Οι startups των ελληνικών ορέων

Οι startups των ελληνικών ορέων

Νέους που επέλεξαν να ξαναστήσουν τη ζωή τους σε δυσπρόσιτα μέρη εντόπισε το πρόγραμμα «Peak», υπό την αιγίδα του ΕΜΠ

8' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κατακτούν κορυφές και όχι μόνον μεταφορικά. Είναι μερικοί από τους νέους ανθρώπους που αποφάσισαν «να πάρουν τα βουνά», να δραστηριοποιηθούν οικονομικά και να εγκατασταθούν σε ορεινές περιοχές. Δεν είναι ακόμη τάση, λίγοι σχετικά νέοι ή μεγαλύτεροι επιστρέφουν στα ορεινά χωριά και ένα μέρος μόνον από αυτούς καταφέρνει να δημιουργήσει όρους παραμονής. Παρότι πάνω από το 70% της έκτασης της χώρας χαρακτηρίζεται ορεινό και η Ελλάδα είναι το τέταρτο σε ορεινότητα κράτος της Ευρώπης, οι ορεινοί οικισμοί μοιάζουν παρατημένοι στην τύχη τους. «Τη δεκαετία 2001-2010 συνεχίστηκε η μείωση του πληθυσμού των ορεινών περιοχών, περίπου κατά 10%. Η επεξεργασία των στοιχείων της περυσινής απογραφής δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη», λέει στην «Κ» η Στέλλα Γιαννακοπούλου, ερευνήτρια του Μετσόβιου Κέντρου Διεπιστημονικής Ερευνας (ΜΕΚΔΕ) του ΕΜΠ, που μελετάει ειδικά την κατάσταση των ορεινών περιοχών.

Η έλλειψη υποδομών στην εκπαίδευση και στην υγεία αναφέρεται ως ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια.

«Ο κόσμος φεύγει από τα βουνά σε όλη την Ευρώπη. Το ερώτημα είναι τι μπορούμε να κάνουμε για τον κρατήσουμε ή να τον κάνουμε να ξαναγυρίσει. Ειδικά για τους νέους», σημειώνει η κ. Γιαννακοπούλου. Στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος «Peak» («Κορυφή») για την ενθάρρυνση της ορεινής επιχειρηματικότητας, «έγινε προσπάθεια να εντοπιστούν άνθρωποι που ήδη έχουν κάνει βήματα, να δούμε πώς τα κατάφεραν, να μάθουμε απ’ αυτούς και για τα θετικά, αλλά και για τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν. Με βάση την εμπειρία τους θα βγουν συμπεράσματα για το πώς να στήσεις μια επιχείρηση ειδικά σε ορεινές περιοχές», εξηγεί η κ. Γιαννακοπούλου. Ποιες είναι οι δυσκολίες που συναντούν οι νέοι και οι νέες στις ορεινές περιοχές;

«Πρώτον, οι σχέσεις με την τοπική κοινωνία, ειδικά εάν κάποιος δεν κατάγεται από εκεί. Οι ορεινές κοινότητες είναι πιο κλειστές, άρα δημιουργούνται καχυποψίες. Είναι σημαντικό να σε αποδεχθούν», λέει στην «Κ» η ερευνήτρια του ΜΕΚΔΕ. Ενα δεύτερο πρόβλημα είναι η έλλειψη οικονομικής υποστήριξης από την πολιτεία, ενώ απουσιάζουν ειδικά προγράμματα για το βουνό. «Σχεδόν κανένας από τους νέους/ες με τους οποίους μιλήσαμε δεν πήρε επιδότηση. Είτε είναι πολύ μεγάλη η γραφειοκρατία είτε απαιτούνται αρχικά πολλά χρήματα που δεν υπάρχουν», σημειώνει η κ. Γιαννακοπούλου. Ενα τρίτο πρόβλημα είναι το θέμα των κτιρίων. «Ενώ υπάρχουν τόσα πολλά σπίτια και κτίρια άδεια, αρκετά είναι και δημόσια, υπάρχει ένα ερώτημα για το πού θα μείνουν τα νέα παιδιά, αν δεν έχουν ήδη σπίτι εκεί. Συχνά δεν βρίσκουν». Τέταρτο και ίσως πιο σημαντικό είναι το θέμα των υπηρεσιών και κυρίως της εκπαίδευσης και της περίθαλψης. «Οι νέες οικογένειες που θέλουν να μείνουν στις ορεινές περιοχές και να μεγαλώσουν τα παιδιά τους εκεί, έχουν σημαντικό πρόβλημα με το σχολείο. Θέλουν να είναι κοντά, ειδικά το δημοτικό», λέει η κ. Γιαννακοπούλου. Κρίσιμο είναι και το θέμα της υγείας. Αφορά και τα μικρά παιδιά, αλλά κι εκείνους που επιστρέφουν στα χωριά μετά τη σύνταξη – και είναι αρκετοί. Το βουνό είναι επιλογή ζωής, που γίνεται κυρίως από ανθρώπους που τους αρέσει η φύση και οι ορεινές περιοχές ή θέλουν να γυρίσουν στη ρίζα τους. «Το βουνό δεν είναι για όλους. Δεν αρκεί να σ’ αρέσει η φύση, πρέπει να μη σε ενοχλεί η απομόνωση και να μπορείς να ξεπεράσεις τις δυσκολίες», σημειώνει η ερευνήτρια του ΜΕΚΔΕ. Χρέος της κοινωνίας και της πολιτείας είναι να διευκολύνουν αυτή την επιλογή.

Οι startups των ελληνικών ορέων-1
Η Θεοδώρα Τζαλονίκου, με σπουδές στα χρηματοοικονομικά και μεταπτυχιακό στην περιβαλλοντική εκπαίδευση, έφτιαξε μια μικρή επιχείρηση που προσφέρει οικοξενάγηση και γιόγκα για μικρούς και μεγάλους. Ολα αυτά στη Βάλια Κάλντα!

Θεοδώρα Τζαλονίκου 
38 ετών, Γρεβενά, 535 μ. υψόμετρο

Ζει στα Γρεβενά, αλλά θα προτιμούσε να είναι σε πιο ορεινή περιοχή ή ακόμη και σε χωριό. Με καταγωγή από τα Γρεβενά και το Μέτσοβο, η Θεοδώρα Τζαλονίκου έζησε σε μεγαλύτερες και διαφορετικές πόλεις, αλλά προτίμησε να επιστρέψει. Με σπουδές στα χρηματοοικονομικά στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, μεταπτυχιακό στην περιβαλλοντική εκπαίδευση στη Ρόδο και στο πρόγραμμα «Περιβάλλον και ανάπτυξη» στα βουνά του ΜΕΚΔΕ στο Μέτσοβο, αποφάσισε να χαράξει τον δικό της δρόμο. «Εδώ και 9-10 χρόνια έχω μια μικρή επιχείρηση για περιβαλλοντική εκπαίδευση και γιόγκα σε παιδιά, αλλά και σε μεγαλύτερους. Είναι τελείως διαφορετικά να κάνουμε αυτά τα μαθήματα στη φύση, με επισκέψεις στη Βάλια Κάλντα, στο Αρκουδόρεμα, να κάνουμε οικοξενάγηση», μας λέει η Θεοδώρα. «Επειδή είχα ένα μικρό πρόβλημα από μικρή με τη μέση μου, έκανα από παιδί ασκήσεις, δεν ήξερα πως το έλεγαν γιόγκα. Το αστείο είναι πως επαγγελματικά ξεκίνησα από σπόντα, ύστερα από προτροπή φίλης. Ηταν παράξενο, στην αρχή ήταν κάπως παρεξηγημένο με κάποια πράγματα που λένε για τη γιόγκα κ.λπ. Κάποια στιγμή σκέφτηκα και να το κλείσω, αλλά τελικά προχώρησα. Κατάλαβαν πως αυτά που κάνω δεν έχουν καμία σχέση με όσα λέγονται», συμπληρώνει. Σήμερα έχει καταφέρει η επιχείρηση να «βγαίνει». «Δεν έγινα πλούσια, ούτε έχω μεγάλες ανέσεις, αλλά βγαίνουν τα βασικά». Η κατάσταση γενικά είναι πάντως δύσκολη: «Δεν μένουν πολλά άτομα, οι νέοι συνεχίζουν να φεύγουν. Δύο γυρίζουν, δέκα φεύγουν».

Δήμητρα Καράνη 
30 ετών, Κερασοχώρι Ευρυτανίας, 1.000 μ. υψόμετρο

«Γιατί στο βουνό; Μου άρεσε, δεν είχα δίλημμα. Είδα την Αθήνα, σπούδασα εκεί, άνοιξαν οι ορίζοντές μου, αλλά έχω απομυθοποιήσει τη ζωή στις μεγάλες πόλεις. Εχω γεννηθεί και μεγαλώσει στο βουνό, εκεί πήρα ερεθίσματα, όλη μου η ζωή ήταν γύρω από το χωριό, ακόμη κι όταν κατεβήκαμε στο Αγρίνιο». Η Δήμητρα Καράνη σπούδασε νοσηλευτική στην Αθήνα, αλλά αποφάσισε να γυρίσει και να ασχοληθεί με τα μελίσσια, όπως έκανε ερασιτεχνικά ο πατέρας της και αρκετοί παλαιότεροι. «Ασκούμε τη νομαδική μελισσοκομία, ξεκινήσαμε πριν από 6-7 χρόνια με 60-70 παραγωγικές κυψέλες, τώρα έχουμε 300-400. Από Απρίλιο μέχρι Οκτώβριο είμαστε στα βουνά στην Ευρυτανία, τον χειμώνα κατεβαίνουμε κοντά στο Αγρίνιο και τον Αστακό που είναι πιο ήπιο το κλίμα, ενώ πάμε και σε άλλες περιοχές για διαφορετικές ποικιλίες. Τώρα ανεβαίνουμε και στη Χαλκιδική, αφού κάηκε η βόρεια Εύβοια». Η Δήμητρα μαζί με τους δικούς της δίνουν τη μάχη της ποιότητας, αφού μόνον έτσι μπορούν να πιάσουν καλύτερες τιμές και να μη δώσουν φθηνά το μέλι στις δύο μεγάλες εταιρείες. Εχει να λέει όμως για το ότι δεν υπάρχει ουσιαστική στήριξη από την πολιτεία. «Η επιδότηση στο πετρέλαιο κίνησης είναι 3-4 ευρώ τον χρόνο στην κυψέλη, ποσό πολύ μικρό ειδικά σήμερα, ενώ για να μπεις σε προγράμματα ενίσχυσης μελισσοκομίας πρέπει να είσαι ήδη φτιαγμένος».

Πώς είναι η ζωή στο Κερασοχώρι; «Δεν είμαστε και στο πουθενά. Το Καρπενήσι απέχει 38 χιλιόμετρα και ο δρόμος σπάνια κλείνει. Ακόμη και τον χειμώνα το χωριό έχει 100 άτομα, ενώ το Διαδίκτυο προσφέρει λύσεις. Το μεγάλο πρόβλημα είναι οι λίγες δουλειές και η υγεία. Το νοσοκομείο Αγρινίου είναι δύο ώρες απόσταση, ενώ το νοσοκομείο Καρπενησίου πάει να γίνει Κέντρο Υγείας».

Οι startups των ελληνικών ορέων-2
Ο Φώτης Δελημήτρος και η παρέα του ξαναλειτούργησαν το εγκαταλελειμμένο καταφύγιο πάνω από τους Μελισσουργούς στα Τζουμέρκα.

Φώτης Δελημήτρος 
35 ετών, Καταφύγιο Μελισσουργών, Τζουμέρκα, 1.023 μ. υψόμετρο

Αν και μεγάλωσε στον Βόλο, όλο αναζητούσε δρόμους διαφυγής στη φύση, μακριά από τις πόλεις. Τελικά βρήκε «καταφύγιο» στο εγκαταλελειμμένο Καταφύγιο πάνω από τους Μελισσουργούς στα Τζουμέρκα, χωρίς να έχει καμία σχέση με το μέρος. «Είχαμε πάει στην περιοχή με έναν φίλο μου για ράφτινγκ και μόλις είδαμε τον χώρο “κάτι μας είπε”, παρότι ήταν σε άθλια κατάσταση, παρατημένο 15 χρόνια», λέει στην «Κ» ο Φώτης Δελημήτρος. «Ο δήμος το έβγαλε σε δημοπρασία κι εμείς το πήραμε. Ανεβήκαμε πάνω τον Οκτώβριο του 2013 μια παρέα φίλων και με σκληρή προσωπική δουλειά καταφέραμε σε έναν χρόνο να το βάλουμε σε λειτουργία. Αν δεν ήμασταν όλοι μαζί δεν θα τα καταφέρναμε», συμπληρώνει. «Σήμερα το Καταφύγιο μπορεί να φιλοξενήσει μέχρι 40 άτομα σε δωμάτια με πέντε ή δέκα κρεβάτια, έχει τη σάλα και την κουζίνα του. Γινόμαστε όλοι μια παρέα, ενώ βοηθάμε τους επισκέπτες στις δραστηριότητές τους στο βουνό». Από ράφτινγκ και κατάβαση φαραγγιού, μέχρι περπάτημα και συλλογή μανιταριών, μουσικά δρώμενα κ.λπ.

Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπήρχαν δύσκολες φάσεις. «Υπήρχαν νύχτες που κοιμηθήκαμε στους -6 βαθμούς Κελσίου, ενώ χρειάστηκε να δανειστούμε». Σήμερα το Καταφύγιο είναι βιώσιμο οικονομικά, δέχεται κόσμο όλο τον χρόνο (τον χειμώνα Σαββατοκύριακο), απασχολεί περισσότερα άτομα τις περιόδους αιχμής, ενώ ο Φώτης έχει σχέδια και για άλλα πράγματα, χωρίς να κρύβει το πάθος του για την περιοχή. «Η φύση στα Τζουμέρκα είναι απίστευτη, πλούσια σε νερά, παράδεισος». Υπάρχει όμως ένα ερώτημα: πού θα πάει σχολείο το νέο μέλος της οικογένειας; «Σήμερα υπάρχει δημοτικό στα Πράμαντα. Θα υπάρχει μέχρι τότε;».

Οι startups των ελληνικών ορέων-3
Ο Γιάννης Δεληκάρης, μαζί με παιδικούς του φίλους, καλλιεργούν βιολογικό τσάι του βουνού, ρίγανη, φασκόμηλο, άγριο τριαντάφυλλο κ.ά.

Γιάννης Δεληκάρης 
35 ετών, Μηλέα Ελασσόνας, 700 μ. υψόμετρο

Το τραγούδι θέλει «την Ιστορία να τη γράφουν οι παρέες». Στην περίπτωση της Collecteave, μια παρέα παιδικών και εφηβικών φίλων από τη Θεσσαλονίκη αποφάσισε να χαράξει μια νέα πορεία με στροφή στην αγροτική παραγωγή και στόχο την καθετοποίηση. Ο Γιάννης Δεληκάρης, με σπουδές στο μάρκετινγκ στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, είναι ένας από τους έξι της Collecteave, που κάποια στιγμή επέλεξαν να κάνουν κάτι δικό τους, «πριν μας πάρουν τα χρόνια». «Δεν είχαμε καμία εμπειρία, σκεφτήκαμε διάφορα και τελικά καταλήξαμε να ασχοληθούμε με τα αρωματικά φυτά, που είναι πλούτος της Ελλάδας, έχουν τρομερό επίπεδο. Στόχος μας να μην κλειστούμε στα όρια της Ελλάδας, αλλά να πάμε για εξαγωγές. Οπλο μας η ποιότητα και γι’ αυτό επιλέξαμε βιολογική καλλιέργεια», λέει στην «Κ» ο Γιάννης.

Η ομάδα πήγε στη Μηλέα της Ελασσόνας, όπου έχει καταγωγή ο ένας της παρέας, τους υπέδειξαν ένα μεγάλο χωράφι απομονωμένο για να μην έχει επιμόλυνση από άλλες καλλιέργειες και ξεκίνησαν με βιολογικό τσάι του βουνού.

«Καθώς δεν υπήρχε αρχικό κεφάλαιο, φτιάξαμε ένα ταμείο όπου βάζαμε από τον μισθό μας για μία τετραετία. Τα κάναμε όλα μόνοι μας, χωρίς γνώσεις, εκτός από έναν που πήρε δεύτερο πτυχίο γεωπόνος. Καθαρίσαμε τις πέτρες, βάλαμε περίφραξη, βγάζουμε τα ζιζάνια, κάνουμε ξήρανση στο σπίτι στο χωριό, πακετάρουμε… Κάθε Σαββατοκύριακο, από Παρασκευή απόγευμα, ήμασταν στη Μηλέα. Το 2019 πήραμε την πρώτη σοδειά, πολύ μικρή όμως. Σήμερα είμαστε πια σε καλό δρόμο», εξηγεί ο Γιάννης.

Σε όλη αυτή τη διαδρομή δεν υπήρξε καμία υποστήριξη, φέτος υπολογίζουν να πάρουν για πρώτη φορά ένα μικρό ποσό για τα αρωματικά φυτά. Παρ’ όλα αυτά οι πωλήσεις πάνε καλά, υπάρχει και μέλος της Collecteave στη Γαλλία που βοηθάει, προχωρούν τώρα σε καλλιέργειες ρίγανης, φασκόμηλου, άγριου τριαντάφυλλου κ.ά. Ηδη δύο από τα μέλη της ομάδας μένουν και εργάζονται στη Μηλέα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή