1922 – Τα αναπάντητα ερωτήματα της καταστροφής: Η Μικρασιατική Εκστρατεία κρίθηκε σε στρατιωτικό ή διπλωματικό επίπεδο;

1922 – Τα αναπάντητα ερωτήματα της καταστροφής: Η Μικρασιατική Εκστρατεία κρίθηκε σε στρατιωτικό ή διπλωματικό επίπεδο;

Ποιο ρόλο έπαιξαν η απομόνωση της Ελλάδας από τους συμμάχους της και οι ανεπιτυχείς πολεμικές επιχειρήσεις, που οδήγησαν στην ήττα και στην καταστροφή

18' 19" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τον Μάιο του 1919 η απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη συνοδεύτηκε από πανηγυρισμούς του ελληνικού πληθυσμού. Η θρυλική προκυμαία της πόλης είχε στολιστεί με ελληνικές σημαίες, τόσο πολλές, που έκανε πολλούς να αναρωτιούνται πού είχαν βρεθεί. «Κάθε μέρα ράβαμε σημαίες», είχε πει σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις της η Φιλιώ Χαϊδεμένου, η Μικρασιάτισσα πρόσφυγας της Σμύρνης που τη χρονιά της απόβασης ήταν 20 ετών.

Η Ελλάδα με αναπτερωμένο το ηθικό της και με τη σύμφωνη γνώμη των συμμάχων της ξεκινούσε εκείνη τη χρονιά μια στρατιωτική αποστολή προστασίας των ελληνικών πληθυσμών στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, με απώτερο στόχο τον μελλοντικό έλεγχο της Σμύρνης και των γύρω περιοχών. Οι συνθήκες έμοιαζαν ευνοϊκές.

Τρία χρόνια μετά, όμως, η Μικρασιατική Εκστρατεία έφτανε στο τέλος της με τον χειρότερο δυνατό τρόπο, την κατάρρευση του στρατιωτικού μετώπου και την καταστροφή της Σμύρνης. Χιλιάδες άνθρωποι, ανάμεσα στους οποίους και η Φιλιώ Χαϊδεμένου, είδαν τις ζωές τους να αλλάζουν μια για πάντα μέσα σε λίγες ημέρες.

Ενδεικτικό της αλλαγής του κλίματος εις βάρος της Ελλάδας ήταν μια συνάντηση των Μεγάλων Δυνάμεων με Ελληνες και Τούρκους εκπροσώπους, που πέρασε στα ψιλά της Ιστορίας. Τον Φεβρουάριο του 1921, έγινε στο Λονδίνο μια προσπάθεια μερικής αναθεώρησης της Συνθήκης των Σεβρών. Οπως γράφει ο ιστορικός Ιάκωβος Μιχαηλίδης («Μικρασιατική Καταστροφή», εκδ. Παπαδόπουλος, σελ. 63), «ήταν σαφές πως το κλίμα για τους Ελληνες είχε μεταστραφεί, αν και στο προσκήνιο περίσσευαν οι επιδείξεις συμμαχικής αλληλεγγύης».

Οι πολυήμερες συζητήσεις κράτησαν μέχρι τις αρχές Μαρτίου με παραινέσεις της βρετανικής πλευράς για συμβιβασμό με τους Τούρκους και εδαφικές παραχωρήσεις σε περιοχές όπου υπερτερούσαν οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί. Οι εργασίες ολοκληρώθηκαν χωρίς αποτέλεσμα. Ο ελληνικός στρατός κινήθηκε επιθετικά προς το Αφιόν Καραχισάρ και το Εσκί Σεχίρ, ενώ τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς ξεκίνησε η διάσχιση της Αλμυράς Ερήμου.

Πού κρίθηκε ωστόσο αυτή η εκστρατεία που, θεωρητικά, ξεκίνησε με τις καλύτερες προϋποθέσεις για τις ελληνικές δυνάμεις; Το παραπάνω ερώτημα είναι από τα πιο δύσκολα για να απαντηθεί.

Ενας πόλεμος, λένε οι ιστορικοί, σπάνια κρίνεται από έναν και μόνο παράγοντα. Αν όμως προσπαθήσουμε να δούμε τη μεγάλη εικόνα, αν αφήσουμε για λίγο στην άκρη άλλες δυσκολίες, όπως η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας, ο διχασμός και οι πολιτικές διαφωνίες μέσα στο στράτευμα, η ταλαιπωρία και οι κακουχίες των στρατιωτών, τότε δύο μέτωπα απομένουν: η διπλωματία και τα όπλα.

Τέσσερις ιστορικοί παίρνουν θέση σε ένα από τα πιο κρίσιμα ερωτήματα της Μικρασιατικής Καταστροφής.

Στη Μικρασία η διπλωματία υπερείχε των όπλων

Του Μάικλ Λιουέλιν Σμιθ 

1922 – Τα αναπάντητα ερωτήματα της καταστροφής: Η Μικρασιατική Εκστρατεία κρίθηκε σε στρατιωτικό ή διπλωματικό επίπεδο;-1

Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, ως υπουργός Αποικιών στην κυβέρνηση συνασπισμού του Λόιντ Τζορτζ, ενδιαφέρθηκε πραγματικά για την ελληνοτουρκική σύγκρουση στη Μικρά Ασία. Σχολίασε το εξής: «Ο Βενιζέλος μπορεί να ισχυριστεί ότι πηγαίνοντας στη Σμύρνη ενεργούσε κατ’ εντολήν των τεσσάρων Μεγάλων Δυνάμεων. Αλλά πήγε τόσο έτοιμος όσο μια πάπια που κολυμπάει στο νερό» (Winston Churchill, The Aftermath, σελ. 366).

Ο Τσώρτσιλ συνδεόταν στενά με τον Βρετανό πρωθυπουργό Λόιντ Τζορτζ, αν και συχνά διαφωνούσε μαζί του – αυτό συνέβη και για την ελληνοτουρκική σύγκρουση στη Μικρά Ασία. Αυτές οι διαφωνίες δεν απέτρεψαν τον Λόιντ Τζορτζ από το να εφαρμόσει μια πολιτική που υποστήριζε την Ελλάδα, αλλά σίγουρα εμπόδισαν την εφαρμογή της – και δεν ήταν το μόνο πρόβλημα. Και άλλοι Βρετανοί υπουργοί και αξιωματούχοι εναντιώνονταν στην ελληνική απόβαση και στη στρατιωτική εκστρατεία που ακολούθησε. Ανάμεσά τους ήταν ο γραμματέας Ινδιών, Εντουιν Μόντακιου, ο οποίος φοβόταν τις συνέπειες των ελληνικών πολεμικών επιχειρήσεων στη μουσουλμανική κοινή γνώμη, επίσης ο επικεφαλής του βρετανικού στρατού, σερ Χένρι Γουίλσον, ο οποίος είπε ευθέως στον Βενιζέλο ότι ο πόλεμος θα κατέστρεφε τη χώρα του. Επικεντρώνομαι στην περίπτωση της Βρετανίας, διότι χωρίς τη βρετανική υποστήριξη η ελληνική επιχείρηση ήταν καταδικασμένη. Ο Βενιζέλος το αναγνώριζε αυτό. Η συμμαχική στήριξη ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος της πολιτικής του. Σταδιακά όμως οι υπόλοιποι σύμμαχοι απομακρύνθηκαν, αφήνοντας μόνη τη Βρετανία του Λόιντ Τζορτζ να προσφέρει τη στήριξή της.

Η ελληνοτουρκική σύγκρουση άρχισε με την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη τον Μάιο του 1919. Η απαρχή της ιδέας όμως πηγαίνει πίσω στην προσφορά του Εντουαρντ Γκρέι, του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών, για σημαντικές εδαφικές παραχωρήσεις στην Ελλάδα στην περιοχή της Μικράς Ασίας. Η προσφορά του Γκρέι έγινε τον Ιανουάριο του 1915, εν μέσω των πιεστικών συνθηκών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της αναζήτησης ευρύτερων συμμαχιών εκ μέρους της Βρετανίας.

Στην προσφορά του Γκρέι αντιτάχθηκε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και τελικά δεν έγινε δεκτή. Είχε ανοίξει όμως μια νέα προοπτική, η οποία οδήγησε τον Βενιζέλο να επιμείνει στην πολιτική του και να στηρίξει τους συμμάχους της Αντάντ. Η αλληλουχία των γεγονότων οδηγεί από τον Ιανουάριο του 1915, διαμέσου της εκδήλωσης του Εθνικού Διχασμού και των συγκρούσεων στο Μακεδονικό Μέτωπο (στο πλαίσιο του Μεγάλου Πολέμου), στη Διάσκεψη Ειρήνης του Παρισίου το 1919. Εκεί, η Ελλάδα, ως μία από τις νικητήριες συμμαχικές δυνάμεις, μπορούσε να διεκδικήσει τη δυτική Μικρά Ασία. Τον Μάιο του 1919, ο Λόιντ Τζορτζ, ο Κλεμανσό και ο πρόεδρος Γουίλσον εξουσιοδότησαν τον Βενιζέλο να αποβιβάσει στρατεύματα στη Σμύρνη. Αυτό ήταν το σημείο μετά το οποίο δεν υπήρχε επιστροφή – ούτε και όταν ο Βενιζέλος ηττήθηκε στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, διότι ο Γούναρης και η άτυχη κυβέρνησή του συνέχισαν την ίδια πολιτική που βασιζόταν στην υποστήριξη της Βρετανίας. Δεν ήταν η πυρπόληση της Σμύρνης που έκλεισε αυτή την υπόθεση, αλλά η Συνθήκη της Λωζάννης το 1923 και η ανταλλαγή των πληθυσμών.

Από τη μια πλευρά, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στο πεδίο ήταν καθοριστικές. Η κατάρρευση του ελληνικού στρατού το καλοκαίρι του 1922 ήταν αυτό που οδήγησε στην αναγκαστική αποχώρηση από τη Μικρά Ασία. Η στρατιωτική διάσταση, όμως, ήταν πάντα στενά συνδεδεμένη με το πολιτικό και διπλωματικό πεδίο. Η πολιτική και η διπλωματία ήταν που έδωσαν στην Ελλάδα τη δυνατότητα να αποβιβάσει στρατεύματα στη Μικρά Ασία. Ο Βενιζέλος, με τις ικανότητές του, είχε καλλιεργήσει καλές σχέσεις με τους Λόιντ Τζορτζ, Κλεμανσό και Γουίλσον. Η καταστροφή του 1922 είχε πολλές αιτίες, ανάμεσα στις οποίες και η οικονομική εξάντληση. Συνεπώς, ήταν ένα σύνολο παραγόντων που οδήγησαν σε αποτυχία την ελληνική στρατιωτική επιχείρηση.

Ο Λόιντ Τζορτζ, που έμοιαζε παντοδύναμος στο Παρίσι το 1919, έχασε τη δύναμή του στο πέρασμα του χρόνου. Συνέχισε να πιστεύει στον σκοπό της Ελλάδας. Η απομόνωσή του, ωστόσο, μέσα στην ίδια του την κυβέρνηση συνασπισμού ήταν πολύ μεγάλη και είχε κι άλλες έγνοιες να τον απασχολήσουν. Εντέλει, άλλωστε, η κυριαρχία της Ελλάδας στη Μικρά Ασία δεν ήταν ένα ζωτικό συμφέρον της Βρετανίας. Υπήρχαν άλλα το ίδιο ή περισσότερο ζωτικά συμφέροντα: οι σχέσεις (της Βρετανίας) με τη Γαλλία, τη Ρωσία, την Ιρλανδία, η κοινωνική ειρήνη και η διαδικασία της απόλυσης των επιστρατευμένων κληρωτών πίσω στην πατρίδα.

Οι διχογνωμίες στις διασκέψεις των συμμάχων λειτουργούσαν εναντίον της Ελλάδας. Η Γαλλία στράφηκε τελείως εναντίον της Ελλάδας μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 και την επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου. Σε κάθε περίπτωση, η Γαλλία ενδιαφερόταν πάντα περισσότερο για τη Συρία και για ζητήματα πιο βαθιά στην Ανατολή παρά για τη Μικρά Ασία. Μέχρι τα τέλη του 1920 ήταν έτοιμη να συνθηκολογήσει με τους Τούρκους εθνικιστές και να αποσύρει τον στρατό της από την Κιλικία. Οι ΗΠΑ παραιτήθηκαν από το παιχνίδι όταν ο πρόεδρος Γουίλσον επέστρεψε από το Παρίσι και αρρώστησε. Πάνω απ’ όλα, έπαιξε ρόλο και η υψηλή διπλωματία του Μουσταφά Κεμάλ, ο οποίος εκμεταλλεύθηκε την πολιτική της Σοβιετικής Ρωσίας που στρεφόταν εναντίον της Αντάντ. Επίσης, η συγκέντρωση τουρκικών δυνάμεων και διπλωματικών πόρων στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας έφτασε το καλοκαίρι του 1922 στο σημείο εκείνο στο οποίο θα μπορούσε να διακινδυνεύσει μια μαζική αντεπίθεση.

Με άλλα λόγια, η κατάσταση όπως διαμορφώθηκε μεταξύ 1920-1922 μετατοπίστηκε, μοιραία, εναντίον των Ελλήνων και υπέρ του τουρκικού εθνικιστικού σκοπού, κάνοντας αδύνατη την επιτυχία της ελληνικής στρατιωτικής προσπάθειας. Η διπλωματία υπερείχε των όπλων.

* Ο κ. Μάικλ Λιουέλιν Σμιθ είναι ιστορικός, πρώην πρέσβης της Μεγάλης Βρετανίας.

Ο στρατός ήταν εργαλείο της διπλωματίας και της πολιτικής

Του Τάσου Σακελλαρόπουλου

1922 – Τα αναπάντητα ερωτήματα της καταστροφής: Η Μικρασιατική Εκστρατεία κρίθηκε σε στρατιωτικό ή διπλωματικό επίπεδο;-2

Η Μικρασιατική Εκστρατεία στάθηκε ένα από τα αποτελέσματα της επιτυχούς συμμετοχής της (διχασμένης) Ελλάδας στο πλευρό των νικητριών Δυνάμεων του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Ωστόσο, για τις μεν Δυνάμεις η εκστρατεία συγχρονίστηκε με το τέλος του πολέμου και με την τακτοποίηση των εκκρεμοτήτων που άφησε πίσω του, όπως τα σοβαρά γεωπολιτικά ζητήματα που συνδέονταν με την υπό κατάρρευση Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ για την Ελλάδα, η εκστρατεία σήμανε τελικά το άνοιγμα μιας νέας πολιτικής, διπλωματικής και πολεμικής περιόδου. Μιας εντελώς νέας περιόδου εκτός διεθνούς πολέμου, δύσκολης, επίπονης και γριφώδους, στην οποία η Ελλάδα κινήθηκε μόνη της. Μιας περιόδου η οποία ξεκίνησε ως διπλωματική επιτυχία και κατέληξε τελικά ως πολεμική συντριβή, αφού προηγήθηκε η διπλωματική απαξίωση της χώρας μας εκ μέρους των συμμάχων της.

Η αποβίβαση του ελληνικού στρατού τον Μάιο του 1919 στην προκυμαία της Σμύρνης έθεσε σε κίνηση δύο ασύμβατες μεταξύ τους πραγματικότητες. Εκείνη των συμμάχων και εκείνη των Ελλήνων, των Ελλήνων του ελληνικού κράτους και των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, του Πόντιου, της Ανατολικής Θράκης. Δύο ασύμβατες πραγματικότητες, τις οποίες μόνον η ελληνική διπλωματία στο εξωτερικό και η πολιτική στο εσωτερικό θα μπορούσαν να φέρουν σε επικοινωνία. Στην επιτυχή κατεύθυνση αυτού του συνδυασμού είχε κινηθεί κατά κύριο λόγο η κυβέρνηση Βενιζέλου έως τον Νοέμβριο του 1920, όταν ακόμη ο απόηχος του πολέμου και η συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτόν διατηρούσαν θετική δυναμική για τη διπλωματία και επωφελή σύνδεση με τις Δυνάμεις. Οι διάδοχες κυβερνήσεις, της αντιβενιζελικής παράταξης, ανέτρεψαν την ήπια και εξαιρετικά προσεκτική πολεμική πολιτική του Βενιζέλου, όσον αφορούσε την επέκταση της ελληνικής ζώνης ελέγχου και από τον Μάρτιο του 1921 κινήθηκαν προς εξόντωση του νεοπαγούς τουρκικού στρατού επεκτείνοντας τη ζώνη των επιχειρήσεων. Εξόντωση εξαιρετικά δύσκολη, αφού οι Τούρκοι στρατιώτες διαμόρφωναν, λόγω της πολιτικής του Κεμάλ, ηθικό υψηλό και αίσθηση εθνικού καθήκοντος, μαχόμενοι επί εθνικού και οικείου εδάφους. Επίσης, σταδιακά έχαιραν της ανοχής αλλά και της έμμεσης υποστήριξης και αναγνώρισης εκ μέρους των συμμάχων, γεγονός που ανέτρεπε κάθε ελληνικό σχεδιασμό. Αυτά, σε συνδυασμό με τη βελτίωση του εξοπλισμού τους, τη συγκέντρωση φρέσκων και πολυπληθών στρατιωτικών δυνάμεων και, κυρίως, το απέραντο βάθος πεδίου που διέθεταν για οπισθοχωρήσεις και ελιγμούς, που έφθειραν και κούραζαν τις ελληνικές δυνάμεις, καθιστούσαν τον νεαρό τουρκικό εθνικό στρατό απόλυτο κάτοχο των πρωτοβουλιών και των αντιπερισπασμών στο πολεμικό πεδίο.

Παράλληλα, οι μετανοεμβριανές κυβερνήσεις μετέδιδαν στο εσωτερικό της χώρας μια κενή αισιοδοξία και παρερμήνευαν κατά το δοκούν τη στάση των συμμάχων, η οποία εμφανώς κατέγραφε την απομάκρυνση από τα ελληνικά σχέδια. Κρίνοντας οι ελληνικές κυβερνήσεις ότι μέσω της πολεμικής αξίας του ελληνικού στρατού θα έφερναν προ τετελεσμένων, επί του τουρκικού εδάφους τις Δυνάμεις αλλά και τον νεαρό και ισχυρότατο τουρκικό εθνικισμό, απαξίωσαν την πολιτική επεξεργασία του προβλήματος στο εσωτερικό και αρνήθηκαν την προσαρμογή της πολιτικής τους με το διεθνές πλαίσιο, που είχε πλέον αλλάξει ριζικά. Εξάλλου, η ανεπιτυχής επέκταση των επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία ενίσχυε την τουρκική θέση και οδηγούσε σε αδιέξοδο κάθε διαπραγμάτευση, η οποία θα μπορούσε να ωφελήσει μια έστω περιορισμένη παρουσία της Ελλάδας στη Μικρά Ασία ή, τουλάχιστον, μια συμφωνία σχετικά με τους ελληνικούς πληθυσμούς ή σε κάθε περίπτωση μια συμφωνία που θα επέτρεπε μια σχετικά ισότιμη συμμετοχή της χώρας μας.

Δύσκολες αποφάσεις για κυβερνήσεις που δεν επεξεργάστηκαν και δεν χειρίστηκαν πολιτικά τα οραματικά αλλά και εξαιρετικά ακανθώδη προτάγματα του ελληνικού αλυτρωτισμού. Δύσκολο το έργο τους όταν δεν μπόρεσαν και μάλλον δεν θέλησαν να διαμορφώσουν σε πλαίσιο πολιτικής εφαρμογής την από πολλές δεκαετίες κυρίαρχη, υπερφίαλη όμως, ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας. Δύσκολο έργο για τις αντιβενιζελικές κυβερνήσεις, που δεν θέλησαν να αποδεχθούν το γεγονός ότι η επιτυχής για την επέκταση της Ελλάδας πολιτική Βενιζέλου κατά τα έτη 1912-1919 βασίστηκε σε τοπικές και διεθνείς συμμαχίες, στον πολιτικό πραγματισμό, στη σύνδεση με τα συμφέροντα των Δυνάμεων και στην ικανότητα να καλλιεργεί στην κοινή γνώμη την έννοια της συμμετοχής (τουλάχιστον έως τον Νοέμβριο του 1920). Στην κατεύθυνση αυτή, ο στρατός ήταν εργαλείο της πολιτικής και της διπλωματίας και όχι αυτόνομο εργαλείο λύσεων λιμναζόντων εθνικών προβλημάτων, όπως θέλησαν να τον χρησιμοποιήσουν.

Η λύση τού «βλέποντας και κάνοντας» που εφάρμοσαν οι ελληνικές κυβερνήσεις μετά τον Νοέμβριο του 1920 στη Μικρά Ασία, οι ενέργειες δηλαδή αναλόγως των περιστάσεων που διαμορφώνονταν, στέρησε από αυτές τη δυνατότητα να οργανώσουν την εξέλιξη σε όφελος της ελληνικής παρουσίας, τις απομάκρυνε από τη σκληρή πραγματικότητα, η οποία όριζε ότι η διπλωματία ήταν η προϋπόθεση για την ικανοποίηση των οραμάτων μιας μικρής αλλά φιλόδοξης χώρας όπως η Ελλάδα. Ούσα η διπλωματία η κύρια σκηνή όπου παίχθηκε η εθνική επιβεβαίωση το 1919 και οι Σέβρες το 1920, θα ήταν η ίδια σκηνή επί της οποίας θα παιζόταν τελικά και η εθνική κατάρρευση. Αγνοήθηκε όμως ότι μόνον η πολιτική και η διπλωματία θα γεφύρωναν το χάσμα στόχων και προθέσεων μεταξύ συμφερόντων των Δυνάμεων από τη μία μεριά και ελληνικών οραμάτων αλλά και δυνατοτήτων από την άλλη.

* Ο κ. Τάσος Σακελλαρόπουλος είναι υπεύθυνος Ιστορικών Αρχείων του Μουσείου Μπενάκη.

Χωρίς τη βρετανική υποστήριξη, η ελληνική επιχείρηση ήταν καταδικασμένη. Η συμμαχική στήριξη ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος της πολιτικής του Ελευθερίου Βενιζέλου.

Η Εκστρατεία κρίθηκε κυρίως στο στρατιωτικό επίπεδο

Του Άγγελου Συρίγου

Η απάντηση είναι προφανής. Η Μικρασιατική Εκστρατεία κρίθηκε πρωτίστως στο στρατιωτικό επίπεδο. Η διπλωματία (ως εργαλείο της πολιτικής) έπαιξε τον δικό της ρόλο της. Ανέτρεψε τις μυστικές συμφωνίες διανομής και ζωνών επιρροής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων που είχαν γίνει κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Δέχθηκε να αποβιβασθεί ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη τον Μάιο του 1919 για την αποκατάσταση της τάξεως. Παραχώρησε με τη Συνθήκη των Σεβρών τη διοίκηση της ζώνης της Σμύρνης στην Ελλάδα για διάστημα πέντε ετών, μετά την παρέλευση του οποίου θα μπορούσε και η κυριαρχία να παραχωρηθεί στη χώρα μας με απόφαση της Κοινωνίας των Εθνών και με σύμφωνη γνώμη του τοπικού Κοινοβουλίου. Ιδρυσε κράτος για τους Αρμενίους στα ανατολικά εδάφη της Μικράς Ασίας.

1922 – Τα αναπάντητα ερωτήματα της καταστροφής: Η Μικρασιατική Εκστρατεία κρίθηκε σε στρατιωτικό ή διπλωματικό επίπεδο;-3

Ομως (υπάρχει ένα τεράστιο ΟΜΩΣ) η εφαρμογή της Συνθήκης των Σεβρών περνούσε μέσα από τη στρατιωτική ήττα του Κεμάλ. Στην αρχή το νεοτουρκικό κίνημα, που μετεξελίχθηκε το κεμαλικό, δεν είχε ιδιαίτερη απήχηση στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας. Τα πράγματα άλλαξαν μετά την αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη. Η πλειονότητα των Τούρκων τάχθηκε υπέρ του Κεμάλ και ενίσχυσε τις τάξεις του. Ετσι οι δυνάμεις του Κεμάλ ήταν έτοιμες να αμφισβητήσουν εμπράκτως τις προβλέψεις των Σεβρών έχοντας απέναντι τους Γάλλους στην Κιλικία· τους Βρετανούς στη ζώνη των Στενών· τους Αρμένιους στα ανατολικά· τους Ιταλούς στη μικρασιατική ακτή απέναντι από τα Δωδεκάνησα (Καρία και Λυκία)· τους Ελληνες στην Ιωνία.

Το ερώτημα ήταν ποια από τα συμμαχικά κράτη ήταν διατεθειμένα να στηρίξουν την εφαρμογή της Συνθήκης των Σεβρών έναντι των κεμαλικών. Οι ενδιαφερόμενες χώρες ήταν η Μ. Βρετανία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Ελλάδα. Οι Αρμένιοι, δυνητικός σύμμαχος της Ελλάδας, δεν είχαν το δικό τους κράτος και βρέθηκαν να μάχονται μόνοι τους Σοβιετικούς και Τούρκους με αποτέλεσμα να ηττηθούν στα τέλη του 1920.

Οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις είχαν κουραστεί από τις πολεμικές συγκρούσεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι απώλειες σε νεκρούς ήταν για τη Βρετανία 750.000 στρατιώτες, για τη Γαλλία 1.350.000 και για την Ιταλία 460.000. Οι κοινωνίες τους απαιτούσαν άμεση αποστράτευση κι επιστροφή των εφέδρων στα σπίτια τους, και όχι συνέχιση αιματηρών εχθροπραξιών στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επιπλέον, είχε ξεκινήσει ένας βρετανο-γαλλικός ανταγωνισμός για τον έλεγχο της Εγγύς και Μέσης Ανατολής. Ηταν σαφές ότι η Ελλάδα κινείτο στη σφαίρα επιρροής της Μ. Βρετανίας. Αυτό έκανε τη Γαλλία να τη βλέπει με καχυποψία. Τα πράγματα έγιναν χειρότερα με την ένοπλη αντιπαράθεση των Γάλλων με τους κεμαλικούς στην περιοχή της Κιλικίας. Οι Γάλλοι επείσθησαν ότι η συνέχεια θα ήταν ιδιαίτερα αιματηρή και προτίμησαν κάποια συνεννόηση με τον Κεμάλ παρά περισσότερες ανθρώπινες θυσίες. Η Ιταλία από την πλευρά της θεωρούσε ότι οι άλλες δύο Μεγάλες Δυνάμεις την είχαν αδικήσει με τη Συνθήκη των Σεβρών και μάλιστα υπέρ της Ελλάδας, η οποία αντιμετωπιζόταν ως ευθέως ανταγωνιστική χώρα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η Ιταλία υιοθέτησε εντελώς ανθελληνική στάση. Επομένως, η Ελλάδα βρέθηκε μόνη της να πρέπει να επιβάλει τους όρους της Συνθήκης των Σεβρών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και αυτό μπορούσε να γίνει μόνο πολεμικά.

Η επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 έκανε τα πράγματα για την ελληνική πλευρά χειρότερα στο στρατιωτικό πεδίο. Η Γαλλία (ορκισμένη πολέμια του Κωνσταντίνου) και η Ιταλία είχαν πλέον την ιδανική αφορμή για να αποστασιοποιηθούν από τη Συνθήκη των Σεβρών, όπως και έκαναν. Αρχικώς η Γαλλία παρέδωσε στον Κεμάλ τον βαρύ οπλισμό της στην Κιλικία. Αντιστοίχως η Ιταλία προσέφερε καταφύγιο σε ομάδες κεμαλικών που διώκονταν από τον ελληνικό στρατό. Από τον Οκτώβριο του 1921, γαλλικά και ιταλικά εμπορικά πλοία (δηλαδή συμμαχικά… στα οποία δεν επιτρεπόταν να διενεργήσουν νηοψία ελληνικά πολεμικά) άρχισαν να μεταφέρουν στα λιμάνια της Μερσίνας και της Αττάλειας, που προστατεύονταν από τη Γαλλία και την Ιταλία αντιστοίχως, πολεμικό υλικό προς τον Κεμάλ.

Επιπλέον, από τον Μάρτιο του 1921 οι κεμαλικοί ενισχύονταν και από τη Σοβιετική Ενωση. Οι Σοβιετικοί έβλεπαν στην Τουρκία ένα αντιιμπεριαλιστικό κίνημα, που πολεμούσε τις δύο κατεξοχήν καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης, τη Μ. Βρετανία και τη Γαλλία. Η σοβιετική βοήθεια δόθηκε σε εκατομμύρια χρυσά ρούβλια και κυρίως σε όπλα και πολεμοφόδια.

Μέσα σε αυτό το εξαιρετικά αρνητικό περιβάλλον, η Ελλάδα πολεμούσε μόνη της ενώ παράλληλα βίωνε τον Εθνικό Διχασμό. Διπλωματικές προσπάθειες για εξεύρεση λύσεως από το 1920 έως τη Μικρασιατική Καταστροφή έγιναν από πλευράς συμμάχων. Απλώς επιβεβαίωναν ότι η Συνθήκη των Σεβρών θα αναθεωρείτο. Την έκταση της αναθεωρήσεως την καθόρισε η διάρρηξη του ελληνικού μετώπου τον Αύγουστο του 1922 και δυστυχώς η συντριπτική ήττα.

* Ο κ. Αγγελος Συρίγος είναι υφυπουργός Παιδείας, βουλευτής στην Α΄ Αθηνών, αν. καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

1922 – Τα αναπάντητα ερωτήματα της καταστροφής: Η Μικρασιατική Εκστρατεία κρίθηκε σε στρατιωτικό ή διπλωματικό επίπεδο;-4
Ο υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Μπαλτατζής (δεξιά) με τον πρωθυπουργό Δημήτριο Γούναρη το 1921. Φωτ. ALAMY/VISUAL HELLAS.GR

1922 – Τα αναπάντητα ερωτήματα της καταστροφής: Η Μικρασιατική Εκστρατεία κρίθηκε σε στρατιωτικό ή διπλωματικό επίπεδο;-5
Πορεία ελληνικών δυνάμεων. Ο Κεμάλ είχε χρόνο για να συγκεντρώσει στρατιωτικές δυνάμεις και διπλωματικούς πόρους. Φωτ. ΕΘΝΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ, ΑΘΗΝΑ

Συνδυασμός παραγόντων οδήγησε στην ήττα

Του Ευάνθη Χατζηβασιλείου

1922 – Τα αναπάντητα ερωτήματα της καταστροφής: Η Μικρασιατική Εκστρατεία κρίθηκε σε στρατιωτικό ή διπλωματικό επίπεδο;-6

Σχεδόν ποτέ, στην ανθρώπινη ιστορία, ένας πόλεμος δεν κρίθηκε από τη συνδρομή ενός και μόνον παράγοντα. Ο πόλεμος είναι η ύψιστη δοκιμασία μιας κοινωνίας (ειδικά κατά τη βιομηχανική εποχή) και η έκβασή του εξαρτάται από πλειάδα παραγόντων, όπως η υλική βάση (οικονομική και δημογραφική) των εμπολέμων, η πρόσβασή τους στη σύγχρονη τεχνολογία, η επαρκής προετοιμασία και οργάνωση, η εκπαίδευση των στελεχών, το ηθικό και η συνοχή του εσωτερικού μετώπου, η γεωγραφία, οι διεθνείς στηρίξεις και συμμαχίες κ.ά. Ακόμη και οι συνέπειες μιας στρατιωτικής ήττας θα αναστραφούν από μια κοινωνία που διαθέτει στιβαρή οικονομική/τεχνολογική, οργανωτική και ιδεολογική βάση καθώς και διεθνείς στηρίξεις· ακόμη και μια μεγάλη νίκη, στο αρχικό στάδιο, δεν θα αποδειχθεί αρκετή για μια κοινωνία που δεν διαθέτει αυτές τις προϋποθέσεις, ενώ ο αντίπαλος τις διαθέτει. Δεν ήταν, π.χ., μόνη της η ήττα στο Μαντζικέρτ που επέφερε τη βυζαντινή κατάρρευση του τέλους του 11ου αιώνα· και ακόμη και η ασύλληπτης έκτασης καταστροφή στη Γαλλία το 1940 δεν αρκούσε για να γονατίσει τη Βρετανία. Και απλούστερα: μια νίκη θα είναι αποφασιστική μόνον εάν ο αντίπαλος δεν έχει πλέον τις δυνάμεις –δηλαδή τους άλλους παράγοντες– να αναστρέψει το αποτέλεσμά της.

Η Μικρασιατική Εκστρατεία δεν αποτέλεσε εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. Ο αρχικός σχεδιασμός του ιωνικού εγχειρήματος του Βενιζέλου βασιζόταν σε έναν τέτοιο συνδυασμό παραγόντων: την ιδιότητα της Ελλάδας ως νικήτριας στον Μεγάλο Πόλεμο· την ύπαρξη ενός μεγάλου διεθνούς μετώπου στο οποίο στηρίχθηκε ο Βενιζέλος· τη διαφαινόμενη απόφαση των συμμάχων να διαμελίσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ακόμη και τον «σκληρό πυρήνα» της Μικράς Ασίας· την ανάδυση ενός φιλικού αρμενικού κράτους· αλλά και τη συντριπτική ελληνική στρατιωτική υπεροπλία έναντι πιθανής αντίδρασης από την πλευρά των Τούρκων. Ωστόσο, έως τον Νοέμβριο του 1920, είναι ακριβές να γίνεται αναφορά σε ένα ιωνικό «εγχείρημα» της Ελλάδας –εγχείρημα ασφαλώς και στρατιωτικό– αλλά πρέπει τούτο να διακρίνεται από τη μεγάλης κλίμακας επιθετική ενέργεια που αναλήφθηκε στις αρχές του 1921.

Υπήρξαν τεράστιες διαφοροποιήσεις μεταξύ των δύο φάσεων: οι εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 και η επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου συνέβαλαν καθοριστικά στη διεθνή απομόνωση της Ελλάδας, ενώ αντίστοιχα άνοιξαν τον δρόμο για την απόκτηση διεθνών ερεισμάτων από το κεμαλικό κίνημα, με πρώτο τη Σοβιετική Ενωση. Αυτή η προϊούσα διεθνής απομόνωση (η οποία θα αναιρούσε την αρχική ελληνική υπεροπλία, ενώ επέτεινε και τις οικονομικές δυσκολίες) ώθησε τις μετανοεμβριανές κυβερνήσεις στην ανάληψη της τεράστιας στρατιωτικής επιχείρησης προς την Αγκυρα, η οποία σκοπό δεν είχε την κατάκτηση και διατήρηση αυτών των περιοχών, αλλά τον εγκλωβισμό και καταστροφή των κεμαλικών δυνάμεων καθώς και την αποδιοργάνωση του εφοδιασμού και των συγκοινωνιών τους. Τούτη τη μεγάλη επίθεση αναλάμβανε πλέον η Ελλάδα μόνη της, με τις διεθνείς στηρίξεις της να χάνονται όλο και περισσότερο. Ετσι, η εκστρατεία του 1921 επιζητούσε τη διεξαγωγή μιας «αποφασιστικής» μάχης που θα κατέστρεφε ή θα αποδιοργάνωνε τον αντίπαλο. Συνήθως, μια τέτοια στρατηγική είναι ένδειξη αδυναμίας: σημαίνει ότι αυτός που την επιχειρεί προσπαθεί να αναστρέψει έναν συσχετισμό δυνάμεων που καθίσταται ολοένα και πιο δυσμενής.

Δεν ξέρουμε –και δεν μπορούμε να υποθέσουμε– τι θα είχε συμβεί εάν ο Κεμάλ καθόταν να τον πιάσουμε. Αλλά δεν το έκανε. Ούτε και η πιθανή κατάληψη της Αγκυρας, θεωρεί ο γράφων, θα τον είχε οδηγήσει στην αποδοχή της ήττας: μπορούσε πάντοτε να υποχωρήσει πιο πέρα. Το είχε κάνει ο Κουτούζοφ στη Ρωσία το 1812: και ο Ναπολέων πήρε τη Μόσχα, αλλά τον πόλεμο τον έχασε. Με άλλα λόγια, δεν υπήρχε στρατιωτική λύση στο πρόβλημα που επιχειρήθηκε να επιλυθεί στρατιωτικά το 1921. Ο μεγάλος ηρωισμός του στρατού στις τρομερές μάχες του 1921 δεν μπορούσε να αναστρέψει τα θεμελιώδη δεδομένα.

Υπήρχαν βέβαια και τα καθαυτό στρατιωτικά αίτια της ήττας: μεταξύ άλλων, οι μεγάλες γραμμές ανεφοδιασμού· η τελμάτωση επί ένα σχεδόν έτος με τον στρατό αραιά ανεπτυγμένο σε ένα τεράστιο μέτωπο (πράγμα που σήμαινε ότι την ώρα της επίθεσής του ο Κεμάλ μπορούσε να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του στο κρίσιμο σημείο και να επιτύχει εκεί την απαιτούμενη συντριπτική υπεροχή)· η μη διατήρηση επαρκών εφεδρειών σε κρίσιμα σημεία· και βέβαια ο Εθνικός Διχασμός, που οδηγούσε στην αποστράτευση πολλών ικανών αξιωματικών οι οποίοι υποστήριζαν την «άλλη» πλευρά.

Ωστόσο, ο γράφων θα επιμείνει ότι τα αίτια της ήττας δεν ήταν αμιγώς στρατιωτικά. Οι μετανοεμβριανές κυβερνήσεις δεν είχαν τη συνολική αντίληψη του Βενιζέλου για το διεθνές σύστημα, ούτε τη δική του ικανότητα να διαχειρίζεται τις εντάσεις του. Τα αίτια παραπέμπουν σε ένα συνδυασμό παραγόντων, από την κακή εκτίμηση των διεθνών συσχετισμών, τις λανθασμένες αποφάσεις (στρατιωτικές και πολιτικές), τις οικονομικές δυσκολίες έως –ίσως, το σημαντικότερο– την αδυναμία να τηρηθεί ένα ενιαίο εσωτερικό μέτωπο λόγω του Εθνικού Διχασμού.

* Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, γενικός γραμματέας του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή