Η «μικρή» Τένεδος της Αλσατίας – Μισό αιώνα μετά, οι καρδιές πονούν ακόμη…

Η «μικρή» Τένεδος της Αλσατίας – Μισό αιώνα μετά, οι καρδιές πονούν ακόμη…

Τρεις γυναίκες από την Τένεδο μιλούν στην «Κ» για την ελληνική κοινότητα που ίδρυσαν στη γαλλική κωμόπολη του Μπίσβιλερ

7' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ – ΑΠΟΣΤΟΛΗ. Στη μοναδική ελληνορθόδοξη εκκλησία του Μπίσβιλερ, μιας κωμόπολης περίπου 50 χιλιόμετρα μακριά από το Στρασβούργο, τρεις γυναίκες συναντιούνται για καφέ σε έναν μικρό χώρο δίπλα στο ιερό. Είναι γεμάτος με χάρτες της Ελλάδας και αφίσες ιστορικών ελληνικών προσωπικοτήτων όπως της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας και του Παλαιών Πατρών Γερμανού – εδώ έμαθαν τα παιδιά τους ελληνικά. Πάνω από το κεντρικό τραπέζι δεσπόζει μια ασπρόμαυρη φωτογραφία που γράφει «Tenedos» (Τένεδος) το νησί τους, όπου γεννήθηκαν και έζησαν μέχρι που για εκείνους δεν υπήρχε πια ζωή εκεί. Κάτω από αυτή τη φωτογραφία διηγούνται στην «Κ» πως, πριν από περίπου μισό αιώνα, βρέθηκαν σε αυτή τη γαλλική κωμόπολη και με άλλους συμπατριώτες τους ίδρυσαν την κοινότητα των Τενεδίων του Μπίσβιλερ.

Η 63χρονη Παρασκευή Μαραγκού έφθασε στο Στρασβούργο τον Μάη του 1968. «Ηρθαμε με το τελευταίο τρένο στις 6 Μαΐου, μετά είχε για ένα μήνα απεργίες», αναφέρει στην «Κ». Ο άνθρωπος χάρη στον οποίο δημιουργήθηκε η κοινότητα στο Μπίσβιλερ είναι ο αδελφός της, Κώστας, ο οποίος έφυγε από την Τένεδο το 1963. Στο νησί δεν έβρισκε δουλειά. Εφυγε από την Κωνσταντινούπολη με τα πόδια κι όταν έφθασε Χριστούγεννα στο Στρασβούργο τα παπούτσια του είχαν τρυπήσει – «έβαλε χαρτόνια για να περπατάει», διηγείται η κ. Μαραγκού. Ρώτησε σε ένα φούρνο αν έψαχναν κάπου ράφτες. Ναι, του απάντησαν, σε ένα εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας, κι έτσι ο Κώστας Μαραγκός βρέθηκε στο Μπίσβιλερ. Λίγο αργότερα τον ακολούθησαν ο πατέρας και ο αδελφός του. Το καλοκαίρι του 1964 η Τουρκία ψήφισε ένα νόμο με τον οποίο απαγορεύτηκε η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στην Ιμβρο και στην Τένεδο, κάτι που ώθησε κι άλλους Ρωμιούς της Τενέδου να ψάχνουν τρόπους να φύγουν. Οταν μάζεψαν αρκετά χρήματα για να στείλουν εισιτήρια στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας Μαραγκού, η Παρασκευή, τα πέντε αδέλφια της και η μητέρα τους μετανάστευσαν στο Μπίσβιλερ. «Πήραμε μια βαλίτσα και ήρθαμε εδώ», αναφέρει η κ. Μαραγκού, «τα υπόλοιπα τα αφήσαμε πίσω».

Η «μικρή» Τένεδος της Αλσατίας – Μισό αιώνα μετά, οι καρδιές πονούν ακόμη…-1
Ασπρόμαυρη φωτογραφία που γράφει «Tenedos», το νησί τους, όπου γεννήθηκαν και έζησαν μέχρι που για εκείνους δεν υπήρχε πια ζωή εκεί.

Τα κτήματα για ένα εισιτήριο

«Πουλήσαμε όλα τα κτήματα για ένα εισιτήριο», λέει η 69χρονη Βασιλική Καρβέλη. Οταν έφυγε από την Τένεδο ήταν 21 χρόνων. «Από το ’64 και μετά δεν είχαμε ελληνικά σχολεία και μας έλεγαν “μη μιλάς ελληνικά, να μιλάς τουρκικά”, στο σπίτι μας μόνο μιλούσαμε ελληνικά – πήγα στο τουρκικό σχολείο», λέει, «και τουρκικά δεν ξαναμίλησα ποτέ». Ηρθε στο Μπίσβιλερ με τον σύζυγό της το 1974 – «θέλαμε να φύγουμε το γρηγορότερο, να πάμε κάπου για να γλιτώσουμε τον πόλεμο», αναφέρει, εξηγώντας πως μετά την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο τα πράγματα είχαν δυσκολέψει για τους Ελληνες της Τενέδου. «Τούρκοι φώναζαν “θα σας σκοτώσουμε”», θυμάται, αν και τονίζει πως όχι όλοι, με πολλούς ήταν φίλοι. Ο 24χρονος σύζυγός της όμως αντιμετώπιζε και ένα άλλο πρόβλημα – «του ήρθε χαρτί να πάει φαντάρος στον τουρκικό στρατό», λέει η κ. Καρβέλη· «του είπαν πως, παρόλο που ήταν χριστιανός, αν χρειαζόταν, θα έπρεπε να πολεμήσει».

Αρχικά προσπάθησαν να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα, αλλά το προξενείο αρνήθηκε να τους δώσει βίζα. «Είπαν ότι αν φεύγαμε, θα χάναμε τα δικαιώματα από τα δύο νησιά», σημειώνει με πικρία. Κι έτσι ήρθαν κι εκείνοι στο Μπίσβιλερ, όπου η οικογένεια Μαραγκού είχε μέσα στα χρόνια προσελκύσει κι άλλους φίλους και γνωστούς, με τη βοήθεια των οποίων ο σύζυγός της βρήκε δουλειά ως χτίστης. Οταν έβγαλαν βίζα από το ελληνικό προξενείο του Στρασβούργου, σκέφτηκαν να μετακομίσουν στην Ελλάδα. «Αλλά εκεί δεν είχαμε κανέναν, οπότε μείναμε να δουλέψουμε εδώ», δηλώνει. Τα γαλλικά τα έμαθαν σιγά σιγά, βιωματικά. Οταν ο γιος της πήγε στο γαλλικό σχολείο, της ζήτησε να τον ελέγξει στην ορθογραφία. Η κ. Καρβέλη δεν μπορούσε να τον βοηθήσει, αλλά μάθαινε διαβάζοντας μαζί του.

Η «μικρή» Τένεδος της Αλσατίας – Μισό αιώνα μετά, οι καρδιές πονούν ακόμη…-2
Ελλάδα και Γαλλία. Στην πρώτη ονειρεύονταν να μεταναστεύσουν, η δεύτερη έγινε πατρίδα τους γιατί η χαρά τους είναι πλέον εκεί.

Πικρή σιωπή

«Εγώ δεν έζησα πολύ με τους δικούς μου· αλλά και ποιος έζησε; Κανείς», τονίζει ένα μέλος της κοινότητας.

Η 67χρονη Γεωργία Λυμπέριου μετανάστευσε το 1971. Τη ρωτάω αν ήθελε να έρθει στο Μπίσβιλερ. «Ηθελα να έρθω, Βασιλική;» ρωτάει εκείνη τη συντοπίτισσά της στις δύο πατρίδες, πριν εξηγήσει πως δεν υπήρχε άλλη επιλογή, ειδικά για μια γυναίκα. «Τι θα μας έκανε η μάνα μου τρία παιδιά; Δεν δούλευαν οι γυναίκες στην Τένεδο», αναφέρει – ζούσαν είτε από τους γονείς είτε από τους συζύγους. Παντρεύτηκε έναν Τενέδιο, που ήδη από το ’69 είχε μετακομίσει στο Μπίσβιλερ και γύρισε στο νησί μόνο για να την παντρευτεί και να την πάρει μαζί του. «Εγώ δεν έζησα πολύ με τους δικούς μου», συμπληρώνει, «αλλά και ποιος έζησε; Κανείς». Τη φράση της ακολουθεί πικρή σιωπή. Γιατί εδώ, σε αυτή την κωμόπολη της Αλσατίας, στα σύνορα Γαλλίας και Γερμανίας, βρίσκεται μια κοινότητα που έζησε χωρίς πατρίδα.

Η κ. Καρβέλη ξαναείδε τον αδελφό της, ο οποίος το 1973 μετανάστευσε στην Αυστραλία, το 2007 – βρέθηκαν για πρώτη φορά μετά 34 χρόνια σε ένα σταθμό του Στρασβούργου. Οταν πήγε να τον παραλάβει, προσπέρασαν ο ένας τον άλλον. Δεν αναγνωρίστηκαν μεταξύ τους. «Στην αρχή δεν είχαμε τι να πούμε», σημειώνει, έπειτα από δυο ζωές που είχαν ζήσει χώρια. «Παντρεύτηκα και δεν ήταν εκεί, παντρεύτηκε και δεν ήμουν εγώ, ανίψια δεν γνωρίσαμε, τα στερηθήκαμε όλα αυτά», αναφέρει.

Μιλώντας για την Τένεδο, η κ. Μαραγκού, η οποία έφυγε από το νησί όταν ήταν 9 ετών, στο Μπίσβιλερ πήγε σε γαλλικό σχολείο και έκανε οικογένεια με Γάλλο, τονίζει πως για εκείνη το νησί είναι οι ρίζες, πατρίδα της είναι η Γαλλία. Για την κ. Λυμπέριου και την κ. Καρβέλη, όμως, η Τένεδος δεν είναι απλώς ρίζες. Δεν είναι καν νόστος. Η Τένεδος είναι λύπη. «Να ‘ναι καλά η Γαλλία», λέει η κ. Καρβέλη, «μας έδωσε δουλειά, μας έδωσε σπίτια». «Αλλά», συνεχίζει και η φωνή της ραγίζει, «δεν είχαμε την αγκαλιά της μαμάς μας». Η μητέρα της ζει πλέον στην Αθήνα – «κάθε φορά παίρνει και μου λέει “ελάτε να σας δω και τους τρεις πριν πεθάνω”, τα παιδιά της, τα εγγόνια της η μαμά μου δεν τα χάρηκε». «Μπορεί να πέρασαν 48 χρόνια», συμπληρώνει, «αλλά οι καρδιές πονούν ακόμη».

Η «μικρή» Τένεδος της Αλσατίας – Μισό αιώνα μετά, οι καρδιές πονούν ακόμη…-3
«Οι Τενέδιοι έχτισαν την ενορία και τη φροντίζουν», αναφέρει ο πατήρ Χρήστος Φιλιώτης, ο οποίος πηγαίνει στο Μπίσβιλερ για λειτουργία κάθε δεύτερο Σάββατο.

Ελληνικό σχολείο

Στο Στρασβούργο η «Κ» συναντά τον συνταξιοδοτημένο καθηγητή Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου Αστέριο Αργυρίου, ο οποίος βοήθησε την κοινότητα των Τενεδίων του Μπίσβιλερ να αποκτήσει ελληνικό σχολείο, μεταξύ άλλων. «Πρώτα έγινε το ελληνικό σχολείο στο Μπίσβιλερ και μετά στο Στρασβούργο, ήμουν επίτιμος πρόξενος τότε, και προτεραιότητά μου ήταν να μη χάσουν τα παιδιά την ελληνική γλώσσα», τονίζει. Μέχρι το 2017 το σχολείο λειτουργούσε κάθε Τετάρτη και Σάββατο, κάποια στιγμή είχε έως και 30 μαθητές. Τους βοήθησε επίσης να αποκτήσουν γαλλική υπηκοότητα. «Δεν ήξεραν τι είμαστε, Τούρκοι ή Ελληνες, μας έλεγαν Μαραγκόζογλου, Καρβέλογλου κ.λπ.», δηλώνει η κ. Μαραγκού. «Ο πατέρας μου είπε στους Γάλλους να βγάλουν την κατάληξη -ογλου, το όνομα με το οποίο είχαμε γεννηθεί ήταν Μαραγκός, το -ογλου το έβαζαν στα επίθετά μας για να ακούγονται τουρκικά». Ο κ. Αργυρίου αναφέρει πως στην τελευταία πρόχειρη καταγραφή των Ρωμιών που ήρθαν από το νησί στο Μπίσβιλερ μέτρησε περισσότερα από 100 άτομα. Αλλά, όπως τονίζει ο πατήρ Χρήστος Φιλιώτης, υπεύθυνος των ενοριών του Στρασβούργου και του Μπίσβιλερ, αυτή είναι μια κοινότητα «γηράσκουσα». «Δεν μπόρεσε να ανανεωθεί, ειδικά μετά το 2000 που έκλεισαν τα εργοστάσια της περιοχής και έφυγαν κάποιοι Ελληνες για εργασιακούς λόγους», αναφέρει. Την ενορία του Μπίσβιλερ, όπου ζουν και πολλοί Τούρκοι, την ίδρυσαν οι Τενέδιοι, τονίζει. «Οι ίδιοι έχουν χτίσει την ενορία, οι ίδιοι τη φροντίζουν, συνεχίζοντας την παράδοση που είχαν στην Τένεδο. Εκεί όλη τους η ζωή ήταν γύρω από την ενορία τους, το ίδιο συμβαίνει κι εδώ», αναφέρει ο πατήρ Χρήστος, ο οποίος έρχεται στο Μπίσβιλερ για λειτουργία κάθε δεύτερο Σάββατο. «Τα περισσότερα παιδιά τους έχουν παντρευτεί Γάλλους, αλλά ακόμη και τα εγγόνια τους είναι βαφτισμένα Ελληνες Ορθόδοξοι, αποτελεί στοιχείο πνευματικής σύνδεσης με τον ελληνικό πολιτισμό, αναφορά στην ελληνική παράδοση», λέει.

«Δεν γνώρισα το μέρος»

Οσον αφορά την Τένεδο, πηγαίνουν πού και πού για διακοπές, αλλά λίγα τους συνδέουν πια με το νησί. «Οταν πήγαμε πίσω πρώτη φορά, είχε παραπάνω Τούρκους αλλά είχαμε ακόμη κάποια δικά μας πρόσωπα εκεί, δεν αισθανθήκαμε ξένοι – μετά, που έφυγαν κι εκείνοι, ήταν δύσκολα, πήγαινες και δεν ήξερες κανέναν, όλες οι πόρτες ξένες», λέει η κ. Καρβέλη. Η κ. Μαραγκού επέστρεψε στο νησί για πρώτη φορά το 2015, 47 χρόνια αφότου έφυγε. Είχε αλλάξει τόσο που δεν μπορούσε να βρει το πατρικό της. «Μετρούσα τα σπίτια ένα ένα για να καταλάβω πού ήταν το δικό μας», αναφέρει στην «Κ». Και η κ. Λυμπέριου, αυτή την εβδομάδα κλείνει 51 χρόνια στο Μπίσβιλερ. Κάποτε σκεφτόταν να γυρνούσε στην Τένεδο, ή έστω στην Ελλάδα. Οχι πια. «Πατρίδα είναι πλέον η Γαλλία», λέει στην «Κ». «Η χαρά μας», συμπληρώνει η κ. Καρβέλη, «τώρα είναι εδώ».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή