1919-1922: Ο αμφιλεγόμενος ύπατος αρμοστής της Σμύρνης

1919-1922: Ο αμφιλεγόμενος ύπατος αρμοστής της Σμύρνης

Η προσωπικότητα του Αρ. Στεργιάδη και η σχέση με τον Βενιζέλο

8' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στις 2 Νοεμβρίου 1920 ο Αριστείδης Στεργιάδης, ύπατος αρμοστής της Σμύρνης και προσωπική επιλογή του Βενιζέλου για τη θέση αυτή, έλαβε τηλεγράφημα από τον απερχόμενο –μετά το εκλογικό αποτέλεσμα της προηγούμενης ημέρας– πρωθυπουργό που τον εξόρκιζε να παραμείνει στη θέση του «αν η διάδοχος κυβέρνησις το ζητήσει».

Τηλεγραφήματα έλαβε επίσης στις 3 και 7 Νοεμβρίου από τους ηγέτες της νικήτριας «Ηνωμένης Αντιπολίτευσης» Ράλλη και Γούναρη, οι οποίοι τον καλούσαν να μην επιμείνει στην παραίτηση που είχε υποβάλει. Μάλιστα, η νέα κυβέρνηση αποδέχθηκε να παραμείνουν στη θέση τους –όπως ζήτησε ο Στεργιάδης– όλοι οι άμεσοι συνεργάτες του, κάποιοι από τους οποίους είχαν απομακρυνθεί – «εκ παραδρομής», τον διαβεβαίωσε σχετικό κυβερνητικό τηλεγράφημα.

Και μόνο το ότι ήταν ο μοναδικός ανώτατος κρατικός λειτουργός και στρατιωτικός που παρέμεινε στη θέση του μετά την εκλογική νίκη των αντιβενιζελικών τον κατέστησε από τις πλέον αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της περιόδου.

Ο Στεργιάδης είχε μακεδονική καταγωγή, αλλά γεννήθηκε το 1861 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και τη Δυτική Ευρώπη, και στη συνέχεια άσκησε τη δικηγορία στη γενέτειρά του. Τον Αύγουστο του 1898, δύο από τους αδελφούς του δολοφονήθηκαν από τους Τούρκους, ενώ ο ίδιος μόλις γλίτωσε. Μετά τη συμμετοχή του στο κίνημα του Θερίσου (1905) φυλακίστηκε από τους Βρετανούς επί σχεδόν ένα χρόνο. Σε εκείνη τη φάση χρονολογείται η απαρχή της φιλίας του με τον Βενιζέλο και η εμπλοκή του με τη δημόσια σφαίρα.

«Η κατάστασις ήτις εντεύθεν εδημιουργήθη είνε εις άκρον σοβαρά και αν ελπίζω ακόμη να υπερκάμψωμεν τους κινδύνους στηρίζομαι κυριώτατα εις την αυτόθι παρουσίαν σου», έλεγε στο τηλεγράφημά του ο Βενιζέλος.

Μετά την απελευθέρωση της Κρήτης εκλέχτηκε πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου στο Ηράκλειο, θέση στην οποία παρέμεινε έως το 1910. Συνεργάστηκε με τον Βενιζέλο στη σύνταξη σειράς νόμων και το 1917 διορίστηκε από αυτόν γενικός διοικητής της Ηπείρου. Με την εκεί δράση του θεμελίωσε τη φήμη του ως ατόμου με διοικητικές ικανότητες και προσήλωση στο καθήκον. Ηδη από το 1914, βέβαια, ο Ιωάννης Μεταξάς τον περιέγραφε ως άνθρωπο που «προετοιμάζεται, σπουδάζων όλας τας υπηρεσίας εις τας λεπτομερείας των».

Στις αρχές του 1919, ο ευρισκόμενος στο Παρίσι για τις εργασίες της Συνδιάσκεψης Ειρήνης Βενιζέλος, ενόσω συζητούσε με τους συμμάχους την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, διεμήνυε στον Στεργιάδη την πρόθεσή του να του αναθέσει την Υπατη Αρμοστεία. Αυτός αρνήθηκε – ίσως γιατί είχε αντιρρήσεις για την εκστρατεία. Ωστόσο, μετά τα αιματηρά γεγονότα που ακολούθησαν την απόβαση του ελληνικού στρατού αναθεώρησε την απόφασή του. Το τηλεγράφημα του Βενιζέλου είναι εξαιρετικά εύγλωττο: «Η κατάστασις ήτις εντεύθεν εδημιουργήθη είνε εις άκρον σοβαρά και αν ελπίζω ακόμη να υπερκάμψωμεν τους κινδύνους στηρίζομαι κυριώτατα εις την αυτόθι παρουσίαν σου, ήτις με ασφαλίζει ότι από πολιτικής τουλάχιστον απόψεως γίνεται αυτού ό,τι ανθρωπίνως είναι δυνατόν».

Επιλέγοντάς τον ο Βενιζέλος για τη θέση αυτή, παρά τις αντιδράσεις στελεχών του κόμματος των Φιλελευθέρων, που τη θεωρούσαν ενδιάμεσο σκαλοπάτι για μια μελλοντική πολιτική καριέρα, του έδωσε σαφή εντολή: να διοικήσει με απόλυτη αμεροληψία και με όρους ισοπολιτείας απέναντι στις εθνικές και θρησκευτικές κοινότητες που ζούσαν στη Σμύρνη. Μόνο έτσι θα πείθονταν οι Σύμμαχοι ότι οι ελληνικές δυνάμεις δεν είχαν συμπεριφορά κατακτητή και η Σμύρνη, με την ευρύτερη περιοχή της, θα παραχωρούνταν οριστικά στην Ελλάδα. Ισως γι’ αυτό ο Γούναρης –κατανοώντας δηλαδή ότι η προσάρτηση της Δυτικής Μικράς Ασίας στην Ελλάδα δεν ήταν τετελεσμένο γεγονός, θα οριστικοποιούνταν ανάλογα και με την ισότιμη στάση της ελληνικής διοίκησης απέναντι στο μουσουλμανικό στοιχείο, στάση που ο Στεργιάδης τηρούσε απαρέγκλιτα, δυσαρεστώντας ή και εξοργίζοντας το ελληνικό στοιχείο– του πρότεινε να παραμείνει στη θέση του· ειδικά σε μια περίοδο που είχαν διαταραχθεί οι σχέσεις της Ελλάδας με τους Συμμάχους (μετά την ήττα του Βενιζέλου και την επάνοδο του Κωνσταντίνου): παραμείνετε στη θέση σας «ίνα μη διαταραχθή η συνέχισις της πολιτικής την οποία εφαίνετο τουλάχιστον ότι έμελλε να ακολουθήση και η διάδοχος κυβέρνησις». Πώς να αγνοήσει, άλλωστε, τον Βρετανό πρέσβη στην Αθήνα που χαρακτήριζε τον Στεργιάδη «το μεγαλύτερο ηθικό περιουσιακό στοιχείο στα χέρια της ελληνικής κυβέρνησης και του Θρόνου»;

Η υλοποίηση του στόχου της «ειρηνικής συνύπαρξης των δύο κοινοτήτων κάτω από μια αμερόληπτη ελληνική διοίκηση» (Βενιζέλος) δεν ήταν καθόλου εύκολη. Και μπορεί ο Βρετανός πρέσβης να θεωρούσε τον Στεργιάδη «σχεδόν τον μόνο πολιτικό άνδρα ισχυρού χαρακτήρα και υψηλής πολιτικής ακεραιότητας ανάμεσα σε αυτούς που κατέχουν κάποια σημαντική θέση»· ή ο πρόξενος των ΗΠΑ στη Σμύρνη Τζ. Χόρτον να έγραψε πως «ήταν πράγματι μεγάλος άνδρας και κατέβαλε τεράστιες προσπάθειες για να εκτελέσει ένα υπεράνθρωπο καθήκον», ωστόσο ο ύπατος αρμοστής καλούνταν να υλοποιήσει αυτό το καθήκον σε ένα έδαφος «σπαρμένο με νάρκες»: πρώτη απ’ όλες ήταν η επιθυμία του ελληνικού στοιχείου να εκδικηθεί για τους διωγμούς που είχε υποστεί κατά την περίοδο 1914-1918.

Ετσι, η προσπάθειά του να κινηθεί με βάση αυτή την κατεύθυνση –«να επιπλεύσει σε τέτοια τρικυμιώδη θάλασσα» (Toynbee)– είχε ως αποτέλεσμα να χαρακτηριστεί «μεροληπτικός υπέρ των Τούρκων» ή «φιλότουρκος». Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται η αντίδραση των βενιζελικών στην προσπάθειά του να προσεταιριστεί το τουρκικό στοιχείο της ελληνικής ζώνης – ή έστω να εξασφαλίσει την ουδετερότητά του. Και πάλι όμως ο Βενιζέλος τον στήριξε, πρότεινε δε στους ηγέτες του κινήματος της Μικρασιατικής Αμυνας να τον κάνουν αρχηγό τους, αν ήθελαν να ευοδωθούν οι στόχοι του. Αλλά και ο Γούναρης, το φθινόπωρο του 1921 του ανέθεσε την οργάνωση και συστηματοποίηση της διοίκησης της μικρασιατικής ζώνης που κατείχε ο ελληνικός στρατός.

1919-1922: Ο αμφιλεγόμενος ύπατος αρμοστής της Σμύρνης-1
Σμύρνη, Οκτώβριος 1920. Ο Αριστείδης Στεργιάδης (αριστερά με πολιτικά) υποδέχεται τον αρχιστράτηγο Λ. Παρασκευόπουλο (δεξιά του στην εικόνα). Δεύτερος από δεξιά ο Θ. Πάγκαλος (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Ο ρόλος του Στεργιάδη και «η διακυβέρνηση που θύμιζε ξιφασκία»

Οταν οι υπουργοί Εσωτερικών Ρέπουλης και Εξωτερικών Διομήδης γνωστοποίησαν στον Βενιζέλο την προτροπή του αρχιστρατήγου Παρασκευόπουλου να αποπέμψει τον Στεργιάδη, ο πρωθυπουργός απάντησε: «Εν μέσω των πολλών εν Σμύρνη ημετέρων, οίτινες ουδεμίαν έχουν δυστυχώς συνείδησιν της κρισιμωτάτης θέσεως ης ην περιήλθον τα καθ’ ημάς εκ των γενομένων εκεί πολλαπλών παρεκτροπών, μόνος ο Στεργιάδης διατηρεί την πνευματικήν του αρτιότητα και, βλέπων πόσον ολίγον βοηθείται εις την εκτέλεσιν της ανατεθείσης αυτώ πολιτικής, φθάνει ενίοτε μέχρι παραφοράς». Τους υπέδειξε δε να καταστήσουν σαφές στον Παρασκευόπουλο «να μην εξέρχεται καθόλου από τον στρατιωτικόν του ρόλον και εφ’ όσον μένη εις την Σμύρνην να προσαρμόζεται εντελώς προς τας οδηγίας του Υπάτου Αρμοστού». Και κατέληξε: «Εάν δι’ εικοσιτέσσερας μόνον ώρας αφήναμεν εν Σμύρνη να επικρατήσουν πολιτικαί αντιλήψεις των στρατιωτικών μας, θα είμεθα χαμένοι».

Ο ρόλος που είχε ο Στεργιάδης στη Σμύρνη, διαφορετικός από εκείνον που είχε ως γενικός διοικητής Ηπείρου –εκεί ήταν σύμβουλος του αρχηγού Στρατιωτικής Κατοχής, εδώ ήταν η υπέρτατη Αρχή, από την οποία έπαιρναν διαταγές όλοι–, τον έφερε σε σύγκρουση με τους στρατιωτικούς, οι οποίοι περίμεναν ένα καθεστώς με αντίστροφους ρόλους. Πρόσθετες αφορμές για συγκρούσεις έδωσαν οι αυστηρές ποινές που επιβλήθηκαν στους αξιωματικούς οι οποίοι θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για τα θλιβερά γεγονότα που ακολούθησαν την κατάληψη, εκκένωση και ανακατάληψη του Αϊδινίου, της Μενεμένης και του Αξαρίου (παρότι οι Τούρκοι είχαν φερθεί με ιδιαίτερη αγριότητα απέναντι στον ντόπιο πληθυσμό), αλλά και ο τρόπος που υλοποιούσε την επιταγή περί ομοιόμορφης αντιμετώπισης των αδικημάτων.

Δεν ήταν μόνο οι στρατιωτικοί αυτοί με τους οποίους συγκρούστηκε ο Στεργιάδης. Ούτε οι δημογέροντες της ελληνικής κοινότητας αντιμετώπισαν με καλό μάτι τις εξουσίες που του δόθηκαν, πολλώ δε μάλλον τις μεθόδους που μετήλθε κατά την άσκησή τους. Εχοντας μακρόχρονη παρουσία στους τοπικούς θεσμούς, θεωρούσαν αυτονόητο ότι, μετά την απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων, θα τους ανατεθούν πιο καίρια καθήκοντα, αντί να βρίσκονται ουσιαστικά αποκλεισμένοι από τα τεκταινόμενα σε διοικητικό επίπεδο και ιεραρχικά υπόλογοι στον Στεργιάδη. Στον… συγκεκριμένο Στεργιάδη, τον απόμακρο, τραχύ, ελάχιστα διπλωματικό και προσηλωμένο στην εγκαθίδρυση καθεστώτος ισοπολιτείας – τον «τύραννο», «σατράπη», όπως τον αποκαλούσαν ορισμένοι.

Σε σύγκρουση ο Στεργιάδης ήρθε και με τον μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο, που μέχρι τον Μάιο του 1919 ήταν όχι μόνο πνευματικός ποιμένας, αλλά και εν γένει ηγέτης του ελληνικού στοιχείου – και με πολιτικές εξουσίες. Η πολιτική κατεύθυνση περί ισοπολιτείας ανεξάρτητα από θρήσκευμα και εθνότητα ανέτρεπε αυτό το δεδομένο. Απαιτούσε τον διαχωρισμό θρησκευτικών και πολιτικών εξουσιών και παράλληλα μια πρακτική από τον κλήρο που θα διευκόλυνε την ειρηνική συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Στεργιάδης διέκοψε κήρυγμα του Χρυσοστόμου σε επίσημη δοξολογία επειδή θεώρησε ότι το περιεχόμενό του ήταν πολιτικό.

Από τη μια, λοιπόν, οι προαναφερθέντες παράγοντες που, αυτοί καθαυτούς, διαμόρφωναν ένα συγκρουσιακό τοπίο και γεννούσαν έχθρες απέναντι στον Στεργιάδη. Από την άλλη, ο χαρακτήρας του –εργατικός και προσηλωμένος στο καθήκον, αλλά συνάμα αυταρχικός, κυκλοθυμικός, ευέξαπτος, άκαμπτος, απομονωμένος από κοινωνικές εκδηλώσεις, με ζωή ερημίτη (Χόρτον), «ακοινώνητος» και «μισάνθρωπος», όπως τον είπαν– και οι σκληρές επιλογές που χρειαζόταν να παίρνει προκειμένου να υλοποιεί την κατεύθυνση στην οποία είχε ταχθεί. Στην αλληλεπίδρασή τους αυτά συνέθεταν ένα εκρηκτικό μείγμα· τον οδηγούσαν σε «μια διακυβέρνηση που θύμιζε ξιφασκία», κατά τον Llewellyn-Smith.

Η κατηγορία και η αυτοεξορία

Αμφιλεγόμενος από τη στιγμή που πάτησε το πόδι του στην προκυμαία της Σμύρνης έως τη στιγμή που την εγκατέλειψε, ο Στεργιάδης κατηγορήθηκε ότι ήταν από τους πρώτους που διέφυγαν. Τουναντίον, φαίνεται ότι παρέμεινε στην πόλη και μετά την αποχώρηση του ελληνικού στρατού, «ως ενσάρκωση του ελληνικού κράτους στη Μικρά Ασία» (Llewellyn-Smith) και ήταν ο τελευταίος κρατικός λειτουργός που αναχώρησε από αυτήν. Κατά τον Βρετανό πρέσβη, ήταν ο μόνος που είχε συναίσθηση της επερχόμενης καταστροφής. Μήνες πριν είχε ενημερώσει την κυβέρνηση και τους Φιλελεύθερους για το μέγεθος της καταστροφής και τις συνέπειές της. Ωστόσο δεν ελήφθησαν συγκεκριμένα μέτρα, με αποτέλεσμα να κατηγορηθεί ο Στεργιάδης για απόκρυψη της πραγματικότητας από τον χριστιανικό πληθυσμό. Ο ίδιος πάντως θεωρούσε ότι η παρουσία του στην Αρμοστεία θα βοηθούσε στην «εύτακτον» εκκένωση της Σμύρνης. Μυστήριο καλύπτει και τη ζωή του στη Νίκαια της Γαλλίας, όπου παρέμεινε αυτοεξόριστος από το 1922 έως την ημέρα που πέθανε (1949). Γράφτηκαν πολλά για το πώς επιβίωνε αυτά τα χρόνια, ποιος τον χρηματοδοτούσε κ.ά. Τίποτε, όμως, δεν έχει επιβεβαιωθεί. Ο ίδιος άλλωστε επέλεξε να μη μιλήσει δημόσια για όσα έζησε, έχοντας μάλιστα άμεση εμπλοκή, ή του καταμαρτυρούσαν.

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή