Υπάρχει δικαίωμα στη μαντίλα;

Υπάρχει δικαίωμα στη μαντίλα;

Μπορούμε να υπερασπιζόμαστε στη Δύση το σύμβολο που αποδοκιμάζουμε ως εργαλείο καταπίεσης στο Ιράν;

9' 22" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η πλάνη της εκούσιας υποταγής

Του Άρη Αλεξανδρή

Ο απόηχος της δολοφονίας της Μαχσά Αμίνι και των αιματοβαμμένων διαδηλώσεων που ακολούθησαν στο Ιράν θυμίζει αρκετά τον απόηχο των τρομοκρατικών χτυπημάτων ανά την Ευρώπη στο όνομα του Ισλάμ: ένα σημαντικό τμήμα του λεγόμενου δημοκρατικού κόσμου τείνει να συμπονά όχι τα άμεσα θύματα, αλλά τους θύτες και ό,τι τους πλαισιώνει. Υπάρχει μία σύγχυση προτεραιοτήτων που μπορεί να αποδοθεί είτε σε κακό χρονισμό είτε σε στοχευμένη ατζέντα: όταν στην Ευρώπη μετρούσαμε αποκεφαλισμένους, διαμελισμένους και μαχαιρωμένους «άπιστους», διάφοροι δυτικοί ανθρωπιστές ανησυχούσαν κυρίως για την ισλαμοφοβία. Σαν να συμβαίνει ένα τροχαίο δυστύχημα, ας πούμε, και η προσοχή να μη στρέφεται στους ανθρώπους στα συντρίμμια, αλλά στο κακό όνομα που βγαίνει για τους οδηγούς. Αντίστοιχα τώρα, πολλοί πιστοποιημένοι ανθρωπιστές δεν δείχνουν να κόπτονται ιδιαίτερα για τη νεκρή γυναίκα, αλλά για την προκατάληψη εναντίον της μαντίλας της· μπορούν να χωνέψουν, λοιπόν, το ότι κάποιος σκοτώθηκε επειδή δεν φορούσε καλά ένα σύμβολο πίστης, αλλά οποιαδήποτε κουβέντα περί του συμβόλου πίστης και της απάνθρωπης θρησκευτικής – κοσμικής δύναμης που αυτό ασκεί, τους κάθεται στον λαιμό.
 
Το εύλογο αλλά παραπειστικά απλοϊκό σύνθημα ότι «οι γυναίκες πρέπει να επιλέγουν τι θα φοράνε» σκοντάφτει σε μία ζωτική λεπτομέρεια: δεν υπάρχει επιλογή χωρίς ελευθερία· δεν υπάρχει ελευθερία χωρίς εναλλακτική επιλογή. Αν το δίλημμα είναι μαντίλα ή βία (άμεση ή έμμεση, ψυχολογική ή σωματική), δεν πρόκειται για δίλημμα, αλλά για παγίδα. Η συζήτηση για το αν υπάρχει εκεί έξω κάποιο περιβάλλον στο οποίο η μαντίλα αποτελεί ελεύθερη επιλογή, μία επιλογή που προτιμάται από την ελεύθερη επιλογή απόρριψης της μαντίλας χωρίς δυσβάσταχτο κόστος, μπορεί να τραβήξει πολύ. Κάποιοι, για παράδειγμα, πιστεύουν ότι επιβολή είναι μόνο η άμεση επιβολή. Κατά τη γνώμη τους, η οικογενειακή πίεση, οι ψυχολογικοί εκβιασμοί, η κακοποιητική παράδοση και ο κοινοτισμός ως έμμεσες παράμετροι επιβολής δεν θα έπρεπε να λογίζονται ως παραβίαση της αυτοδιάθεσης. Ας υποθέσουμε πως είναι όντως έτσι τα πράγματα, πως υπάρχουν γυναίκες που επιλέγουν αυτοβούλως να περάσουν τη ζωή τους τυλιγμένες σε χιτζάμπ: τι σημασία έχει η εικασία αυτή; Πώς συνδέεται με την επικαιρότητα; Η Μαχσά Αμίνι δολοφονήθηκε επειδή δεν ήταν καλυμμένη σωστά. Αν διάλεξε ελεύθερα τη μαντίλα της, διάλεξε και τη δολοφονία της; Συναίνεσε στο να θανατωθεί αν δεν περιβληθεί καταλλήλως το σύμβολο της πίστης της; Ο προοδευτισμός για τον προοδευτισμό και η επίδειξη αρετής (το περίφημο virtue signaling) συχνά τείνουν να διαστρέφουν το θέμα συζήτησης: αντί να μιλάμε για την κοπέλα που χάθηκε επειδή δεν υποτάχθηκε καταλλήλως στο χιτζάμπ, μιλάμε για το δικαίωμα όσων δεν έχουν χαθεί ακόμη να συνεχίσουν να υποτάσσονται εκουσίως.
 
Μετά την αλλαγή θέματος, ακολουθεί η σχετικοποίηση της καταπίεσης: οι υπερασπιστές της μαντίλας δεν αρκούνται στην επισφαλή τους υπόθεση πως η μαντίλα μπορεί να αποτελέσει προϊόν επιλογής (ίσως επειδή δεν την πιστεύουν ούτε οι ίδιοι). Εχουν την απαίτηση να σταματήσει να λογίζεται ως καταπίεση κι απ’ όλους τους υπόλοιπους (ίσως για να πειστούν ότι έχουν δίκιο). Ετσι, το σκεπτικό τους εξελίσσεται ως εξής: η ισλαμική μαντίλα δεν είναι περισσότερο καταπιεστική από τον βαφτιστικό σταυρό· δεν είναι περισσότερο σκοταδιστική από τη μαντίλα της βαρυπενθούσας γιαγιάς σε ορεινό χωριό· δεν είναι πιο απολυταρχική από τον καπιταλισμό! Συνεπώς, και μόνο το ότι κάποιος, κάπου, κάπως καταπιέζεται αρκεί για να αποδεχτούμε και την καταπίεση που επιφέρει η μαντίλα, διαφορετικά είμαστε υποκριτές· δεν έχει σημασία το συμφραζόμενο, η ένταση, η κατάληξη. Το δέκα ισούται με το ένα. Τα μήλα είναι ίδια με τις πατάτες. Και κάπως έτσι, η ιδεοληψία και ο βολονταρισμός γίνονται αόρατες μαγκούρες χωλών συνειδήσεων. Δυστυχώς, όμως, δεν ανασταίνουν τους νεκρούς ούτε αποτρέπουν τους θανάτους που έρχονται. Αυτό είναι το κακό με τις ευγενείς πλάνες: όσο κι αν τις αρωματίσεις, στο τέλος μυρίζουν φρικτά. Και παραμένουν πλάνες.

Υπάρχει δικαίωμα στη μαντίλα;-1

Η δύσκολη χειραφέτηση

Του Γιάννη Μπαλαμπανίδη

Το 2006 η δημοσιογράφος Αλέγκρα Στράτον παρατηρούσε ένα παράδοξο. Σε χώρες του αραβικού κόσμου, μέσα από τη σύγκρουση της συντηρητικής θρησκευτικής ιδεολογίας και των τάσεων εκκοσμίκευσης, προέκυπταν υβριδικές ταυτότητες: νεαρές γυναίκες φορούσαν μαντίλα, αλλά και στενά τζιν, γόβες, μέικ απ, λάτρευαν την ποπ μουσική, κάπνιζαν, φλέρταραν με τα αγόρια. Η Στράτον χρησιμοποίησε στο ομώνυμο βιβλίο της τον όρο muhajababes, από την αραβική λέξη muhaja (αυτή που φοράει μαντίλα) και το αγγλικό babes (σε μη πολιτικώς ορθή γλώσσα: γκόμενες). Δυναμικές χειραφέτησης αναδύονταν στις γκρίζες ζώνες μεταξύ τυπικού κανόνα και άτυπης συμπεριφοράς.
 
Ωστόσο, σε ένα θεοκρατικό καθεστώς σαν του Ιράν, όπου κάθε πτυχή του βίου υπάγεται στον θρησκευτικό νόμο επί ποινή ακόμη και θανάτου, η χειραφέτηση προϋποθέτει τη σύγκρουση. Η δολοφονία της Μαχσά Αμίνι από την αστυνομία ηθών επειδή μια τούφα μαλλιών προεξείχε από το χιτζάμπ της έγινε θρυαλλίδα μιας γνήσιας εξέγερσης. Με το σύνθημα «τζιν-τζιαν-αζάντι» (γυναίκες, ζωή, ελευθερία), γυναίκες βγάζουν τη μαντίλα, κόβουν τα μαλλιά τους, αμφισβητούν την κρατικά θεσμοθετημένη υποταγή. Αξίζουν μόνο τον σεβασμό και την αλληλεγγύη μας. Μήπως όμως η στάση μας είναι υποκριτική; Μήπως όσο εύκολα συμπαραστεκόμαστε στις εξεγερμένες γυναίκες του Ιράν, άλλο τόσο δυσκολευόμαστε να θεωρήσουμε τη μαντίλα σύμβολο καταπίεσης, ασύμβατο με τις δικές μας κοινωνίες;
 
Το επιχείρημα πάει κάπως έτσι: τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είναι απλώς δυτική επινόηση, είναι οικουμενική αξία. Το χιτζάμπ δεν είναι επιλογή, αλλά καθεστώς καταπίεσης είτε στην Τεχεράνη είτε στην Αθήνα. Αλλά ο σημερινός δυτικός φεμινισμός, μέρος της ευρύτερης κουλτούρας του wokism (της «επαγρύπνησης» ενάντια σε κάθε μορφή διακρίσεων), αποδέχεται ενοχικά το «δικαίωμα στην υποταγή» των μουσουλμάνων γυναικών στην Ευρώπη, θεωρώντας ότι η ταυτότητα κάθε κοινότητας που υφίσταται διακρίσεις είναι προς υπεράσπιση· καταλήγει, έτσι, στην αποδοχή του ριζοσπαστικού Ισλάμ, αν όχι στην ισλαμοφιλία. Από τη σκοπιά, λ.χ., του γαλλικού ρεπουμπλικανισμού, που θεωρεί ότι καμία ιδιαίτερη ταυτότητα δεν βρίσκεται πάνω από την κοινή μας ιδιότητα του πολίτη-φορέα οικουμενικών δικαιωμάτων, αυτό δεν είναι ανεκτό – εξ ου η πολιτική απαγόρευσης της μαντίλας στη Γαλλία. Επιχείρημα ισχυρό. Ωστόσο, παραβλέπει ότι το ίδιο πράγμα μπορεί να είναι διαφορετικό όταν αλλάζει το πολιτισμικό πλαίσιο. Στις δυτικές κοινωνίες, όπου δεν συνδέεται με ένα σύστημα κανόνων και κυρώσεων, η μαντίλα μπορεί να εγγράφεται σε ένα φάσμα νοηματοδοτήσεων: από διεκδίκηση ταυτότητας ή διαφορετικότητας που απορρέει από ελεύθερη επιλογή έως σημάδι επιβολής, έστω εσωτερικευμένης, της (θρησκευτικής – ανδρικής) κοινότητας πάνω στη γυναίκα, εγκλεισμού της στην παραδοσιακή – ιδιωτική σφαίρα. Ποιος δικαιούται να κανοναρχήσει πού τοποθετείται η περίπτωση της καθεμιάς;
 
Οι μουσουλμάνοι συμπολίτες μας, νεοφερμένοι ή «ενσωματωμένοι» δεύτερης και τρίτης γενιάς, είναι φορείς μιας διττής ταυτότητας που ταλαντεύεται ανάμεσα στην καταγωγή και στον τόπο υποδοχής. Η ταυτότητα αυτή όμως εγγράφεται επίσης σε σχέσεις ανισότητας και διάκρισης, φυλετικές, υλικές, έμφυλες. Αυτό το βλέπει κανείς καθαρά –τι ειρωνεία– στο πιο γνωστό «γκέτο» της Ευρώπης: στα προάστια του Παρισιού.
 
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να μιλήσουμε για ταυτότητα. Η Ακροδεξιά επικαλείται τις ταυτότητες προκειμένου να απορρίψει την επιμειξία· καταγγέλλει τη woke culture επειδή υποστηρίζει τους μετανάστες που επιμολύνουν την (λευκή, χριστιανική) «ταυτότητά μας». Αντίθετα, η πολιτική ταυτοτήτων του woke εκκινεί από το αίτημα αναγνώρισης της ταυτότητας του άλλου, ιδίως εκείνου που υφίσταται διακρίσεις, που γνωρίζει τη βία του ρατσισμού, του σεξισμού, των υλικών ανισοτήτων. Η αναγνώριση της ταυτότητας εκείνου στον οποίο την αρνούμαστε είναι προϋπόθεση για να μπορούν οι επιμέρους ταυτότητες να συνυπάρχουν σε έναν κοινό δεσμό – και να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις ώστε το άτομο να υπερβεί την ταυτότητα της κοινότητάς του εφόσον το θελήσει. Αντί της άνωθεν επιβολής μιας κοσμικής συμπεριφοράς, γιατί να μη σκεφτούμε μια παιδαγωγική παρέμβαση, ώστε να μην επιβάλλουν οι θρησκευτικές κοινότητες τους όρους της κοινής συμβίωσης. Μαζί με μια λιγότερο άκαμπτη στάση αρχής, εφόσον αναγνωρίσουμε ότι η εξάρτηση – επιβολή της κοινότητας (σε τέτοιες δεν υπαγόμαστε όλοι, άλλωστε;) μπορεί να συνυπάρχει με βιογραφίες χειραφέτησης, όπως της 23χρονης Maryam Pougetoux, γεννημένης στα παρισινά προάστια, που φοράει μαντίλα όντας ταυτόχρονα φοιτήτρια στη Σορβόννη, ακτιβίστρια και αντιπρόεδρος της γαλλικής ένωσης φοιτητών.
 
Σχετικισμός; Οχι, πραγματισμός. Τα ανθρώπινα δικαιώματα παραμένουν ο οικουμενικός μας ορίζοντας, μέσα όμως στις συγκεκριμένες συνθήκες της ζωής των ανθρώπων. Η ευρωπαϊκή μας παράδοση δείχνει ακριβώς ότι η χειραφέτηση από την όποια καταπιεστική κοινωνική – κοινοτιστική νόρμα είναι έργο των ίδιων των υποκειμένων. Το έχει διατυπώσει γοητευτικά ο Γάλλος κοινωνιολόγος Mπρούνο Λατούρ σε ένα αυτοσχέδιο προοίμιο ευρωπαϊκού συντάγματος («Un autre préambule pour le traité européen», Le Monde, 21-10-2005). Μιλώντας για την Ευρώπη, όχι απλώς ως θεσμική μηχανή, αλλά ως έδαφος με το οποίο συνδεόμαστε με πολλαπλά νήματα του ανήκειν, έγραφε: «Εμείς, τα ιστορικά έθνη της Ευρώπης, έχοντας επωφεληθεί από τον χριστιανισμό και έχοντας κατακτήσει, έπειτα από αιώνες θρησκευτικών πολέμων και σφαγών, τα αγαθά της ανεκτικότητας και της εκκοσμίκευσης, υπερασπιζόμαστε θεσμούς οι οποίοι, αναγνωρίζοντας μεν τη σημασία των εγκαθιδρυμένων θρησκειών, θα τις κρατούν σε απόσταση από τη δημόσια σφαίρα και θα επιτρέπουν στους νεοφερμένους, καλωσορίζοντάς τους, να ξανασκεφτούν τον δεσμό τους με τη δική τους πίστη».
 
* ​​​​​​Ο κ. Γιάννης Μπαλαμπανίδης είναι συγγραφέας, διδάκτωρ Συγκριτικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου.

Φιλελευθερισμός από την ανάποδη

Της Αντιγόνης Λυμπεράκη

Είναι αντιφατικό να υπερασπιζόμαστε στη Δύση το δικαίωμα στη μαντίλα, ενώ ταυτόχρονα να εκφράζουμε αλληλεγγύη στις Ιρανές που ρισκάρουν τη ζωή τους για να την αποτινάξουν;
 
Οχι, δεν υπάρχει καμία αντίφαση, επειδή και στις δύο περιπτώσεις υποστηρίζουμε το δικαίωμα στην ελεύθερη επιλογή. Μερικές σκέψεις ειλικρινούς αναστοχασμού:
 
1. Το δικαίωμα στην ελεύθερη επιλογή ως προς το τι φοράμε το υποστηρίζουμε επειδή οδηγεί σε καλύτερη κοινωνία, όχι επειδή μας «αρέσουν» όλες οι πιθανές ενδυματολογικές επιλογές που συγκροτούν το μωσαϊκό των κοινωνιών μας.
2. Η ανοχή στη χρήση συμβόλων σαν στοιχείο φορεσιάς (είτε πρόκειται για θρησκευτικά, εθνικά ή οπαδικά σύμβολα) δεν εδράζεται στη συμφωνία μας με αυτά ούτε στην αναγνώριση «πλειοψηφικής» αποδοχής («αρέσουν στους περισσότερους»). Στηρίζεται στην πεποίθηση πως η καθεμία και ο καθένας έχει δικαίωμα να επιλέξει την εικόνα του. Αρκεί να μην περιορίζει την ελευθερία των υπόλοιπων.
3. Το επιχείρημα ότι η μαντίλα στη Δύση συμβολίζει μια στάση «διαιρετική» διότι ξεχωρίζει τις γυναίκες που την υιοθετούν από την πλειονότητα των υπολοίπων ισχύει αναποδογυρισμένο και για τις θεοκρατικές κοινωνίες: η χαλάρωση της μαντίλας, όπως και η εγκατάλειψή της, αποτελεί μια ηχηρή επιλογή «διαχωρισμού» – και καλά κάνει. Ο χορευτικός τριπλός στροβιλισμός της γυναίκας με τα άσπρα πριν πετάξει τη μαντίλα της στην πυρά ήταν μία από τις ωραιότερες εικόνες που θα θυμόμαστε (ελπίζω) για καιρό: θάρρος, αυτοπεποίθηση, χάρη.
4. Η απαγόρευση ενός συμβόλου σε κοινωνίες που επιτρέπουν περίπου όλες τις ιδέες είναι πολύ ηχηρότερη από μία ακόμη απαγόρευση σε κοινωνίες που απαγορεύουν σχεδόν τα πάντα. Κινδυνεύει να δημιουργήσει έναν ιδιότυπο «ηρωισμό αντίστασης» που θα ενισχύσει –αντί να αποδυναμώσει– τα καταπιεστικά σύμβολα. Απαγορεύοντας τη μαντίλα αποκλείουμε όσες γυναίκες τη φορούν τόσο από την εκπαίδευση όσο και από τον δημόσιο χώρο: τις αποκλείουμε από το βαρύ πυροβολικό των κατακτήσεων του πολιτισμού μας. Πόσο έξυπνο μπορεί να είναι αυτό;
5. Αξίζει να σκεφτούμε μήπως η βιασύνη να εκφράσουμε όλοι μαζί τον αποτροπιασμό μας για τη μαντίλα και εκείνες που τη φορούν, στην πραγματικότητα επιχειρεί και ρηχή (και επικίνδυνη) εργαλειοποίηση της διαφορετικότητας: φτιάχνουμε στα γρήγορα ένα «εμείς» ανωτερότητας για να κρύψουμε τις πολλές διαφορές μας που δεν τολμούμε να αναγνωρίσουμε και να συζητήσουμε. Ετσι φτιάχνουμε μια πρόχειρη κοινή ταυτότητα διά του αποκλεισμού. Συχνά, όπως έχει δείξει η πείρα από χώρες που συζήτησαν και εφάρμοσαν την απαγόρευση της μαντίλας, πυροδοτείται το επόμενο βήμα, δηλαδή επιθέσεις τυφλής βίας εις βάρος μαντιλοφόρων γυναικών.
 
Ετσι, απαγορεύοντας τη μαντίλα στη Δύση, δεν δείχνουμε ούτε την πολιτισμική ανωτερότητά μας ούτε την αταλάντευτη προσήλωσή μας στις αρχές της ελευθερίας επιλογής. Δείχνουμε λυπητερή ηττοπάθεια, διότι είναι σαν να λέμε: «Δεν δείχνετε στάση ανοχής και σεβασμό στη διαφορετικότητα επειδή επιβάλλετε στις γυναίκες να καλύπτουν τα μαλλιά τους. Τώρα θα δείτε τι θα πάθετε. Θα εγκαταλείψουμε κι εμείς τις αξίες της ανοχής και του σεβασμού στις ελεύθερες επιλογές και θα γίνουμε ακριβώς σαν κι εσάς. Να μάθετε!».
 
* H κ. Αντιγόνη Λυμπεράκη είναι καθηγήτρια Οικονομικών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή