατά την έννοια των παραπάνω άρθρων είναι ό,τι παράγεται τυπογραφικά ή με οποιοδήποτε μηχανικό ή χημικό μέσο σε όμοια αντίτυπα και χρησιμεύει για τη διάδοση χειρογράφων, εικόνων ή παραστάσεων. Στη χώρα μας η τηλεόραση και το Διαδίκτυο δεν περιλαμβάνονται στην έννοια του Τύπου με συνέπεια τα μέσα αυτά να μην καλύπτονται από τις διατάξεις του νόμου περί Τύπου και τα διά των μέσων αυτών αδικήματα δεν αντιμετωπίζονται ως διά του Τύπου τελούμενα.

Ως ελευθερία του Τύπου ορίζεται η ελευθερία έκφρασης μέσω του Τύπου και περιλαμβάνει την ελευθερία της πληροφόρησης για κάθε ζήτημα που κυριαρχεί στην επικαιρότητα και οτιδήποτε άλλο ενδιαφέρει την κοινή γνώμη, αυτό όμως προϋποθέτει την ελευθερία συλλογής στοιχείων και την ελευθερία επιλογής πηγών πληροφοριών, ως και την ελευθερία δημοσίευσης  ειδήσεων και σχολίων οπουδήποτε και με κάθε τρόπο, τηρουμένων όμως πάντοτε των διατάξεων των κειμένων νόμων και ειδικότερα των νόμων περί Τύπου για την προστασία των πνευματικών δεδομένων και της πνευματικής ιδιοκτησίας.

Για την προστασία όμως των εννόμων αγαθών και ιδίως της προσωπικότητας του ατόμου, αλλά και της κοινωνίας τέθηκαν από την Πολιτεία συγκεκριμένοι περιορισμοί και κυρώσεις, όπως η αστική ευθύνη για αποζημίωση για την προσβολή της προσωπικότητας από τον ν. 4356/2015 και τα άρθρα 57, 914, 932 Α.Κ., η ποινική ευθύνη για απλή και συκοφαντική δυσφήμηση από τα άρθρα 362, 363 Π.Κ. και για διασπορά ψευδών ειδήσεων (fake news) και διά του Διαδικτύου από το άρθρο 191 Π.Κ., όπως τούτο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 36 ν. 4855/2021. Για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης των παραπάνω αδικημάτων απαιτείται ψευδής ισχυρισμός ή είδηση περί γεγονότος για άλλον, που διαδίδεται από τον υπαίτιο με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσον, το γεγονός να είναι ψευδές, ο δε υπαίτιος να γνώριζε ότι είναι ψευδές. Γεγονός είναι οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου που υποπίπτει στις αισθήσεις και δύναται να αποδειχθεί, αντίθετο στην ηθική και ευπρέπεια και προσβάλλει την τιμή και υπόληψη φυσικού προσώπου, αλλά και του νομικού προσώπου ανώνυμης εταιρείας υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 367 παρ. 1 περ. γ΄ Π.Κ. δεν αποτελούν άδικες πράξεις οι εκδηλώσεις που γίνονται για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον. Σαφώς ο δημοσιογραφικός έλεγχος αναφορικά με πολιτικά και εν γένει δημόσια πρόσωπα μπορεί να μην αποτελέσει άδικη πράξη με την απόδειξη του παραπάνω λόγου.

Το μεγάλο πρόβλημα αποτελούν, ιδιαίτερα όμως στο παρελθόν, οι διώξεις δημοσιογράφων για συκοφαντική δυσφήμηση, που μπορεί να οφείλονται στο ότι λόγω της ταχύτητας της είδησης ο δημοσιογράφος δεν προφταίνει να την επαληθεύσει ή έχει εμπιστοσύνη στην πηγή της πληροφορίας, την οποία λόγω του δημοσιογραφικού απορρήτου δεν επιτρέπεται να αποκαλύψει και υφίστανται ο ίδιος και το έντυπο τις έννομες και μη συνέπειες.

Φυσικά υπάρχουν περιπτώσεις, που ο δημοσιογράφος κυνηγώντας (επιεικώς) την είδηση ή για εξυπηρέτηση κυρίως πολιτικών ή οικονομικών σκοπιμοτήτων στοχοποιεί άκριτα και ανυπόστατα κυρίως πολιτικά πρόσωπα θίγοντας έτσι την τιμή και υπόληψή τους σχεδόν ανεπανόρθωτα, γιατί οι δικαστικές κυρώσεις βραδύνουν υπέρμετρα και απαιτούν μεγάλες δαπάνες, η δε επανορθωτική δημοσίευση περνάει στα ψιλά των εφημερίδων, που κανείς δεν τα διαβάζει. Ετσι όμως το στίγμα μένει, με αποτέλεσμα ελάχιστοι πλέον να ζητούν τη δικαστική αποκατάσταση της προσβολής. Εξάλλου το αυτόφωρο για τα αδικήματα που τελούνται διά του Τύπου θεωρήθηκε τροχοπέδη στην ελευθερία του Τύπου και καταργήθηκε με τον ν. 4596/2019.

Η νέα διατύπωση του άρθρου 191 Π.Κ. είναι πλέον αποτελεσματική και λειτουργική για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσεως για την αντιμετώπιση των fake news.

Με τον νόμο 4855/2021 το άρθρο 191 Π.Κ. διατυπώθηκε ως εξής: «Οποιος δημόσια ή μέσω Διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια υγεία τιμωρείται…».

Η νέα διατύπωση του παραπάνω άρθρου προκάλεσε αντιδράσεις με διάφορα επιχειρήματα από άτομα και οργανώσεις με συγκεκριμένο πολιτικό προσδιορισμό κυρίως κατά το στάδιο της δημόσιας διαβούλευσης, όπως ότι με αυτό περιορίζεται το δικαίωμα του ανθρώπου στην ελευθερία της έκφρασης, ότι εισάγεται λογοκρισία, ότι εξυπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες ιδιαίτερα για την παραπληροφόρηση που υπάρχει σχετικά με τους εμβολιασμούς για την καταπολέμηση της COVID-19 και τη διάθεση των ΜΕΘ και ότι παρακωλύεται η δημόσια συζήτηση για κρίσιμα θέματα ειδικά στο Διαδίκτυο. Φυσικά τα επιχειρήματα αυτά δεν ευσταθούν, γιατί με τη διατύπωση του άρθρου δεν υπάρχει περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης, ούτε προληπτική λογοκρισία ούτε παρακώλυση της δημόσιας συζήτησης ειδικά στο Διαδίκτυο. Το κρίσιμο σημείο της νέας διατύπωσης στο οποίο επικεντρώνονται οι αντιδράσεις είναι ότι ενώ με την παλιά διάταξη με τη διασπορά των ψευδών ειδήσεων απαιτείτο να έχει επέλθει ζημία ή βλάβη της δημόσιας τάξης, που είναι μέγεθος μη μετρήσιμο, με τη νέα διάταξη απαιτείται οι ψευδείς ειδήσεις να είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες, δηλαδή το αδίκημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων μετατρέπεται από αδίκημα, κατά την αντικειμενική του υπόσταση, αποτελέσματος σε αδίκημα δυνητικής διακινδύνευσης, όπως ήταν και με τον παλιό Π.Κ.

Σαφώς η νέα διατύπωση είναι πλέον αποτελεσματική και λειτουργική για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσεως για την αντιμετώπιση των fake news, που κυκλοφορούν χωρίς έλεγχο στο Διαδίκτυο ακόμα και στις προσωπικές σελίδες των πολιτών στα μέσα της κοινωνικής δικτύωσης, και που είναι ικανές να επιφέρουν σοβαρές συνέπειες στα άτομα, στην κοινωνία και στη δημόσια τάξη, για τις οποίες υπάρχουν παρ’ ημίν και διεθνώς απτά αποτελέσματα.

Εξάλλου μετά την κατάργηση της αυτόφωρης διαδικασίας για τα αδικήματα Τύπου, η οποία δεν είναι δυνατόν μέσα στα στενά χρονικά πλαίσια του αυτοφώρου να εφαρμοσθεί για τα διά του Διαδικτύου αδικήματα, η άσκηση ποινικής δίωξης γίνεται μετά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, όπου οι καλούμενοι μπορούν να παράσχουν εξηγήσεις, να αναπτύξουν τα επιχειρήματά τους και να εξετάσουν μάρτυρες, ώστε έτσι να διασφαλίζονται πλήρως τα δικαιώματά τους ως πολιτών.

* Ο κ. Λέανδρος Τ. Ρακιντζής είναι αρεοπαγίτης ε.τ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή