Η συνάντηση Καραμανλή – Ετσεβίτ

Η συνάντηση Καραμανλή – Ετσεβίτ

Στις 5 Ιανουαρίου 1978, την πρωθυπουργία στην Τουρκία ανέλαβε ο Μπουλέντ Ετσεβίτ. Σε μία από τις πρώτες δηλώσεις του ο Ετσεβίτ αναφέρθηκε στην ανάγκη ειρηνικής επίλυσης των ελληνοτουρκικών προβλημάτων και του Κυπριακού. Τα «ανοίγματα» του Ετσεβίτ δημιούργησαν θετικές διεθνείς εντυπώσεις

5' 33" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στις 5 Ιανουαρίου 1978, την πρωθυπουργία στην Τουρκία ανέλαβε ο Μπουλέντ Ετσεβίτ. Σε μία από τις πρώτες δηλώσεις του ο Ετσεβίτ αναφέρθηκε στην ανάγκη ειρηνικής επίλυσης των ελληνοτουρκικών προβλημάτων και του Κυπριακού. Τα «ανοίγματα» του Ετσεβίτ δημιούργησαν θετικές διεθνείς εντυπώσεις. Ωστόσο δεν έπεισαν την ελληνική πλευρά για το αγαθό των τουρκικών προθέσεων. Η Ελλάδα, εξηγούσε ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, όχι μόνον είχε κατ’ επανάληψιν διακηρύξει την προσήλωσή της στην ειρηνική διευθέτηση όλων των ελληνοτουρκικών εκκρεμοτήτων, αλλά επιπλέον είχε υποβάλει εποικοδομητικές προτάσεις, οι οποίες όμως δεν είχαν βρει ανταπόκριση. Επομένως, εναπόκειτο στον Ετσεβίτ να αποδείξει κατά πόσον ήταν διατεθειμένος να προχωρήσει προς την κατεύθυνση που υποδείκνυαν οι δημόσιες τοποθετήσεις του.

Η συνάντηση Καραμανλή – Ετσεβίτ-1
Αριστερά. Μέλη του υπουργικού συμβουλίου συνοδεύουν τον Κων. Καραμανλή στο αεροδρόμιο κατά την αναχώρησή του για το Μοντρέ προκειμένου να συναντηθεί με τον Μπουλέντ Ετσεβίτ, ο οποίος έχει εκλεγεί πρωθυπουργός δύο μήνες νωρίτερα (δεξιά σε προεκλογική συγκέντρωση στη Σμύρνη). (ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ)

Διαφωνία για εναέριο χώρο και υφαλοκρηπίδα

Η συνάντηση των δύο πρωθυπουργών πραγματοποιήθηκε στο Μοντρέ της Ελβετίας στις 10 και 11 Μαρτίου και κατά τη διάρκειά της υπήρξε ανταλλαγή απόψεων σχεδόν για όλα τα θέματα ελληνοτουρκικού ενδιαφέροντος. Ο Καραμανλής ξεκαθάρισε ότι η Ελλάδα ήταν ανυποχώρητα υπέρ της διατήρησης του status quo στο Αιγαίο. Μοναδικό ζήτημα που θα μπορούσε να συζητηθεί ήταν εκείνο της υφαλοκρηπίδας, το οποίο όμως είχε σαφώς νομικό χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, η προσφορότερη μέθοδος διευθέτησής του, σε περίπτωση που οι ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις δεν καρποφορούσαν, ήταν η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο. Ο Ετσεβίτ απάντησε ότι η Τουρκία ουδέποτε είχε αμφισβητήσει το καθεστώς κυριαρχίας επί των νησιών του Αιγαίου. Ωστόσο, αυτή η κυριαρχία δεν συνεπαγόταν αυτόματα την ύπαρξη κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας στον βυθό και το υπέδαφος, πέραν των χωρικών της υδάτων. Η λύση που προκρινόταν από την τουρκική πλευρά ήταν η συνεκμετάλλευση της υφαλοκρηπίδας κατόπιν κοινής συμφωνίας. Ειδικά ως προς την προοπτική του δικαστικού διακανονισμού, ο Ετσεβίτ εξήγησε ότι κατά τη γνώμη του αυτός δεν έπρεπε να προσυμφωνηθεί, διότι έτσι ουσιαστικά θα αποκλειόταν η προοπτική εξεύρεσης λύσης μέσω διαπραγματεύσεων.

Διαφωνία διαπιστώθηκε και ως προς τα ζητήματα του εναέριου χώρου και του FIR Αθηνών. Ο Καραμανλής υπεραμύνθηκε του δικαιώματος της Ελλάδας να διατηρεί εναέριο χώρο δέκα ναυτικών μιλίων έναντι χωρικών υδάτων έξι ναυτικών μιλίων. Ο προσδιορισμός του εύρους του ελληνικού εναέριου χώρου είχε γίνει από το 1931, δίχως η Τουρκία να διαμαρτυρηθεί ή να εγείρει αντιρρήσεις για πολλές δεκαετίες. Εξάλλου, η Ελλάδα διατηρούσε ακέραιο το δικαίωμα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα πέραν των έξι ναυτικών μιλίων. Ο Καραμανλής πρόσθεσε ότι η Ελλάδα δεν θα απεμπολούσε ούτε στο ελάχιστο τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που της είχαν ανατεθεί με διεθνείς συμφωνίες αναφορικά με τον έλεγχο του FIR Αθηνών. Από την πλευρά του, ο Ετσεβίτ ισχυρίστηκε ότι το διαφορετικό εύρος εναέριου χώρου και χωρικών υδάτων αποτελούσε παραβίαση του διεθνούς δικαίου. Το ενδεχόμενο επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων θα είχε ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της Τουρκίας από το Αιγαίο, ενώ επιπλέον θα δημιουργούσε περιπλοκές στη διεθνή ναυσιπλοΐα. Ο Ετσεβίτ κατηγόρησε, ακόμα, την Ελλάδα ότι ασκούσε με καταχρηστικό τρόπο τις αρμοδιότητές της στο FIR Αθηνών.

Η συνάντηση Καραμανλή – Ετσεβίτ-2
Φωτ. Associated Press

Τα νησιά του Αιγαίου, οι μειονότητες και το Κυπριακό

Οι τουρκικές αιτιάσεις επεκτείνονταν στο θέμα της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Αιγαίου. Ο Ετσεβίτ υποστήριξε ότι με τη στρατιωτικοποίησή τους, η Ελλάδα παραβίαζε διεθνείς της υποχρεώσεις. Λόγω δε της εγγύτητας των νησιών με τις μικρασιατικές ακτές, η παρουσία ισχυρών ελληνικών δυνάμεων σε αυτά ερμηνευόταν από την τουρκική κοινή γνώμη ως εχθρική ενέργεια της Ελλάδας εναντίον της Τουρκίας. Ο Καραμανλής απέρριψε την τουρκική επιχειρηματολογία, αντιτείνοντας ότι η οχύρωση των νησιών είχε γίνει για καθαρά αμυντικούς λόγους και οπωσδήποτε δεν υπήρχε ελληνική πρόθεση χρησιμοποίησης των νησιών για επιθετικές δραστηριότητες εις βάρος του τουρκικού εδάφους.
Τέλος, περιορισμένη αναφορά έγινε στις εκατέρωθεν μειονότητες. Η πρωτοβουλία ανήκε στον Καραμανλή, ο οποίος υπενθύμισε ότι η αριθμητική ισορροπία που είχε καθιερωθεί με βάση τη Συνθήκη της Λωζάννης είχε ανατραπεί λόγω των διώξεων των τουρκικών αρχών εις βάρος των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, της Ιμβρου και της Τενέδου. Αντίθετα, η μουσουλμανική μειονότητα στην Ελλάδα παρέμενε δημογραφικά ακμαία. Τυχόν υπερβολές από όργανα της ελληνικής διοίκησης εναντίον μελών της μουσουλμανικής μειονότητας δεν αντανακλούσαν την πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία ήταν πρόθυμη να εξετάσει οποιαδήποτε καταγγελία. Είναι ενδιαφέρον ότι ο Ετσεβίτ δεν διατύπωσε κανένα παράπονο. Αρκέστηκε μόνο να δηλώσει ότι η τουρκική κυβέρνηση θα καλωσόριζε όσους Τούρκους υπηκόους ελληνικής καταγωγής επιθυμούσαν να επιστρέψουν στην Τουρκία.

Από τις συζητήσεις στο Μοντρέ εξαιρέθηκε το Κυπριακό. Ο Καραμανλής ήταν πεπεισμένος ότι, μετά την τουρκική εισβολή και τη συνεχιζόμενη κατοχή του βόρειου τμήματος της Κύπρου, προσφορότερο πεδίο διευθέτησης του Κυπριακού ήταν εκείνο του διακοινοτικού διαλόγου μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, ο οποίος διεξαγόταν υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Αντίθετα, εκτιμούσε ότι η εμπλοκή της Ελλάδας και της Τουρκίας μόνο προσκόμματα θα μπορούσε να δημιουργήσει στη διαδικασία, καθώς μοιραία θα καθιστούσε το Κυπριακό θέμα διμερούς ελληνοτουρκικής διαφοράς. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Καραμανλής εξηγούσε ότι η Αθήνα θα εξακολουθούσε να συμπαρίσταται στη Λευκωσία, όμως ήταν ευθύνη της τελευταίας να επιλέξει τον δρόμο που θα ακολουθούσε για την επίλυση του Κυπριακού.

Η συνάντηση Καραμανλή – Ετσεβίτ-3
12.3.1978. Την ειρηνική αναζήτηση λύσεων στις ελληνοτουρκικές διαφορές σε διπλωματικό επίπεδο μετά τη συνάντηση στο Μοντρέ προβάλλει στην πρώτη σελίδα η «Κ».

Οι επιδιώξεις που ώθησαν τις δύο πλευρές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων

Η συνάντηση του Μοντρέ δεν προσέφερε εντέλει κάτι ουσιαστικό προς την κατεύθυνση της διευθέτησης των ελληνοτουρκικών προβλημάτων. Η μόνη απόφαση που ελήφθη ήταν η συνέχιση των διμερών επαφών σε επίπεδο γενικών γραμματέων υπουργείων Εξωτερικών. Στην πραγματικότητα, όμως, στις συζητήσεις που διεξήχθησαν στην ελβετική πόλη επιβεβαιώθηκαν οι από καιρό γνωστές και διακηρυγμένες θέσεις των δύο πλευρών. Ο Ετσεβίτ επιδίωξε τη συνάντηση προκειμένου να βελτιώσει τη διεθνή εικόνα της Τουρκίας. Η επίδειξη δήθεν διαλλακτικού πνεύματος ενίσχυε την τουρκική επιχειρηματολογία έναντι των ΗΠΑ αναφορικά με την ανάγκη άρσης του εμπάργκο πώλησης αμερικανικών όπλων προς την Τουρκία, η οποία τελικά πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του ίδιου έτους.

Από την άλλη, η Ελλάδα από θέση αρχής δεν μπορούσε να αρνηθεί μία πρόσκληση σε διάλογο. Υπήρχε, όμως, και ακόμα μία παράμετρος που ώθησε τον Καραμανλή στην αποδοχή της πρόσκλησης του Ετσεβίτ: οι εν εξελίξει διαπραγματεύσεις της Ελλάδας για ένταξη στην ΕΟΚ. Ενα μόνιμο επιχείρημα εναντίον της ελληνικής ένταξης, το οποίο προβαλλόταν ιδίως από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ήταν η ανοιχτή πληγή των ελληνοτουρκικών προβλημάτων, τα οποία, εφόσον η Ελλάδα καθίστατο μέλος της ΕΟΚ, θα μετατρέπονταν σε ευρωτουρκικά. Επομένως, η Αθήνα είχε κάθε λόγο να εμφανίζεται πρόθυμη να αξιοποιήσει κάθε δυνατότητα διευθέτησης των διαφορών της με την Αγκυρα, έστω κι αν οι Ελληνες ιθύνοντες δεν είχαν ψευδαισθήσεις αναφορικά με τις πιθανότητες καρποφόρας κατάληξης των ελληνοτουρκικών συνομιλιών.
 
* Ο κ. Αντώνης Κλάψης είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Το βιβλίο του με τίτλο «1974: Μεταπολίτευση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή