Φαίνεται ότι η κυβέρνηση ετοιμάζεται να προτείνει ακόμη ένα νόμο για τα πανεπιστήμια, σε μια προσπάθεια να διορθώσει κάποιες παθογένειες. Είναι όμως αμφίβολο αν το εγχείρημα θα στεφθεί με επιτυχία. Εδώ και σχεδόν 50 χρόνια, από τη Μεταπολίτευση και μετά, προτάθηκαν και ψηφίστηκαν αρκετοί νόμοι, λίγοι όμως εφαρμόστηκαν πλήρως και το αποτέλεσμα ήταν μάλλον πενιχρό. Τις περισσότερες φορές, ο/η αρμόδιος/α υπουργός Παιδείας έκανε «μερεμέτια» στην Ανώτατη Εκπαίδευση, που πολλές φορές χειροτέρευσαν παρά καλυτέρευσαν την κατάσταση.
Μοναδικές εξαιρέσεις στον κανόνα των «μερεμετιών», οι προσπάθειες μεταρρύθμισης που έγιναν το 2007 και το 2011, οι οποίες όμως άρχισαν να ακυρώνονται στην πράξη την επόμενη κιόλας μέρα της ψήφισής τους στη Βουλή.
Παράλληλα, μεγάλα ποσά δημόσιου χρήματος ξοδεύτηκαν για τη δημιουργία νέων πανεπιστημίων και Τμημάτων, σε όλη την ελληνική επικράτεια, χωρίς στρατηγικό σχέδιο, χωρίς μελέτη των αναγκών και των δυνατοτήτων της χώρας, με γνώμονα είτε μια κακώς νοούμενη περιφερειακή ανάπτυξη είτε μια στρεβλή αντίληψη για το τι πραγματικά σημαίνει το διεθνές αίτημα για «μαζική» Ανώτατη Εκπαίδευση.
Η ελληνική οικογένεια συνεχίζει να αναλαμβάνει τεράστια έξοδα για να εξασφαλίσει για τα παιδιά της ένα πανεπιστημιακό πτυχίο, το οποίο όμως δεν έχει πια αντίκρισμα σε γνώση, ούτε παρέχει εγγύηση επαγγελματικής αποκατάστασης. Είναι, λοιπόν, καιρός για μια ριζική μεταρρύθμιση της Ανώτατης Εκπαίδευσης.
Από τη δεκαετία του ’80, το αίτημα για μαζικοποίηση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης ερμηνεύτηκε στην Ελλάδα ως αίτημα για καθολική πρόσβαση των αποφοίτων Λυκείου στα ΑΕΙ. Αυτή η ερμηνεία είναι μεν εσφαλμένη, βραχυπρόθεσμα όμως ήταν ελκυστική σε σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας και οδήγησε σε πληθωρισμό πανεπιστημίων, Τμημάτων και φοιτητών, χωρίς όμως την εκ παραλλήλου καθιέρωση αυστηρών κριτηρίων διασφάλισης της ποιότητας των σπουδών, των υποδομών, και του προσωπικού και χωρίς την αναλογική αύξηση του προϋπολογισμού της Ανώτατης Εκπαίδευσης.
Ετσι, αντί για το πρότυπο του καλού πανεπιστημίου, της απαιτητικής σχολής και του άριστου φοιτητή, που για κάποιες πολιτικές δυνάμεις συνιστούσε στερεότυπο ελιτισμού που έπρεπε να σπάσει, περάσαμε στο «δημοκρατικό» δικαίωμα όλων, ανεξάρτητα από τις κλίσεις, τις δεξιότητες, τις δυνατότητες, ή τις ικανότητές τους, όχι απλά να διεκδικήσουν ισότιμα, αλλά να καταλάβουν μια θέση φοιτητή στο πανεπιστήμιο.
Αυτό ήθελε ή είχε πεισθεί να θέλει η κοινωνία στην Ελλάδα: ένα πανεπιστήμιο για όλους, πανεπιστημιακές σπουδές «εύκολες», που στοχεύουν όχι απαραίτητα στην κατάκτηση γνώσης και δεξιοτήτων, αλλά στην απόκτηση ενός πτυχίου, έστω και περιορισμένης αξίας. Θέλαμε, και καταφέραμε, ως κοινωνία, να έχουμε ποσότητα. Για την ποιότητα πολύ λίγοι ενδιαφέρθηκαν.
Ολα τα πανεπιστήμια του κόσμου συναγωνίζονται για τους καλύτερους καθηγητές και τους καλύτερους φοιτητές. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει ούτε ανταγωνισμός ούτε συναγωνισμός, ούτε άμιλλα. Τα πτυχία, τουλάχιστον όταν εργοδότης είναι το Δημόσιο, έχουν την ίδια μεταχείριση. Οι φοιτητές προτιμούν τα εύκολα και οι γονείς με κάθε τρόπο πριμοδοτούν την προτίμηση αυτή!
Τα πανεπιστήμια έχουν αφενός σταθερή, εξασφαλισμένη παροχή φοιτητών και αφετέρου καθηγητές εργαζόμενους με τη σιγουριά της μονιμότητας του δημοσίου υπαλλήλου, που αμείβονται το ίδιο, ανεξάρτητα από την απόδοσή τους. Η χρηματοδότηση των πανεπιστημίων γίνεται σχεδόν αποκλειστικά από το κράτος και δεν συνδέεται με τις επιδόσεις τους. Ετσι, δεν υπάρχει κανένα κίνητρο τα πανεπιστήμια να γίνουν καλύτερα, εκτός από την εγγενή, σε πολλά μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας τάση αναζήτησης της αριστείας, που για κάποιους όμως, επιφανείς συμπλεγματικούς ανόητους, αποτελεί «ρετσινιά»!
Είναι αλήθεια ότι τα ελληνικά πανεπιστήμια συχνά κατατάσσονται σε περίοπτες θέσεις σε διεθνείς λίστες ποιοτικής κατάταξης. Οι πράγματι εντυπωσιακές αυτές επιτυχίες βασίζονται όμως κυρίως στις επιδόσεις των πανεπιστημίων στην έρευνα και δεν ανταποκρίνονται απαραίτητα στην ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχεται στους φοιτητές.
Είναι, επίσης, αλήθεια ότι κατά καιρούς γίνονται γνωστές μεγάλες επιστημονικές ή/και επαγγελματικές επιτυχίες αποφοίτων των ελληνικών πανεπιστημίων. Κανένας όμως δεν τους ρώτησε πόσο έπαιξε ρόλο η ποιότητα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στην επιτυχία τους. Κανένας δεν αναρωτήθηκε ποια είναι η πραγματική προστιθέμενη αξία, την οποία έλαβαν οι απόφοιτοί μας στα ελληνικά πανεπιστήμια.
Για μια ριζική μεταρρύθμιση της Ανώτατης Εκπαίδευσης θα χρειαστεί κυρίως μια ριζική αλλαγή νοοτροπίας στην ελληνική κοινωνία.
Τα παραπάνω σκιαγραφούν τη ζοφερή εικόνα της κατάστασης που επικρατεί σήμερα στην Ανώτατη Εκπαίδευση στην πατρίδα μας. Οι πιο απαισιόδοξοι, ή ίσως οι πιο ρεαλιστές, ίσως καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει σωτηρία και ότι απλά το σύστημα πρέπει να αφεθεί να καταρρεύσει, ώστε να αναγεννηθεί χωρίς τα βαρίδια και τις δουλείες του παρελθόντος. Οι πιο αισιόδοξοι όμως θα αναρωτηθούν: υπάρχουν μήπως άλλες λύσεις; Η απάντηση είναι καταφατική, αλλά θα χρειαστεί μια ριζική νομοθετική μεταρρύθμιση και, κυρίως, μια ριζική αλλαγή νοοτροπίας μέσα στην ελληνική κοινωνία, με τα παρακάτω κατ’ ελάχιστον, χαρακτηριστικά:
• Πρέπει να μάθουμε τα παιδιά μας να έχουν υψηλές απαιτήσεις από το σχολείο τους και να καταλάβουν ότι η κατάκτηση πραγματικής γνώσης και δεξιοτήτων απαιτεί μεγάλη προσωπική προσπάθεια.
• Οι γονείς πρέπει να καταλάβουν ότι το αναφαίρετο δικαίωμα όλων στη μόρφωση δεν μεταφράζεται μονοσήμαντα σε αναφαίρετο δικαίωμα όλων στα πανεπιστήμια.
• Η χρηματοδότηση των πανεπιστημίων πρέπει να διαμορφώνεται ανάλογα με την ποιότητα της εκπαίδευσης και της έρευνας που προσφέρουν.
• Τα πανεπιστήμια πρέπει να απολαμβάνουν διοικητική αυτονομία και στον χειρισμό των οικονομικών τους, συνοδευόμενη από αυστηρές διαδικασίες λογοδοσίας.
• Το διδακτικό προσωπικό πρέπει να αμείβεται ανάλογα με την αξία και τις επιδόσεις του.
• Το κάθε Τμήμα πρέπει να θέτει τα κριτήρια εισαγωγής των φοιτητών του.
• Το πανεπιστήμιο πρέπει να παρέχει στους φοιτητές εξαιρετικές συνθήκες σπουδών αλλά και να έχει απ’ αυτούς αυστηρές απαιτήσεις στις επιδόσεις των σπουδών τους.
Στην πορεία προς μια νέα, αυθεντικά ευρωπαϊκή, εποχή για την ελληνική Ανώτατη Εκπαίδευση, σαφώς και θα υπάρξουν τρομερές ανακατατάξεις και δυσκολίες. Τμήματα και πανεπιστήμια μπορεί να κλείσουν. Οι διαθέσιμες θέσεις νέων φοιτητών στα πανεπιστήμια μπορεί να ελαττωθούν, με παράλληλη αύξηση των θέσεων σε τριτοβάθμιες Σχολές Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, υψηλής ποιότητας και με μεγάλες προοπτικές απασχόλησης.
Οι καθηγητές πρέπει να δεχθούν ότι συνάδελφοί τους θα αμείβονται καλύτερα, έπειτα από αξιοκρατική αξιολόγηση των επιδόσεών τους. Πολιτικοί πρέπει να πάψουν να αντιλαμβάνονται και να μεταχειρίζονται τα πανεπιστήμια ως δημόσιες υπηρεσίες διοικητικά υποκείμενες στο υπουργείο Παιδείας. Κομματικοί μηχανισμοί πρέπει να σταματήσουν να τα βλέπουν ως πεδία κομματικής αντιπαράθεσης και ως φυτώρια κομματικών στελεχών. Οι φοιτητές πρέπει να αναλάβουν ενεργό ρόλο στη διασφάλιση και βελτίωση της ποιότητας της ζωής, των σπουδών και της έρευνας.
Ολα αυτά δεν γίνονται με ένα νόμο, έναν υπουργό Παιδείας, ένα κόμμα και μια κυβέρνηση. Πρέπει να αποφασίσουμε ως κοινωνία ότι θέλουμε καλύτερα πανεπιστήμια, καλύτερη Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και καλύτερα πτυχία. Και πρέπει να συνταχθούμε, επιτέλους, όλοι σε ένα εθνικό στρατηγικό σχέδιο για την εκπαίδευση, συμπεριλαμβανομένης της Τριτοβάθμιας, υπερβαίνοντας κομματικά ή ιδεολογικά στερεότυπα, όπως γίνεται σε όλον τον ανεπτυγμένο κόσμο.
Ειδεμή, θα έχουμε ακόμη ένα νόμο, ένα «μερεμέτι», που θα μας βάλει όλους να τσακωνόμαστε, που δεν θα αλλάξει ουσιαστικά τίποτα, και που γρήγορα θα ξεχαστεί.
* Ο κ. Διονύσης Τσιχριτζής είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Γενεύης, πρώην πρόεδρος Συμβουλίου Ιδρύματος του Πολυτεχνείου Κρήτης, πρώην executive vice president, Fraunhofer Gesellschaft, Germany.
Ο κ. Σωκράτης Κάτσικας είναι καθηγητής στο Norwegian University of Science and Technology, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς, πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Αιγαίου, πρώην πρύτανης του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου.
Ο κ. Νικόλαος Μ. Σταυρακάκης είναι ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ, πρόεδρος του Σωματείου«ΠΡΩ.ΠΑΙΔΕΙ.Α.».