Λύσεις για τον περιορισμό της πολυδικίας

Λύσεις για τον περιορισμό της πολυδικίας

Μια θεσμική μεταρρύθμιση της Πολιτικής Δικονομίας θα μπορούσε να βοηθήσει, ιδίως εάν επικρατούσε κλίμα συνεργασίας δικηγόρων και δικαστών

3' 25" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Η ευτελής προσφυγή στη Δικαιοσύνη» ήταν ο τίτλος άρθρου μελών του Δ.Σ. της Ενώσεως Δικαστών ΣτΕ που δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή» στις 15/2/2023. Επισημαίνεται η ευκολία με την οποία καταφεύγουν οι Ελληνες στη Δικαιοσύνη, γεγονός που ενισχύεται από «τον πληθωρισμό δικηγόρων και δικαστών», καθώς και ότι συχνά η «δίκη δεν γίνεται για να επιτευχθεί η δικαστική επίλυση διαφοράς. Γίνεται για σκοπό αλλότριο…». Ασφαλώς η συχνή και εύκολη προσφυγή στη Δικαιοσύνη προκαλεί τις γνωστές καθυστερήσεις στα δικαστήρια, αλλά έχει και αρνητικές επιπτώσεις στην ποιότητα των αποφάσεων. Και τα δύο αποτελούν εμπόδια στην οικονομική πρόοδο της χώρας.

Η χρήση της προσφυγής στη Δικαιοσύνη για «αλλότριο σκοπό» θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Και τούτο διότι ο κάθε πολίτης εντάσσει τη διεξαγωγή δίκης στη στρατηγική που έχει επιλέξει για να υποστηρίξει τα συμφέροντά του. Απλούστατο παράδειγμα: ο οφειλέτης που καθυστερεί την αποβολή του από ένα περιουσιακό στοιχείο με ανακοπές κι αναστολές κάτι κερδίζει: αν μη τι άλλο τη χρήση του αγαθού για μεγαλύτερο διάστημα. Το ερώτημα είναι πώς θα αντιμετωπισθεί η προκαλούμενη πολυδικία, πώς θα επιταχυνθεί ο ρυθμός της Δικαιοσύνης.

Προτείνεται πολλές φορές η αύξηση του κόστους προσφυγής στη Δικαιοσύνη. Στην Ελλάδα, όμως, οποιοδήποτε τέτοιο μέτρο θα συναντήσει έντονη αντίδραση από τους δικηγόρους, αλλά θα κατακριθεί και ως αντιδημοκρατικό και αντισυνταγματικό διότι δυσκολεύει την πρόσβαση στη Δικαιοσύνη, ιδίως των χαμηλότερων εισοδημάτων. Αρα μάλλον είναι αλυσιτελής αυτή η συζήτηση.

Αλλά λύσεις υπάρχουν για να περιορισθεί η πολυδικία, και με τον περιορισμό του όγκου των δικών, και να βελτιωθεί η ποιότητα. Ενδεικτικά: Η αποποινικοποίηση των εγκλημάτων κατά της τιμής. Τι νόημα έχει να καταδικασθεί κάποιος σε μια ποινή φυλάκισης που δεν θα εκτίσει για εξύβριση ή δυσφήμηση, μετά την απώλεια πολλών εργατοωρών (λαμβανομένων υπόψη και των αναβολών πέρα από τη διάρκεια της δίκης); Δεν αρκεί η άσκηση αγωγής για προσβολή της προσωπικότητας; Προφανώς και ναι. Ή ακόμη: εάν οι προφανώς αβάσιμες μηνύσεις τίθενται στο αρχείο –όπως προβλέπει ο νόμος, αλλά παραβλέπει η πράξη– αντί να κυριαρχεί η αντίληψη: «ας τα βρουν στο ακροατήριο». Ή περαιτέρω: οι συναινετικές αναβολές να μη δίνονται στο ακροατήριο, αλλά σε ένα γραφείο την προηγουμένη μέρα· αυτό θα ελαφρύνει τα ακροατήρια. Ή έτι περαιτέρω: αντί να απορρίπτονται αγωγές ως αόριστες μετά από μήνες και να επανέρχονται τα μέρη με νέες αγωγές, να καλούνται οι διάδικοι από τον εισηγητή να διευκρινίσουν ό,τι δεν ήταν επαρκώς ορισμένο.

Αλλά πέρα από τις παραπάνω αποσπασματικές σκέψεις, μια θεσμική μεταρρύθμιση της Πολιτικής Δικονομίας –ή ακριβέστερα επιστροφή στην αρχική μορφή του 1968– θα μπορούσε να βοηθήσει, ιδίως εάν επικρατούσε κλίμα συνεργασίας δικηγόρων και δικαστών. Ειδικότερα: Πριν συζητηθεί η υπόθεση και αφού τα μέρη έχουν καταθέσει τις προτάσεις τους, ο εισηγητής δικαστής θα έχει –άπαξ– μια οργανωτική συζήτηση με τους δικηγόρους των διαδίκων – ίσως και ηλεκτρονικά· εκεί ο εισηγητής, με πλήρη πια γνώση του φακέλου, θα εκθέτει τα κρίσιμα και αμφισβητούμενα νομικά και πραγματικά ζητήματα – για τα τελευταία θα μπορούν να εξετασθούν και μάρτυρες· θα εκθέτει ποια εκ προοιμίου του φαίνονται απορριπτέα κατά τον νόμο και θα θέτει μια προθεσμία για να συμπληρωθούν τυχόν κενά και αοριστίες, να παρασχεθούν τυχόν χρήσιμες διευκρινίσεις από τα μέρη.

Οι δικηγόροι έχοντας μια πρώτη αντίληψη για την πορεία της υπόθεσης θα δικαιούνται να περιορίσουν τα αιτήματά τους· κοινώς: βλέποντας τι «δεν περπατάει» θα συνιστούν στον πελάτη τους να περιορίσει τα αιτήματά του. Ενδεχομένως σε αυτό το σημείο να είναι υποχρεωτική αρχική συνεδρία για τη συνδιαλλαγή – και όχι πριν από την κατάθεση των προτάσεων όπως τώρα·όταν, δηλαδή, οι δικηγόροι έχουν αντιληφθεί καλύτερα πώς βλέπει ο δικαστής την υπόθεση. Προφανώς οι διάδικοι θα δικαιούνται να επιμείνουν να διεξαχθεί δίκη. Και ενδεχομένως να δικαιωθούν. Εάν όμως εμμείνουν και ηττηθούν, τότε θα πρέπει να επιβαρύνονται με ιδιαίτερα αυξημένα έξοδα. Ετσι η αποτρεπτική λειτουργία του αυξημένου κόστους της δίκης θα ενεργοποιείται στο σημείο αυτό, δεν θα μπορεί δηλαδή να θεωρηθεί ως εμπόδιο στην πρόσβαση στη Δικαιοσύνη. Τέτοιας μορφής συνεργασία δικαστών – δικηγόρων υπάρχει στη διαιτησία υπό διάφορες μορφές, αλλά προβλεπόταν και στην αρχική μορφή του ΚΠολΔ το 1968.

Ασφαλώς πολύ περισσότερα μπορούν να ειπωθούν, όπως π.χ. η περαιτέρω ενίσχυση της ηλεκτρονικής διεξαγωγής δίκης, αλλά ξεπερνάμε τα όρια του παρόντος.

* Ο κ. Κωνσταντίνος Π. Παπαδιαμάντης είναι δικηγόρος, εταίρος της δικηγορικής εταιρείας POTAMITISVEKRIS.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή