Η χούντα των συνταγματαρχών, τομή στην ελληνική ιστορία;

Η χούντα των συνταγματαρχών, τομή στην ελληνική ιστορία;

Φέτος κλείνουμε 55 χρόνια από την επιβολή της πιο μακρόχρονης στρατιωτικής και αυταρχικής διακυβέρνησης στην Ελλάδα, μιας τραυματικής περιόδου της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας

4' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Φέτος κλείνουμε 55 χρόνια από την επιβολή της πιο μακρόχρονης στρατιωτικής και αυταρχικής διακυβέρνησης στην Ελλάδα, μιας τραυματικής περιόδου της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Ηταν όμως η επταετία μια εξαίρεση και ιδιόρρυθμη σκοτεινή περίοδος στην πολιτική ιστορία της χώρας, ή ένα οπισθοδρομικό επεισόδιο από τα πολλά στην αλυσίδα μιας εθνικής πορείας με αλλεπάλληλες πολιτικοκοινωνικές διακυμάνσεις; Στο πρόσφατο βιβλίο μας «H Ελληνική Στρατιωτική Δικτατορία: Επανεξέταση ενός ταραγμένου παρελθόντος 1967-1974» (The Greek Military Dictatorship: Revisiting a Troubled Past, 1967-1974, Berghahn Publishers 2021, επιμέλεια: Οθων Αναστασάκης και Κατερίνα Λαγού) απαντάμε στο ερώτημα αυτό προσεγγίζοντας πτυχές του καθεστώτος με γνώμονες τη ρήξη ή/και τη συνέχεια με το παρελθόν.

Αναμφίβολα, το πρωί της 21ης Απριλίου, ο χρόνος σταμάτησε για την Ελλάδα με την εγκαθίδρυση ενός δικτατορικού καθεστώτος το οποίο επέφερε μια απότομη και ριζική αλλαγή, η οποία διήρκεσε επτά χρόνια, τρεις μήνες και τρεις μέρες μέχρι την 24η Ιουλίου του 1974. Η ρήξη με το παρελθόν είναι μια πολυσήμαντη έννοια, την οποία ερμηνεύουν διαφορετικά αυτοί που την προκαλούν, διαφορετικά αυτοί που την υφίστανται και διαφορετικά οι επόμενες γενιές που τη θυμούνται. Στο βιβλίο μας κοιτάμε τη ρήξη με τρεις τρόπους: ως ιδεολόγημα των συνταγματαρχών, ως κυβερνητική επιλογή της χούντας και ως ανθρώπινη εμπειρία. Συγκεκριμένα, οι πρωτεργάτες της δικτατορίας υιοθέτησαν την ιδεολογική εργαλειοποίηση της έννοιας της ρήξης με το άμεσο παρελθόν, ονοματίζοντας το πραξικόπημά τους «εθνοσωτήριο επανάσταση» για να σώσει, σύμφωνα με τη ρητορική τους, τη χώρα από τον αναρχοκομμουνισμό. Ως κυβερνήτες, οι συνταγματάρχες επέλεξαν τη ρήξη με τη δημοκρατία, καταλύοντας το Σύνταγμα και τον πολυκομματισμό, ακυρώνοντας τις εκλογές που είχαν προγραμματιστεί για τον Μάιο του 1967, και δημιουργώντας περαιτέρω ρήξεις με άλλους θεσμούς όπως το Παλάτι, τους ανώτατους αξιωματικούς μέσα στο ίδιο τους το στράτευμα, την ηγεσία της Εκκλησίας με την αντικατάσταση του Αρχιεπισκόπου Χρυσόστομου με τον πιστό τους Ιερώνυμο. Ρήξη επήλθε και σε μια σειρά από κυβερνητικές πολιτικές, όπως στον χώρο της παιδείας με την άμεση ακύρωση της προηγούμενης προοδευτικής μεταρρύθμισης του Γεωργίου Παπανδρέου και την αντικατάστασή της με οπισθοδρομικές θεωρήσεις και καταπιεστικές πρακτικές. Τέλος, η ρήξη ως ανθρώπινη εμπειρία ήταν προφανής στην ξαφνική επιβολή μιας τελείως διαφορετικής καθημερινότητας για τους Ελληνες με την έλευση της χούντας. Από την πολυκομματική αντιπαράθεση των προηγούμενων ετών η Ελλάδα πέρασε σε μια κατάσταση κομματικής ανυπαρξίας και στην ακύρωση του κοινοβουλευτισμού. Από μια κοινωνική άνοιξη με αγώνες, διαδηλώσεις, πορείες και φοιτητικά κινήματα, σε μια κοινωνική σιωπή και καταπίεση κάθε εναλλακτικής έκφρασης. Από έναν πολιτιστικό πλουραλισμό στη λογοτεχνία, στην ποίηση, στον κινηματογράφο σε μια σκοταδιστική αντίληψη, λογοκρισία, χειραγώγηση του ελληνικού πολιτισμού, και στην προώθηση μιας ιδιότυπης και κακόγουστης λαϊκίστικης υποκουλτούρας με πανηγύρια, κακοστημένες εθνικές παραστάσεις και θρησκευτικές τελετές.

Η χώρα πέρασε από έναν πολιτιστικό πλουραλισμό σε μια σκοταδιστική αντίληψη, λογοκρισία, και στην προώθηση μιας κακόγουστης υποκουλτούρας με κακοστημένες εθνικές παραστάσεις.

Υπάρχει όμως και η άποψη της συνέχειας, αυτή που πρεσβεύει ότι η χούντα δεν ήταν ρήξη με το παρελθόν αλλά συνέχεια μιας ήδη υπάρχουσας διχαστικής και παρακρατικής πορείας, ως κορύφωση του μετεμφυλιακού δράματος. Η χούντα δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, η δημοκρατία ήταν ήδη λαβωμένη από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις και τις αποστασίες μεταξύ 1965 και 1967, ενώ υπήρχαν ήδη διάφορες πολιτικές και στρατιωτικές ομάδες που απεργάζονταν την κατάλυσή της, αλλά οι συνταγματάρχες ήταν αυτοί που τα κατάφεραν καλύτερα. Η χούντα ως κυβέρνηση επανέφερε πολλές από τις μεθόδους του μεσοπολεμικού, Μεταξικού και πιο πρόσφατου μετεμφυλιακού παρελθόντος, τις εξορίες, φυλακίσεις, βασανιστήρια, και δεν χρειάστηκε να ανακαλύψει νέες μεθόδους στον κατασταλτικό τρόπο άσκησης της εξουσίας. Πέρα όμως από τις ιδεολογικές και πρακτικές συγγένειες της χούντας με το αυταρχικό ή ημιαυταρχικό παρελθόν της Ελλάδας, η έννοια της συνέχειας παρουσιάζεται στο βιβλίο μας με δύο άλλους τρόπους: από τη μια ως ενσυνείδητη κυβερνητική επιλογή σε τομείς που είχαν αποδώσει στο παρελθόν, όπως στον χώρο της οικονομίας, και από την άλλη, ως εξωτερική πολιτική στον χώρο των διακρατικών σχέσεων με γνώμονα τις γεωπολιτικές ψυχροπολεμικές ισορροπίες. Σε αντίθεση με άλλα αντίστοιχα πραξικοπήματα στη Λατινική Αμερική, τα οποία έλαβαν χώρα εν μέσω οικονομικών κρίσεων και κοινωνικοοικονομικών αναταραχών, η ελληνική χούντα επιβλήθηκε σε μια περίοδο οικονομικής ανάπτυξης για την Ελλάδα, και υπ’ αυτή την έννοια δεν θεώρησε ότι θα έπρεπε να αλλάξει την οικονομική στρατηγική της. Συνεχίζοντας παρόμοιες συνταγές στον τραπεζικό, δημοσιονομικό και εμπορικό τομέα, οι Απριλιανοί συνέχισαν με τους υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης δίνοντας έμφαση στον εφοπλισμό, στις κατασκευές, στον τουρισμό, και στον καταναλωτισμό με στόχο να χτίσουν τη νομιμοποίησή τους στα ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού και να αποπροσανατολίσουν από τις ανελεύθερες πρακτικές του καθεστώτος. Παράλληλα, διαιώνισαν τις παθογένειες της ελληνικής οικονομίας και οδήγησαν στην οικονομική κρίση του 1973-74. Συνέχεια όμως βλέπουμε και στις διακρατικές σχέσεις, και δεν αναφέρομαι μόνο στη διατήρηση στενών σχέσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και με τις κυβερνήσεις των μεγάλων δυτικοευρωπαϊκών χωρών, οι οποίες ενώ θα έπρεπε από τη δική τους τη σκοπιά να είναι πιο ευαισθητοποιημένες και κριτικές απέναντι σε θέματα αντιδημοκρατικών πρακτικών στην Ελλάδα, επέλεξαν μια συναλλακτική πολιτική σε διμερές επίπεδο συνεχίζοντας τις επενδυτικές, εμπορικές και στρατιωτικές –business as usual– δραστηριότητες με την Ελλάδα.

Η επταετία ήταν σε κάποια επίπεδα μια περίοδος ρήξης με το παρελθόν, καθώς και ρήξης με τον ίδιο της τον εαυτό όταν η κυβέρνηση Παπαδόπουλου ανατράπηκε από τον «αόρατο δικτάτορα» Ιωαννίδη, αλλά ήταν και μια αναμενόμενη συνέχεια μιας ιστορικής πορείας που επέτρεψε την παρέμβαση του στρατού στο πολιτικό γίγνεσθαι και οδήγησε στην κατάλυση της δημοκρατίας. Η πραγματική ρήξη όμως επήλθε με την πτώση της χούντας, η οποία ενώ δημιούργησε μια αμφιλεγόμενη κληρονομιά εθνικής χαράς για την πτώση του καθεστώτος και εθνικής πικρίας για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, έβαλε τα θεμέλια για μια ουσιαστική τομή με το πολιτικό παρελθόν της χώρας. Η μεταπολίτευση καθιέρωσε ένα σταθερό δημοκρατικό πολίτευμα στην Ελλάδα, το οποίο δοκιμάστηκε στα πρόσφατα χρόνια της οικονομικής κρίσης αλλά τελικά άντεξε. Σε μια περίοδο που η δημοκρατία υποφέρει από πισωγυρίσματα σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες και ο αυταρχισμός παγιώνεται σε άλλες γειτονικές μας και μη χώρες, η εδραίωση της δημοκρατίας στην Ελλάδα είναι μια σημαντική νίκη και ρήξη με το παρελθόν που επήλθε μετά την πτώση της χούντας.

* Ο κ. Οθων Αναστασάκης είναι διευθυντής του Κέντρου Σπουδών Νοτιοανατολικής Ευρώπης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή