Εκπαιδευτικοί: Οι αφανείς επαγγελματίες υγείας στη μετά-COVID εποχή

Εκπαιδευτικοί: Οι αφανείς επαγγελματίες υγείας στη μετά-COVID εποχή

Η έναρξη της σχολικής χρονιάς σηματοδοτεί την επιστροφή στη «νέα κανονικότητα», με τα Δημοτικά, Γυμνάσια και Λύκεια της χώρας να ανοίγουν τις πόρτες τους όπως ακριβώς πριν τρία χρόνια, φέροντας όμως ενσωματωμένες τις ψυχολογικές επιπτώσεις του lockdown σε μαθητές αλλά και εκπαιδευτικούς.

5' 32" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η έναρξη της σχολικής χρονιάς σηματοδοτεί την επιστροφή στη «νέα κανονικότητα», με τα Δημοτικά, Γυμνάσια και Λύκεια της χώρας να ανοίγουν τις πόρτες τους όπως ακριβώς πριν τρία χρόνια, φέροντας όμως ενσωματωμένες τις ψυχολογικές επιπτώσεις του lockdown σε μαθητές αλλά και εκπαιδευτικούς. Όπως καταγράφουν πρόσφατες μελέτες στην Ελλάδα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως αυτή στη Μ. Βρετανία, κατά τη διάρκεια της καραντίνας εμφανίστηκε το εξής παράδοξο: ενώ οι σχολικές τάξεις και τα προαύλια ερήμωσαν, δάσκαλοι και καθηγητές συνδέθηκαν πιο στενά μέσα από τις οθόνες των υπολογιστών με την οικογενειακή καθημερινότητα, αναλαμβάνοντας άτυπα στο πλαίσιο της τηλεκπαίδευσης τον πρόσθετο ρόλο του επαγγελματία πρωτοβάθμιας υγείας για την υποστήριξη των μαθητών τους κυρίως σε ζητήματα ψυχικής υγείας που πρόκυπταν ως συνέπεια του εγκλεισμού και της έλλειψης κοινωνικοποίησης. Η πανδημία COVID-19 επιβεβαίωσε, λοιπόν, αποτελέσματα παλαιότερων ερευνών, όπως για παράδειγμα αυτής του Κέντρου Οικονομικών Επιδόσεων του London School of Economics, που δείχνουν πως η συμβολή των εκπαιδευτικών στην ψυχική υγεία των μαθητών είναι εξίσου σημαντική με αυτή στις ακαδημαϊκές επιδόσεις τους. Ταυτόχρονα όμως, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, τα καταγεγραμμένα ποσοστά εργασιακού άγχους και ψυχικής εξουθένωσης των εκπαιδευτικών αυξήθηκαν, κατατάσσοντας το επάγγελμά τους ανάμεσα στα πλέον στρεσογόνα.

Παρ’ όλα αυτά, όπως σκιαγραφεί πρόσφατο άρθρο της Λίνας Γιάνναρου στην Καθημερινή, οι εκπαιδευτικοί στη χώρα μας φαίνεται τώρα να καλούνται να διαχειριστούν, εκτός των άλλων, και αυτοοργανωμένες παρεμβατικές συμπεριφορές γονέων, όπως οι γνωστές «μαμάδες του Viber», ένα φαινόμενο που στην ουσία λειτουργεί ως υποκατάστατο της διαρρηγμένης εμπιστοσύνης των πολιτών με το σχολείο και του ανθρώπινου δυναμικού του, η οποία όχι μόνο θέτει σε κίνδυνο την αυτονομία και δημιουργικότητα της μαθησιακής διαδικασίας αλλά επίσης δίνει φωνή σε ένα δεύτερο παράδοξο: ενώ όλοι συμφωνούμε, τουλάχιστον δημόσια, πως οι εκπαιδευτικοί είναι ο πολυτιμότερος ανθρώπινος παράγοντας στο σχολείο, έχουμε στην πράξη παραβιάσει το «ψυχολογικό συμβόλαιο» μαζί τους, αφού αισθανόμαστε ότι δεν ανταποκρίνονται στο ύψος των προσδοκιών μας, καταλήγοντας συνήθως σε απαξιωτικές αποτιμήσεις του έργου τους και κάποιες φορές στην ηρωοποίησή του. Η διπολική αυτή στάση σίγουρα δεν βοηθάει ούτε τους μαθητές ούτε τους εκπαιδευτικούς. Απλά ανακυκλώνει το φαύλο κύκλο του κατακερματισμού της ποιότητας της εκπαίδευσης που παρέχουν τα σχολεία μας, ο οποίος με τη σειρά του συντηρεί τις ανισότητες πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά επίσης -και ίσως πιο σημαντικά- στερεί ευκαιρίες συναισθηματικής ανάπτυξης, ψυχικής υγείας και ευημερίας ιδίως από εκείνα τα παιδιά, οι οικογένειες των οποίων δεν διαθέτουν το κοινωνικό κεφάλαιο και τους οικονομικούς πόρους.

Με δεδομένο πως η ψυχική υγεία και ευημερία των μαθητών συνδέεται ευθέως με αυτή των δασκάλων τους, και λαμβάνοντας υπόψη σχετικές εκθέσεις του ΟΟΣΑ που αποτυπώνουν τη χαμηλή και φθίνουσα ικανοποίηση της ελληνικής κοινωνίας από το σχολείο την τελευταία δεκαετία, μία από τις προκλήσεις στη μετά-COVID εποχή αφορά την αναγνώριση, ανάδειξη και υποστήριξη του πολυσήμαντου ρόλου των εκπαιδευτικών στη μετάβαση προς ένα ψηφιακά ώριμο, περιβαλλοντικά βιώσιμο, πολιτισμικά ποικιλόμορφο και κοινωνικά συμπεριληπτικό σχολείο.

Μία βασική προϋπόθεση για την ομαλή αυτή μετάβαση ίσως να αποτελεί η προτεραιοποίηση εθνικής κλίμακας πρωτοβουλιών, σύμφωνα με τις αρχές του μοντέλου του «υγιούς σχολείου» που έχει προτείνει ήδη από το 1995 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας. Συνοπτικά, το μοντέλο αυτό επιχειρεί να προάγει την υγεία τόσο των μαθητών όσο και του προσωπικού του σχολείου μέσω έξι τεκμηριωμένων μηχανισμών, μερικοί από τις οποίους έχουν ως ένα βαθμό εφαρμοστεί και στη χώρα μας:

  • Υγιεινές σχολικές πολιτικές (π.χ. απαγόρευση του καπνίσματος, υγιεινή διατροφή)
  • Φυσικό σχολικό περιβάλλον (π.χ. πρότυπα ασφαλείας, χώρος για σωματική δραστηριότητα)
  • Κοινωνικό σχολικό περιβάλλον (π.χ. σχολικό ήθος χωρίς αποκλεισμούς, καταπολέμηση του εκφοβισμού)
  • Αγωγή υγείας και δεξιότητες (π.χ. χρόνος διδακτέας ύλης, κατάρτιση εκπαιδευτικών)
  • Σύνδεσμοι με τους γονείς και την κοινότητα (π.χ. διαβούλευση με τους γονείς, συνεργασία με κοινοτικές ομάδες)
  • Πρόσβαση σε σχολικούς πόρους υγείας (π.χ. σχολικός σύμβουλος, πρώτες βοήθειες)

Σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, μία ολοκληρωμένη και μεγάλης κλίμακας προσέγγιση δεν μπορεί όμως να υλοποιηθεί χωρίς την ουσιαστική εμπλοκή των δημιουργών και θεματοφυλάκων του σχολικού περιβάλλοντος, των ίδιων δηλαδή των εκπαιδευτικών. Σε άρθρο της Chloe Lowry και των συνεργατών της που δημοσιεύθηκε το Δεκέμβριο του 2021 στο επιστημονικό περιοδικό Journal of the Royal Society of Medicine, προτείνονται οι παρακάτω μηχανισμοί μέσω των οποίων εθνικές πρωτοβουλίες μπορούν να εφαρμόσουν με αυξημένα ποσοστά επιτυχίας μία ολιστική προσέγγιση για την υποστήριξη της μακροχρόνιας υγείας και ευημερίας των μαθητών:  

  • Παροχή υψηλής ποιότητας εκπαίδευσης και κατάρτισης για όλους τους εκπαιδευτικούς στην προώθηση της υγείας των παιδιών και των εφήβων, προσαρμοσμένης στους συγκεκριμένους ρόλους τους (στην ηγεσία του σχολείου, στη διδασκαλία της αγωγής υγείας, κ.λπ.)
  • Δημιουργία εθνικών, περιφερειακών και τοπικών δικτύων συντονιστών υγείας που συνεργάζονται με τα σχολεία και παρακολουθούν την υγεία και την ευημερία των μαθητών και του προσωπικού του σχολείου
  • Χρήση και αξιοποίηση δεδομένων σχετικά με τις εισροές, τις εκροές και τα αποτελέσματα για τη δημιουργία βρόχων μάθησης που να υποστηρίζουν το σχεδιασμό και την εφαρμογή παρεμβάσεων προσαρμοσμένων στις ανάγκες του σχολείου και της τοπικής κοινωνίας

Οι παραπάνω μηχανισμοί φαίνεται να απουσιάζουν όχι μόνο από την Ελλάδα αλλά και από άλλες αναπτυγμένες χώρες. Με πρόθεση συμβολής σε ένα δημόσιο διάλογο για την αναβάθμιση του ρόλου του σχολείου σε πυλώνα ολιστικής υγείας και ευημερίας μαθητών και εκπαιδευτικών, παραθέτω παρακάτω μερικά βήματα που θα μπορούσαν να γίνουν προς αυτή την κατεύθυνση, βασιζόμενα σε νεότερο άρθρο της Chloe Lowry και των συνεργατών της, όπως αυτό δημοσιεύθηκε στο Journal of the Royal Society of Medicine τον περασμένο Μάρτιο:

  1. Θα πρέπει πρώτα να συναισθανθούμε πως «τα σχολεία και οι εκπαιδευτικοί παρέχουν ζωτικής σημασίας υποστήριξη, αλλά λυγίζουν κάτω από την πίεση των απαιτήσεων που τους έχουν ανατεθεί».
  2. Στη συνέχεια, να αναγνωρίσουμε με ειλικρίνεια πως «στο βαθμό που [σχολεία και εκπαιδευτικοί] επιτελούν ρόλους δημόσιας υγείας και πρωτοβάθμιας περίθαλψης, θα πρέπει να λαμβάνουν χρηματοδότηση για την υποστήριξή τους στην εκτέλεση αυτών των καθηκόντων».
  3. Έπειτα να αναπτύξουμε το κατάλληλο επενδυτικό μοντέλο, εξετάζοντας εάν «θα ήταν λογικό αυτή [η επένδυση] να προέρχεται [μόνο] από τον τομέα της υγείας […] δεδομένου του ουσιαστικού ρόλου που διαδραματίζουν τα σχολεία και οι εκπαιδευτικοί στην υποστήριξη της υγείας και της ευημερίας των παιδιών».
  4. Και τέλος, να προσδιορίσουμε το μέγεθος και τη διάρκεια της επένδυσης, λαμβάνοντας υπόψιν πως η κλίμακά της θα «πρέπει να αντιστοιχεί στην κλίμακα του έργου που [τα σχολεία και οι εκπαιδευτικοί] αναλαμβάνουν: εκπαίδευση των παιδιών της χώρας, προώθηση της υγιούς ανάπτυξής τους και παροχή υπηρεσιών υγείας και ευημερίας πρώτης γραμμής».

Όπως γίνεται αντιληπτό, τα παραπάνω βήματα προς ένα «υγιές σχολείο» απαιτούν συνέργειες και πολυτομεακές συμπράξεις μεταξύ αρμόδιων Υπουργείων, πανεπιστημίων, κοινωνικών εταίρων, κοινωφελών ιδρυμάτων, ΜΚΟ, επιχειρήσεων και άλλων φορέων. Η τεχνογνωσία υπάρχει. Η συνεργατική κουλτούρα, όπως έχει φανεί από το οργανωσιακό μοντέλο που εφαρμόζεται στη ψηφιακή μεταρρύθμιση, έχει επίσης αναγνωριστεί ως καταλύτης καινοτομίας, αλλαγής και προόδου. Γιατί λοιπόν να μην επεκταθεί η «λογική» αυτή και στην εκπαίδευση;

*Ο Άγγελος Αλεξόπουλος είναι πρόεδρος του τομεακού επιστημονικού συμβουλίου ανθρώπινου δυναμικού και αναβάθμισης δεξιοτήτων του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας (ΕΣΕΤΕΚ).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή