Δεν έκλαψε για να μη νιώσω αδύναμος

Δεν έκλαψε για να μη νιώσω αδύναμος

Η ιστορία του «ηγέτη» Ουαέλ Χαμπάλ, από τη Συρία στο Ιδρυμα Ομπάμα

9' 49" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Θυμάται πεντακάθαρα τη στιγμή που αποφάσισε ότι εδώ, η Ελλάδα, είναι το σπίτι του. Οτι μια μοίρα τον δένει με αυτόν τον τόπο. Ηταν όταν ένα πρωί αντίκρισε το είδωλό του στην τζαμαρία ενός ξενοδοχείου στην Ομόνοια. «Ημουν γεμάτος piercing, στο πρόσωπο, στα αυτιά, παντού. Επρεπε να μοιάζω με Ευρωπαίο για να περνάω απαρατήρητος στο αεροδρόμιο. Υστερα από τόσες αποτυχημένες προσπάθειες όμως, βλέποντάς με στο τζάμι, είπα “φτάνει πια”. Και άρχισα να τα βγάζω ένα ένα». Ηταν Μάρτιος του 2015.

Είναι Ιούλιος του 2022 και κάθομαι με τον Ουαέλ Χαμπάλ στο Φίλιον. Απέναντι μου είναι ένας 30χρονος άντρας και το μόνο που γυαλίζει πάνω του είναι το χαμόγελο και τα μάτια. Είναι καταχαρούμενος. Σε λίγες μέρες, θα ταξιδέψει ως τη Γερμανία για να συναντήσει τη μητέρα του στη Γερμανία. Δεν την έχει δει από τότε που έφυγε από τη Συρία, πριν από δέκα ολόκληρα χρόνια. Αυτή τη φορά θα μπει στο αεροπλάνο ελεύθερα, χωρίς να υποδύεται κάποιον που δεν είναι: είναι Σύρος που ζει στην Αθήνα, αναγνωρισμένος πρόσφυγας, συνιδρυτής και διευθυντής του καταξιωμένου Φόρουμ Συριακής και Ελληνικής Νεολαίας και, σύμφωνα με το Obama Foundation, ένας από τους αναδυόμενους ηγέτες αυτού του πλανήτη. 

Πού να φανταζόταν τότε που ξεκινούσε για το άγνωστο, ότι εκείνος ο σκοτεινός δρόμος θα έβγαζε σε αυτό εδώ το ξέφωτο. «Αλλά γι’ αυτό θέλω να πω αυτή την ιστορία. Γιατί είναι μια ιστορία ενδυνάμωσης» λέει. Από πού να πιάσεις το νήμα; Ας είναι από τότε που η Συρία, η αγαπημένη του πατρίδα, άρχισε να μετατρέπεται σε ένα εχθρικό, βίαιο μέρος. «Είχα μια κανονική ζωή στη Ντάρια, τις δύο αδερφές μου, τους γονείς μου. Ο μπαμπάς μου δούλευε οικοδομή και από τα 12 η μαμά μου με έστελνε τα καλοκαίρια να δουλεύω κοντά του. Κυρίως για να μην είμαι μες στα πόδια της» λέει χαμογελώντας όπως κάνουμε όταν μια παιδική ανάμνηση ζωντανεύει ξανά. 

Δεν έκλαψε για να μη νιώσω αδύναμος-1
Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ

Όλα άρχισαν μια Παρασκευή του 2011 όταν ήταν στο 1ο έτος στο πανεπιστήμιο. Γυρίζοντας στο σπίτι έπεσε πάνω σε μια διαδήλωση. «Ξαφνιάστηκα. Για 50 χρόνια κανείς δεν είχε τολμήσει να μιλήσει για δημοκρατία. Από τότε οι ζωές μας άλλαξαν». Η κυβέρνηση άρχισε να γίνεται όλο και πιο σκληρή. Ως αντίποινα στις διαδηλώσεις έκοβαν το ρεύμα, έκαναν μαζικές συλλήψεις, βομβάρδιζαν νυχθημερόν. Η πόλη είχε αποκλειστεί, ο στρατός σε σταμάταγε στην είσοδο και την έξοδο. Ούτε θυμάται πόσες φορές έφαγε ξύλο σε αυτά τα φυλάκια. Στα δύο αυτά χρόνια ο Ουαέλ έχασε πολλούς φίλους. 

Η οικογένειά μου φοβόταν ακόμη περισσότερο για εμένα. Ηταν οδυνηρό να τους βλέπω να κοιτούν το μοβ σώμα μου και να αισθάνονται ανήμποροι να με βοηθήσουν.

«Μάζεψε τα πράγματά σου»

Τον Οκτώβριο του 2012 ήξερε ότι έπρεπε να φύγει. «Η οικογένεια μου φοβόταν ακόμα περισσότερο για μένα. Ήταν οδυνηρό να τους βλέπω να κοιτούν το μωβ σώμα μου και να αισθάνονται ανήμποροι να με βοηθήσουν. Έτσι η μητέρα μου μια μέρα είπε ‘μάζεψε τα πράγματα σου και φύγε’». Τον συνόδευσε ως το Λίβανο και έμεινε μαζί του για πέντε μέρες για να περιποιηθεί τις πληγές του. «Όταν αποχαιρετηθήκαμε, δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ για να μη με κάνει να νιώσω αδύναμος». Ήταν η τελευταία φορά που την είδε. 

Ο Ουαέλ έμεινε στο Λίβανο σχεδόν δύο χρόνια. Δούλευε το πρωί οικοδομή, το βράδυ σε εστιατόριο. Τα χρήματα που μάζευε έφταναν ίσα ίσα για το νοίκι και το φαγητό του. Ο κίνδυνος κάποιος να τον καρφώσει και να επιστρέψει πίσω στη Συρία ήταν μεγάλος, οπότε αποφάσισε να φύγει. Φίλοι περνούσαν στην Ευρώπη από την Τουρκία. Εκεί, του έλεγαν, υπάρχει ελευθερία. Έφτασε στην Τουρκία με ψεύτικη βέλγικη ταυτότητα, ήταν υποτίθεται ένας Λιβανέζος που ζούσε στις Βρυξέλλες («Οπως βλέπεις δεν κρύβεται ότι είμαι από τη Μέση Ανατολή»). Στην Κωνσταντινούπολη αγόρασε μια βίζα με 20 δολάρια και πήγε στο αεροδρόμιο. Υποψιασμένος ο υπάλληλος στον έλεγχο άρχισε να του μιλάει γαλλικά. Όταν είδε ότι ο Ουαέλ δεν τον καταλαβαίνει, τον ρώτησε «Συρία;». “Δεν έχω μάθει να λέω ψέματα, του είπα ναι” λέει σήμερα ο Ουαέλ. Τον κράτησαν δύο μέρες και έπειτα τον άφησαν. 

Έξι μήνες μετά, το Δεκέμβριο του 2014, επιχείρησε με άλλους τέσσερις φίλους να περάσουν στην Ελλάδα από τον Έβρο. Στην Τουρκία, όπως και στο Λίβανο, οι προοπτικές ήταν μηδαμινές. Δούλευε ίσα ίσα για τα βασικά. «Την πρώτη φορά μας σταματήσανε στην Ορεστιάδα, μας βάλανε σε ένα βαν και μας γυρίσανε πίσω. Τη δεύτερη φορά, το νερό ήταν πολύ, δεν τα καταφέραμε. Την τρίτη φορά, αρχές του 2015, τα καταφέραμε. Φτάσαμε στην Ορεστιάδα, βρήκαμε μια καλύβα και κοιμηθήκαμε. Την επομένη αλλάξαμε ρούχα, αλλά κοιταχτήκαμε και βάλαμε τα γέλια. Ήμασταν κατάμαυροι από τον καπνό της φωτιάς που είχαμε ανάψει. Πάμε σε ένα ίντερνετ καφέ και ένας ένας πήγαμε στην τουαλέτα για να πλυθούμε. Αφού καθαρίσαμε την τουαλέτα φύγαμε. Η κοπέλα στο μαγαζί κατάλαβε αλλά δεν φώναξε την αστυνομία, ήταν πολύ καλή”. 

Στο τρένο για Αλεξανδρούπολη, δεν μίλησαν σε κανέναν. «Επί έξι ώρες η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή. Αν σε πιάνανε ως την Αλεξανδρούπολη, σε γύριζαν πίσω. Και το να σε γυρίζουν πίσω είναι σαν να σε χτυπάει σφαίρα. Είσαι τόσο κοντά, έχεις ρισκάρει τα πάντα και μπαμ πάλι πίσω». Στην Αλεξανδρούπολη άλλαξαν τρένο για Θεσσαλονίκη. Ήταν ασφαλείς. «Μετατρέψαμε όλο το τρένο σε ένα μεγάλο πάρτυ» θυμάται. «Ακόμα τότε το να είσαι πρόσφυγας δεν ήταν κακό, ο κόσμος ενδιαφερόταν να μάθει από πού έρχεσαι, πώς ήταν το ταξίδι σου. Βγάζαμε φωτογραφίες, οι επιβάτες μας έδιναν τα τηλέφωνά τους για να μείνουμε σπίτια τους». Στο επόμενο τρένο για Αθήνα, εκεί κάπου τα ξημερώματα, στο ύψος της Λάρισας είδε τον ήλιο να ανατέλλει και μια ελληνική σημαία να κυματίζει. «Τι ωραία» σκέφτηκε. 

Μου είχε δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή, γι’ αυτό την αγκάλιασα

Οι φίλοι και γνωστοί του ήθελαν όλοι να φτάσουν Γερμανία, Αυστρία ή Σουηδία. Ο Ουαέλ ήθελε να πάει είτε Αγγλία είτε Νορβηγία. «Δεν ήξερα γιατί, ίσως για να μην πάω εκεί που πάνε όλοι. Να πω την αλήθεια τότε το μόνο που ήξερα για την Ελλάδα είναι ότι μαστίζεται από την οικονομική κρίση και ότι όλοι φεύγουν από εδώ» λέει ο Ουαέλ Χαμπάλ στην «Κ». Βρήκε έναν διακινητή στην Αχαρνών και αγόρασε μια ψεύτικη ταυτότητα με 150 ευρώ. 

Με άλλους τέσσερις φίλους επιχείρησαν αρχικά να φύγουν με τα πόδια από Ευζώνους. «Δεν ξέραμε πώς είναι η Μακεδονία οπότε είχαμε ψωνίσει ρούχα από Ζάρα για να ταιριάξουμε. Τελικά κάναμε μπαμ τόσο πολύχρωμοι που ήμασταν και μας πιάσανε. Μας χτύπησαν λίγο και μας έδιωξαν». Κατέληξαν στο τμήμα στους Ευζώνους. Μετά τρεις μέρες είδαν ένα μήνυμα στον τοίχο στα αραβικά: αν θες να φύγεις από εδώ, κάνε απεργία πείνας. Το κόλπο όντως έπιανε. 

Κατόπιν επιχείρησαν να φύγουν αεροπορικώς. «Την πρώτη φορά με έπιασαν. Τη δεύτερη επίσης. Δεν μου έκαναν τίποτα. Ήξεραν ότι η Ελλάδα είναι μεταβατικός σταθμός και ήταν ευγενικοί. Όμως κάπως έτσι τελείωσαν τα λεφτά μου, αυτά που είχα βγάλει στην Τουρκία δουλεύοντας». 

Τότε, το 2015 στην Ελλάδα δεν υπήρχαν ΜΚΟ, δεν υπήρχαν ευρωπαϊκά κονδύλια, δεν υπήρχε συζήτηση για ενσωμάτωση. «Υπήρχαν μόνο οι δρόμοι, οι διακινητές, η “μαύρη” αγορά», λέει ο Ουαέλ Χαμπάλ στην «Κ». Από ένα διακινητή στην Αχαρνών αγόρασε μια ψεύτικη ταυτότητα με 150 ευρώ. Οπως όλοι, ήθελε να φύγει από την Ελλάδα.

Ο Ουαέλ έπιασε δουλειά σε ένα λιβανέζικο εστιατόριο. Δούλευε από τις 7 το πρωί έως τις 10 το βράδυ για 10 ευρώ. «Ομως δεν είχα επιλογή, δεν ήθελα να τηλεφωνήσω στους γονείς μου. Είχαν ήδη χάσει το σπίτι τους. Ηταν πάντα περήφανοι άνθρωποι, δεν ήμασταν πλούσιοι, αλλά δεν χρειαστήκαμε ποτέ βοήθεια. Ηξερα ότι δεν θα μπορούσαν να με στηρίξουν και δεν είχα ξεχάσει το βλέμμα τους τότε που δεν μπορούσαν να με προστατεύσουν». 

Είχε ήδη αρχίσει να σκέφτεται σοβαρά την προοπτική να μείνει στην Ελλάδα, όταν από μια στροφή της τύχης, από μια απόφαση της στιγμής, το Μάιο του ’15 βρέθηκε στη Χίο. «Μια μέρα περιπλανιόμουν στο λιμάνι όταν συνάντησα μια ομάδα δικηγόρων που μετέτρεπαν ένα μικρό πάρκο σε μέρος για να ξεκουράζονται οι διερχόμενοι πρόσφυγες. Τους ρώτησα αν μπορώ να βοηθήσω, είπαν ναι. Καθαρίσαμε, στήσαμε σκηνές. Για πρώτη φορά ένιωσα κάτι διαφορετικό, έναν σκοπό. Κάθε φορά που έβλεπα ένα χαμόγελο, κάθε φορά που έλυνα ένα πρόβλημα, ένιωθα μέσα μου κάτι».

Η μητέρα του ρωτούσε «γιατί δεν φεύγεις; Τι κάνεις στην Ελλάδα;» Ολοι οι φίλοι του, ακόμα και η μεγάλη του αδελφή, είχαν ήδη εγκατασταθεί στη Γερμανία (εκεί θα συναντηθούν σε λίγες μέρες οι τρεις τους με τη μητέρα τους). «Δεν μπορώ να φύγω ακόμα», απαντούσε απλώς εκείνος. Τελικά κατέθεσε αίτηση ασύλου. Εκείνη την εποχή κανείς δεν ήθελε να πάρει άσυλο στην Ελλάδα. Στην υπηρεσία ασύλου στη Λέσβο η ουρά είχε άλλον ένα Σύρο. Εκείνη την εποχή κανείς δεν ήθελε να πάρει άσυλο στην Ελλάδα. Βρέθηκε στο καμπ του ΠΙΚΠΑ, μια παλιά παιδική κατασκήνωση. 

Ως αιτών άσυλο είχε τη δική του σκηνή και ένα καλάθι με τρόφιμα. Όμως ο Ουαέλ δεν μπορούσε να κάθεται. «Πλησίασα έναν εθελοντή και του είπα θέλω να κάνω κάτι». Άρχισε να κόβει κρεμμύδια στην κουζίνα. Τότε το ΠΙΚΠΑ τροφοδοτούσε ολόκληρο το νησί, πάνω από 10.000 μερίδες έβγαζε εκείνη η κουζίνα. «Ήθελα να κάνω περισσότερα. Ζήτησα να πάω στη διανομή στη Μόρια. Ηταν δύσκολα, αλλά ανάμεσα στους εθελοντές ένιωθα ότι έχω ξανά μια οικογένεια». Όσο έκανε εθελοντισμό έμαθε καλά αγγλικά. Αναγνωρισμένος πρόσφυγας πια, εργάστηκε αρκετό καιρό σαν διερμηνέας και πολιτισμικός διαμεσολαβητής στην Caritas. 

Δεν έκλαψε για να μη νιώσω αδύναμος-2

Οι συνθήκες στη Λέσβου όμως είχαν αρχίσει να γίνονται δύσκολες ψυχολογικά, τα τραύματα από το δικό του ταξίδι ακόμη έκαιγαν. Τον Ιούνιο του 2017 αποφάσισε να επιστρέψει στην Αθήνα. Στη Λέσβο ο Ουαέλ είχε ξαναπιάσει το μολύβι. Aπό μικρός σκίτσαρε αλλά όχι από τότε που έφυγε από τη Συρία. Μια φίλη του είχε μιλήσει για μια δραστήρια νέα καλλιτεχνική κοινότητα προσφύγων που έχει έδρα ένα κτίριο στο Μεταξουργείο, το Communitism. 

Ο Ουαέλ βρήκε εκεί χώρο να δημιουργήσει, να αναπτυχθεί. Άρχισε να δουλεύει (στην αρχή σε μπαρ, μετά σε τηλεφωνικά κέντρα, κατόπιν στο Generation 2.0 ως πολιτιστικός διαμεσολαβητής), παράλληλα να σπουδάζει αγγλικά στο Deree κερδίζοντας μια υποτροφία και να δραστηριοποιείται καλλιτεχνικά στο Communitism. «Ήταν η πρώτη φορά που συναναστρεφόμουν Σύρους της Αθήνας. Τόσα χρόνια δούλευα για αυτούς, αλλά όχι με αυτούς. Αρχίσαμε να σκεφτόμαστε να φτιάξουμε μια κοινότητα για να σπάσουμε τα στερεότυπα, να ενώσουμε την κοινωνία, να δείξουμε τον πολιτισμό μας. Αυτή η σπίθα με έφερε εδώ». 

Δεν έκλαψε για να μη νιώσω αδύναμος-3
Δημοτική Αγορά Κυψέλης. Φωτ. Πηνελόπη Γερασίμου

Κάπως έτσι έφτιαξαν το 2018 το Syrian and Greek Youth Forum, ένα διεθνές κίνημα δημιουργικού ακτιβισμού με διαφορετικά υπόβαθρα. «Δεν θέλαμε να μαζέυουμε ρούχα ή τρόφιμα, υπήρχαν εκατοντάδες ΜΚΟ που το έκαναν. Χρησιμοποιούσαμε τον πολιτισμό σαν εργαλείο συμμετοχής. Με το χορό, τη μουσική λέγαμε ‘είμαστε εδώ’, κι εμείς Αθηναίοι. Δεν είμαστε μόνο πρόσφυγες. Είμαστε ενεργοί πολίτες. Κλείνω σήμερα 7 χρόνια εδώ, εδώ δουλεύω, εδώ αναπνέω, εδώ κάνω έρωτα». Η δουλειά τους πήγαινε σε βάθος, συνεργάστηκαν με το UCL, την Οξφόρδη, το πανεπιστήμιο της Utah, το Ίδρυμα Ωνάση, το δήμο της Αθήνας, την Καλών Τεχνών. «Η αντίδραση από την κοινωνία ήταν απίστευτη. Ο κόσμος διψούσε για κάτι τέτοια, μια αλλαγή, μια ελπίδα».

Δεν έκλαψε για να μη νιώσω αδύναμος-4

Η επιβράβευση ήρθε το 2020, όταν το Ιδρυμα Ομπάμα επέλεξε τον Ουαέλ ως μέλος του προγράμματος Leaders Europe 2020, ανάμεσα σε 35 αναδυόμενους ηγέτες από 18 χώρες. Ο Ουαέλ εκπροσωπούσε την Ελλάδα με τη Σοφία Κουβελάκη του Home Project. Επί 7 μήνες παρακολουθούσαν εβδομαδιαία sessions με τους υπόλοιπους συμμετέχοντες και μέλη του Ιδρύματος Ομπάμα μαθαίνοντας πώς να βελτιώσουν τις ηγετικές τους δεξιότητες, να οικοδομήσουν σχέσεις και να ανακαλύψουν νέους τρόπους που θα επιφέρουν τις αλλαγές που επιδιώκουν.

Δεν έκλαψε για να μη νιώσω αδύναμος-5
Το 2020 το Ιδρυμα Ομπάμα επέλεξε τον Ουαέλ Χαμπάλ ως μέλος του προγράμματος Leaders Europe, ανάμεσα σε 35 αναδυόμενους ηγέτες από 18 χώρες.

«Από παιδί ένιωθα κίνητρο να βοηθάω τους άλλους ανθρώπους, αλλά είτε δεν ήξερα πώς είτε δεν ένιωθα αρκετά δυνατός. Ολο αυτό το ταξίδι με ενδυνάμωσε. Ημουν μόνος, ρίσκαρα τη ζωή μου, αλλά τα κατάφερα. Οταν συνειδητοποίησα ότι κάθε σφαίρα που σκότωσε ένα φίλο μου θα μπορούσε να σκοτώσει εμένα, ότι είμαι εδώ από σύμπτωση, κατάλαβα ότι μου είχε δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή. Την αγκάλιασα και είπα “τώρα πρέπει να δουλέψω διπλά”». 

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή