Φρίντριχ Νίτσε: Ο ιδιοφυής υπαρξιστής

Φρίντριχ Νίτσε: Ο ιδιοφυής υπαρξιστής

Στον Νίτσε αποδίδονται πολλά αποφθέγματα τα οποία είναι ιδιαίτερα δημοφιλή στην εποχή μας

φρίντριχ-νίτσε-ο-ιδιοφυής-υπαρξιστής-562570429

Στις 15 Οκτωβρίου 1844 γεννήθηκε σε ένα χωριό κοντά στη Λειψία, το Ρέκεν, ένας άνθρωπος που επηρέασε τη σκέψη πολλών διανοητών, φιλοσόφων, θεολόγων και λογοτεχνών του 20ού αιώνα· ο Φρίντριχ Νίτσε. Ο Φρίντριχ Βίλχεμ Νίτσε, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, μεγάλωσε σε μια πολύ θρησκευόμενη οικογένεια. Ο πατέρας του, Καρλ Λούντβιχ, ο οποίος πέθανε όταν ο Φρίντριχ ήταν πέντε ετών, ήταν λουθηρανός πάστορας στο Ρέκεν, ενώ η μητέρα του Φραντσίσκα ήταν κόρη πάστορα από ένα γειτονικό χωριό. Η θεολογία δεν έμελλε να αποτελέσει το αντικείμενο εντρύφησης του Νίτσε. Μετά από μόλις ένα εξάμηνο φοίτησης στο Πανεπιστήμιο της Βόννης, ο Νίτσε παράτησε τις θεολογικές σπουδές του και επικεντρώθηκε στην κλασική φιλολογία, αντικείμενο στο οποίο είχε δείξει ήδη από τα μαθητικά του χρόνια πως είχε ξεχωριστή κλίση. Το 1869 εξελέγη, έπειτα από πρόταση του μέντορά του, Φρίντριχ Ριτσλ, καθηγητής κλασικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας στην Ελβετία, παρότι εκείνος ήταν μόλις είκοσι τεσσάρων ετών και δεν είχε ολοκληρώσει ακόμη τη διδακτορική του διατριβή. Κεντρική θέση στη φιλοσοφία του κατέχουν ο άνθρωπος, η λειτουργία των αξιών στην ανθρώπινη ζωή, η ηθική, η σχέση του ανθρώπου με τη θρησκεία και το μέλλον του δυτικού πολιτισμού. Στον Νίτσε αποδίδονται πολλά αποφθέγματα τα οποία είναι ιδιαίτερα δημοφιλή στην εποχή μας, όπως: «Ό,τι δεν με σκοτώνει, με κάνει πιο δυνατό» και «πρέπει να είσαι ο εαυτός σου και όχι αυτός που θέλουν οι άλλοι». Στο ανά χείρας τεύχος δίνεται η ευκαιρία να ανακαλύψει ο αναγνώστης ορισμένες από τις φιλοσοφικές ιδέες του Φρίντριχ Νίτσε, όπως τις ανέδειξε μέσα από τις σελίδες της η Καθημερινή.

Οι πολλές ζωές μιας ιδιοφυΐας

Το επεισόδιο, μολονότι έχει αμφισβητηθεί η ιστορική του αλήθεια, είναι δηλωτικό της προσωπικότητας του Φρίντριχ Νίτσε: Φύση συναισθηματική, παράφορη, εκρηκτική, ο φιλόσοφος που τόσο αγαπήθηκε και λοιδορήθηκε ήταν πρωτίστως ένας άνθρωπος με βαθιά ενσυναίσθηση στον πόνο κάθε ζωντανής ύπαρξης. Τον πόνο των άλλων και τον δικό του θέλησε με την τολμηρή φιλοσοφική σκέψη του να θεραπεύσει.

Ο μύθος, κατά τη βιογράφο του Σου Πριντό στο εξαιρετικό Φρίντριχ Νίτσε. ∆εν είμαι άνθρωπος, είμαι δυναμίτης! λέει πως το πρωί της 3ης Ιανουαρίου 1889, η γνωστή στους περιοίκους μελαγχολική, μοναχική φιγούρα του καθηγητή άφησε το δωμάτιο που νοίκιαζε στον τρίτο όροφο της Via Carlo Alberto 6, στο Τορίνο, και ξεκίνησε για τον καθιερωμένο του περίπατο – σε όλη του τη ζωή υπήρξε δεινός πεζοπόρος. ∆εν βάδισε ούτε διακόσια μέτρα προς την Piazza Carignano, όταν αντίκρισε έναν αμαξά να δέρνει αλύπητα το άλογό του. Αναλύθηκε σε κλάματα. Πλημμυρισμένος από οίκτο, με δάκρυα στα μάτια, τύλιξε προστατευτικά τα χέρια του γύρω από τον λαιμό του αλόγου και κατέρρευσε.

Φρίντριχ Νίτσε: Ο ιδιοφυής υπαρξιστής-1
Έντβαρτ Μουνκ, Πορτρέτο του Φρίντριχ Νίτσε. Ελαιογραφία σε καμβά, 1906 (Alamy/Visual Hellas.gr).

Όταν ανέκτησε τις αισθήσεις του, άρχισε να γράφει μια σειρά από ολοένα και πιο διαταραγμένες επιστολές προς τους οικείους του. Ο στενός του φίλος από τη Βασιλεία Φραντς Όβερμπεκ, που υπήρξε επί χρόνια παραλήπτης πυκνής αλληλογραφίας, ανησύχησε σοβαρά και ταξίδεψε στο Τορίνο, όπου βρήκε τον Νίτσε να πάσχει από άνοια. Μετά από ανεπιτυχή θεραπεία στη Βασιλεία και την Ιένα, αφέθηκε στη φροντίδα της μητέρας του κι αργότερα της αδερφής του και τελικά σιώπησε εντελώς. Μια σχετικά πρόσφατη εργασία (Huenemann 2013) υποστήριξε πειστικά ότι η επιδείνωση της χρονίως κακής του υγείας και τα συμπτώματα που τον οδήγησαν να αναζητά τα τελευταία χρόνια ένα πιο ήπιο κλίμα από αυτό της πατρίδας του –έπασχε από έντονους πονοκεφάλους, ναυτία και προβλήματα όρασης– πιθανότατα οφείλονταν σε οπισθοτροχιακό μηνιγγίωμα, έναν αργά αναπτυσσόμενο όγκο στην επιφάνεια του εγκεφάλου πίσω από το δεξί του μάτι. Έζησε μέχρι το 1900, αλλά η εναργής σκέψη του είχε πλέον χαθεί οριστικά. Ο βιολογικός του θάνατος επήλθε εξαιτίας ενός εγκεφαλικού επεισοδίου – επακόλουθο βαριάς πνευμονίας.

Το έργο του Φρίντριχ Νίτσε δυναμίτισε τα θεμέλια της δυτικής σκέψης. Έννοιες όπως ο θάνατος του Θεού και ο υπεράνθρωπος διαποτίζουν την κουλτούρα μας, ωστόσο ο ίδιος παραμένει ένας από τους πιο παρεξηγημένους φιλοσόφους στην Ιστορία. Μία από τις αιτίες γι’ αυτό –κατά τη γνώμη μας, δευτερεύουσας σημασίας για το έργο του, αλλά σημαντική για την κατανόηση της πολύπλοκης προσωπικότητάς του– υπήρξε η παράφορη συναισθηματική και πνευματική ζωή του.

Ο Νίτσε γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1844 στην Πρωσία, στο χωριό Ρέκεν κοντά στη Λειψία, όπου ο πατέρας του ήταν λουθηρανός πάστορας. Ο πατέρας του πέθανε το 1849 και η οικογένεια μετακόμισε στο Nάουμπουργκ, όπου ο μικρός Φρίντριχ μεγάλωσε δίπλα στη μητέρα του, στη γιαγιά, σε δύο θείες και στη μικρότερη αδερφή του, Ελίζαμπετ.

Φρίντριχ Νίτσε: Ο ιδιοφυής υπαρξιστής-2
Το σπίτι στο Νάουμπουργκ όπου μετακόμισε η μητέρα του Νίτσε, Φραντσίσκα, με τα δύο παιδιά της, Ελίζαμπετ και Φρίντριχ, μετά τον θάνατο του συζύγου της και του γιου τους, Λούντβιχ (Getty Images/Ideal Image).

Από το 1858 έως το 1864 σπούδασε ως εσωτερικός υπότροφος στο γυμνάσιο Πφόρτα στο Νάουμπουργκ. Εκεί άρχισε να γράφει ποιήματα, δοκίμια και μουσικές συνθέσεις, αλλά τον ίδιο καιρό εμφανίστηκαν οι πρώτες ημικρανίες και η εξασθένηση της όρασής του.

Ο Νίτσε είχε μια λαμπρή σχολική και πανεπιστημιακή καριέρα, με αποκορύφωμα τον Μάιο του 1869, όταν κλήθηκε να διδάξει σε μια έδρα κλασικής φιλολογίας στη Βασιλεία, χωρίς να έχει ακόμη αποκτήσει διδακτορικό δίπλωμα. Έναν χρόνο μετά, προήχθη σε τακτικό καθηγητή και υπέβαλε αίτηση για να γίνει Ελβετός υπήκοος. Σε ηλικία 24 ετών ήταν ο νεότερος που διορίστηκε ποτέ σε αυτή τη θέση. Ο δάσκαλός του, Φρίντριχ Βίλχελμ Ριτσλ, έγραψε στην αναφορά του ότι ο Νίτσε ήταν τόσο πολλά υποσχόμενος, που «θα μπορεί απλώς να κάνει ό,τι θέλει να κάνει». Το μεγαλύτερο μέρος του πανεπιστημιακού έργου του Νίτσε και οι πρώτες του δημοσιεύσεις αφορούσαν τη φιλολογία, αλλά τον ενδιέφερε ήδη η φιλοσοφία. Την εποχή εκείνη ανακάλυψε τυχαία τον Σοπενάουερ και επηρεάστηκε πολύ από την αθεϊστική του κοσμοθεωρία και την αγάπη του για τη μουσική.

Το 1864, φοιτητής στη Λειψία, γνωρίστηκε με τον Ρίχαρντ Βάγκνερ. Συνδέθηκαν με βαθιά φιλία για τα επόμενα δέκα χρόνια, μια σχέση που τροφοδοτήθηκε από τεράστιο θαυμασμό εκ μέρους, κυρίως, του νεαρού Νίτσε. Μετά τη μετακόμισή του στη Βασιλεία, έγινε συχνός θαμώνας στη βίλα των Βάγκνερ στη Λουκέρνη. Η φιλία του Νίτσε με τον Βάγκνερ και τη σύζυγό του Κόζιμα Λιστ Βάγκνερ έγινε ένας από τους βασικούς λίθους στην προσωπική και επαγγελματική του ζωή. Αν και βοήθησε στον αρχικό σχεδιασμό του έργου του Βάγκνερ στο Μπαϊρόιτ και παρακολούθησε το πρώτο φεστιβάλ, ο Νίτσε δεν ενθουσιάστηκε από την πολιτιστική ατμόσφαιρα εκεί και η σχέση του με τους Βάγκνερ επιδεινώθηκε μετά το 1876. Λίγο αργότερα, η υγεία του Νίτσε, πάντα εύθραυστη, τον ανάγκασε να φύγει προσωρινά από τη Βασιλεία.

  Ο δάσκαλός του, Φρίντριχ Βίλχελμ Ριτσλ, έγραψε στην αναφορά του ότι ο Νίτσε ήταν τόσο πολλά υποσχόμενος, που «θα μπορεί απλώς να κάνει ό,τι θέλει να κάνει».

Όμως η υγεία του δεν βελτιώθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια της άδειας και αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση του καθηγητή. Έτσι έμεινε ελεύθερος να γράψει και να αναπτύξει το ύφος που του ταίριαζε. Από το 1880 ξεκίνησε ένας κύκλος περιπλανήσεων σε γαλλικές, ιταλικές και ελβετικές πόλεις, χωρίς να έχει ακόμη αποκτήσει την ελβετική υπηκοότητα, ενώ είχε παραιτηθεί από τη γερμανική. Έκτοτε εξέδιδε ένα βιβλίο σχεδόν κάθε χρόνο. Στην αρχή αυτής της περιόδου, ο Νίτσε συνδέθηκε με μια έντονη, αλλά τελικά οδυνηρή φιλία με τον συγγραφέα Πάουλ Ρέε και τη μοιραία για τη ζωή του Λου Σαλομέ, μια 20χρονη τότε αντισυμβατική, ευφυή, τολμηρή Ρωσίδα διανοούμενη. Οι τρεις τους αρχικά σχεδίαζαν να ζήσουν μαζί σε ένα είδος πνευματικού κοινοβίου, αλλά ο Νίτσε και ο Ρέε ερωτεύτηκαν τη Σαλομέ. Ο Νίτσε τη ζήτησε σε γάμο, η πρότασή του απορρίφθηκε και η Σαλομέ με τον Ρέε έφυγαν για το Βερολίνο, γεγονός που τον βύθισε σε μελαγχολία.

Φρίντριχ Νίτσε: Ο ιδιοφυής υπαρξιστής-3
O Νίτσε το 1894 στο σπίτι της μητέρας του στο Νάουμπουργκ. Μετά τον νευρικό κλονισμό που υπέστη στις 3 Ιανουαρίου 1889 σε ηλικία 44 ετών, δεν ανέκτησε ποτέ τις πνευματικές του λειτουργίες, καθώς ακολούθησαν τουλάχιστον δύο εγκεφαλικά επεισόδια που τον άφησαν μερικώς παράλυτο και ανίκανο να μιλήσει ή να περπατήσει (Alamy/Visual Hellas.gr).

Το 1883 ο Νίτσε έγραψε τα δύο πρώτα μέρη του σημαντικότερου έργου του, Τάδε έφη Ζαρατούστρα, ενός βιβλίου που ολοκληρώθηκε το 1885 και τυπώθηκε αμέσως σε σαράντα αντίτυπα, τα οποία μοιράστηκαν σε φίλους. Ο θάνατος του Βάγκνερ στις 13 Φεβρουαρίου 1883 τού δημιούργησε μεγάλη αναστάτωση. Στα μετέπειτα χρόνια μετακινούνταν συχνά, στην προσπάθειά του να βρει ένα κλίμα που θα βελτίωνε την υγεία του. Έτσι τους χειμώνες πήγαινε κοντά στη Μεσόγειο –συνήθως στην Ιταλία– και περνούσε τα καλοκαίρια στο χωριό Σιλς Μαρία της Ελβετίας. Έγραφε ακατάπαυστα: Το 1886 δημοσίευσε το Πέραν του καλού και του κακού. Πρελούδιο σε μια φιλοσοφία του μέλλοντος και τον επόμενο χρόνο τη Γενεαλογία της ηθικής, το 1888 τα έργα Λυκόφως των ειδώλων και το Ίδε ο άνθρωπος (Ecce Homo), που ολοκλήρωσε στο Τορίνο.

Κι ενώ η αυθεντία του άρχισε να αναγνωρίζεται και ξεκίνησε να παραδίδει μαθήματα για τη φιλοσοφία του στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, ο Νίτσε κατέρρευσε εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό στο Τορίνο. Μετά τη νοσηλεία του επέστρεψε στο Νάουμπουργκ, όπου ανέλαβε να τον φροντίσει η μητέρα του μαζί με την αδελφή του Ελιζαμπέτ. Κατά τη διάρκεια της ασθένειάς του, η αδερφή του –εξαιρετικά φιλόδοξη, οπαδός του παγγερμανισμού και βαθιά αντισημίτρια– ανέλαβε τον έλεγχο της λογοτεχνικής του κληρονομιάς. Κάνοντας μια επιλογή γραπτών από τα σημειωματάριά του, εξέδωσε το βιβλίο Η δύναμη της θελήσεως, που στην ουσία παραχαράσσει τις ιδέες του αδελφού της. Με κίβδηλες αναφορές, παρεμβάσεις, αποσπασματική χρήση, αυθαίρετη συρραφή και επαναδιατύπωση χειρογράφων, οι ψευδεπίγραφες εκδόσεις της επηρέασαν τη βιβλιογραφία η οποία αφορά τη ζωή και τις απόψεις του Νίτσε επί δεκαετίες.

Μέχρι το 1930 οι ναζί έπρεπε να δηλώσουν την πίστη τους στην αυθεντία του Γερμανού φιλοσόφου, ο δε Άλφρεντ Μπόιμλερ, καθηγητής φιλοσοφίας και επικεφαλής στο κάψιμο των ανεπιθύμητων για το καθεστώς βιβλίων στο Βερολίνο του 1933, επεξεργάστηκε μία ακόμα έκδοση που, όπως και οι δύο προηγούμενες της Ελίζαμπετ, έδινε την εντύπωση ότι είχε γραφτεί από τον ίδιο τον Νίτσε. Ως αποτέλεσμα, το συγκεκριμένο βιβλίο (The Will to Power) αφήνει μια παραπλανητική εντύπωση για τον γενικό χαρακτήρα και το περιεχόμενο των γραπτών που έχουν απομείνει στα σημειωματάρια του Νίτσε. Ευτυχώς, η αυθεντική γραφή είναι πλέον διαθέσιμη σε μια εξαιρετική κριτική έκδοση και μια σειρά από βιογραφίες «ανασκάπτουν» και πάλι τη ζωή του.
Μάρω Βασιλειάδου, πολιτιστική συντάκτρια στην Καθημερινή

Στην απόλυτη αυτή άρνηση του ψέματος, ο Νίτσε αντέταξε την απόλυτη κατάφασή του. Και δικαιολογεί τη νεωτερική θέση του ως εξής: Υπάρχει ένας κόσμος μόνο, κι ο κόσμος αυτός είναι απατηλός, σκληρός, αντιφατικός, παραπλανητικός, ανόητος… Χρειαζόμαστε τα ψέματα, για να διαλύσομε την πραγματικότητα αυτή, την «αλήθεια» αυτή. Χρειαζόμαστε τα ψέματα προκειμένου να ζήσομε. Μέσα από το ψέμα αναδεικνύεται, κατά τον Νίτσε, το μεγαλείο του ανθρώπου.
Θεοδόσιος Πελεγρίνης Η Καθημερινή, 6 Φεβρουαρίου 1994

Φρίντριχ Νίτσε: Ο ιδιοφυής υπαρξιστής-4
Γραμματόσημο από τη Δημοκρατία του Τόγκο, το οποίο απεικονίζει τον Νίτσε. Στο βάθος διακρίνονται οι μορφές της Λου Αντρέας-Σαλομέ, του Πάουλ Ρέε και του Νίτσε, οι οποίοι είχαν αναπτύξει μια ιδιαίτερη φιλία. Και τους τρεις τούς ένωσε η αγάπη για τη φιλοσοφία, ενώ τον Ρέε και τον Νίτσε ένωνε επίσης το ερωτικό ενδιαφέρον τους για τη Σαλομέ (Alamy/Visual Hellas.gr).

Νίτσε: πάντοτε «ζωντανός» για τους μελετητές

Από τους μεγαλύτερους αμφισβητίες του περασμένου αιώνα, ο Νίτσε, όπως ο Μαρξ και ο Φρόιντ, διασάλευσε την επικρατούσα αντίληψη περί κοινωνίας ως συλλογικής συνύπαρξης εχεφρόνων και υπεύθυνων ατόμων. Όμως, παρά το γεγονός ότι η εποχή του έχει ουσιαστικά παρέλθει, παραδόξως το ενδιαφέρον για τον Νίτσε δεν έχει ακόμη εξαντληθεί.

Ακόμη και οι αναλυτικοί φιλόσοφοι της Βρετανίας και της Αμερικής εξακολουθούν πού και πού να επιστρέφουν στο έργο του, χάριν παιδιάς ίσως. Παρά το γεγονός ότι πολλοί έχουν προσπαθήσει να τον απαλλάξουν ολοκληρωτικά από τις κατηγορίες για μισογυνισμό και αντισημιτισμό, είναι γεγονός ότι ο Νίτσε δεν είναι άμοιρος ευθυνών για τη χρησιμοποίηση του έργου του από τους ναζί. Τα κείμενά του εμπεριέχουν σαφείς μισογυνικές νύξεις, όπως και έντονα φασιστικές απόψεις. Άλλωστε, οι αναλυτικοί φιλόσοφοι τον αποκηρύσσουν συλλήβδην, όχι κινούμενοι από κάποια ρηχή ηθικολογία, αλλά επειδή επισημαίνουν τις αντιφάσεις στις οποίες έχει κατ’ εξακολούθησιν περιπέσει και την παντελή έλλειψη συνεκτικού επιχειρήματος που τον διακρίνει.

Φρίντριχ Νίτσε: Ο ιδιοφυής υπαρξιστής-5
O Νίτσε σε ηλικία 17 ετών, το 1861. Τρία χρόνια αργότερα, εγγράφηκε στο Πανεπιστήμιο της Βόννης προκειμένου να σπουδάσει θεολογία και κλασική φιλολογία, με σκοπό να γίνει ιερέας. Μετά από ένα εξάμηνο, παράτησε τις θεολογικές του σπουδές και έχασε την πίστη του (Alamy/Visual Hellas.gr).

Αν όμως, ακόμη και σήμερα, υπάρχει κάτι από το έργο του Νίτσε που μπορεί να εξετασθεί με ενδιαφέρον χωρίς να θεωρείται αναχρονισμός και απώλεια χρόνου, δεν είναι άλλο από την άποψή του περί ηθικής. Κι αν υπάρχει ακόμη μια οδός για να καταξιωθεί ένας παρωχημένος στοχαστής όπως ο Νίτσε, αρκεί η ενδελεχής του ανάλυση περί θρησκείας. Επαναδιατυπώνοντας το παιδικό, και ίσως παιδιαριώδες, ερώτημα «γιατί θα ’πρεπε να ’μαι καλός;», ο Νίτσε επιχείρησε να «απαλλάξει» τον άνθρωπο από κάθε είδους ηθικές επιταγές, συγκαταλέγοντας τη θρησκεία στην κατηγορία των μηχανισμών που έχουν επιστρατευθεί για να καταστείλουν τη βούληση. Εστιάζοντας την προσοχή του στον αλτρουισμό που διαπνέει τον Χριστιανισμό, ο Νίτσε τον αποκήρυξε ως συντονισμένη προσπάθεια των αδυνάμων να υποτάξουν τους ισχυρούς, επιβάλλοντάς τους έναν ηθικό κώδικα που θα καταστέλλει την ελεύθερη βούλησή τους. Οι αρετές τις οποίες αντιπροτείνει ο Νίτσε στις κοινώς αποδεκτές αρετές της δυτικής κοινωνίας είναι η παρόρμηση, η δημιουργικότητα, η αυτοπειθαρχία και η φιλοδοξία.

Σαν πρώτη προσέγγιση στο θέμα, είναι εύλογο να συμφωνήσει κανείς με τον Νίτσε: η συντονισμένη προσπάθεια της κοινωνίας να καθυποτάξει ανθρώπους με εξαιρετικά χαρίσματα, περιορίζοντάς τους ασφυκτικά στις κοινωνικές συμβάσεις, προδίδει μια συλλογική αδυναμία.

Φρίντριχ Νίτσε: Ο ιδιοφυής υπαρξιστής-6
O Φρίντριχ Νίτσε το 1882 σε φωτογραφία του Gustav Schultze (Getty Images/Ideal Image).

Πολλοί ήσαν, άλλωστε, εκείνοι που μελετώντας τη σύγχρονη κοινωνία έσπευσαν να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι ο Νίτσε μπόρεσε να δει πολύ βαθιά.

Ωστόσο ο αμοραλισμός της σύγχρονης κοινωνίας δεν αποτελεί κατ’ ανάγκη απόδειξη της ενάργειας και της διορατικότητας του Νίτσε. Μπορεί απλούστατα να αποκαλύπτει ότι ο Νίτσε δεν ήταν φιλόσοφος, αλλά ένας περιγραφικός ανθρωπολόγος που εντρυφώντας στη μελέτη της ανθρώπινης φύσης διατύπωσε συμπεράσματα τα οποία, αν και στην υποκριτική εποχή του προκάλεσαν αίσθηση, δεν ήταν παρά κοινός τόπος. Και ίσως κατ’ αυτήν την περιγραφική έννοια, ο Νίτσε μπορεί να διεκδικήσει μια σημαντική θέση στην ιστορία των ιδεών και να θεωρηθεί ότι παραμένει ακόμη ζωντανός.
The Economist – Η Καθημερινή, 30 Οκτωβρίου 1994

Επέτειος προφητικού φιλοσόφου

Αναλίσκουμε την ύπαρξή μας μέσα στις βραχυπρόθεσμες απολήξεις τούτων των καθημέριων μεριμνών. Οι οποίες απολήξεις είναι παντελώς διαφορετικές από αυτές του τρέχοντος βίου μας. Και όμως περιέχονται ως δυνατότητες μέσα στα μικρά της ιστορίας μας. Και τούτα τα μικρά και ασήμαντα απεργάζονται τα μεγάλα και σημαντικά που έρχονται και μας βρίσκουν απροετοίμαστους. Χρειάζεται νους οξυδερκής και προφητικός για να αντιληφθεί τον μεγάλο βηματισμό της ιστορίας πέρα από τα μικρά βήματα των καθημερινών ανθρώπων της ιστορίας.

Τέτοιος νους υπήρξε αυτός του Φρειδερίκου Νίτσε, που εφέτος συμπληρώθηκαν 94 χρόνια από τοn θάνατό του και 150 χρόνια από τη γέννησή του. Η στήλη τούτη θέλει να τιμήσει την επέτειο. ∆ιότι ο πνευματικός άνθρωπος των καιρών μας συναντήθηκε κάποτε με το πνεύμα του Νίτσε. Και η συνάντηση αυτή παρέμεινε αλησμόνητη, αν όχι συγκλονιστική.

Φρίντριχ Νίτσε: Ο ιδιοφυής υπαρξιστής-7
O Nίτσε ενόσω ήταν φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Βόννης (Alamy/Visual Hellas.gr).

Ο Νίτσε πέρασε σαν καταιγίδα επάνω από την πνευματική Ευρώπη. Επιθυμούσε να γκρεμίσει το πνευματικό οικοδόμημα τεσσάρων χιλιάδων χρόνων, το χτισμένο, κατά την άποψή του, με υλικά σαθρά και ψευδή που φέρνουν την παρακμή. Και ευαγγελίσθηκε έναν νέο κόσμο, υγιή και αληθινό. Και μόνο το φλογερό πάθος του, η συναρπαστική ευγλωττία του και η ποιητική του μεγαλοσύνη συνιστούν στοιχεία μεγάλης παιδείας. Βέβαια, το οικοδόμημα δεν έπεσε· όμως το «διήρηται η βασιλεία σου» (∆ανιήλ, Ε, 28) που εκτοξεύθηκε εναντίον του από το πλέον διατρητικό πνεύμα της Ευρώπης, το θέτει υπό δεινή κρίση. Έκτοτε το κυνηγάει η κατάρα του Νίτσε. Ο συγγραφέας του «Ζαρατούστρα» είχε τη συναίσθηση πως είναι ένα μοιραίο πνεύμα. Άλλωστε το έλεγε ο ίδιος: «Θα ’ρθει μια μέρα που η ανάμνηση ενός φοβερού γεγονότος θα συνδεθεί με το όνομά μου, η ανάμνηση μιας κρίσης μοναδικής στην ιστορία της Γης… Εγώ δεν είμαι άνθρωπος, είμαι δυναμίτιδα… Η μοίρα μου απαιτεί να είμαι ο πρώτος τίμιος άνθρωπος, θέλει να αισθάνομαι τον εαυτό μου σε αντίθεση με χιλιάδες χρόνια… πρώτος είδα το ψέμα σαν ψέμα… Η μεγάλη πολιτική στον κόσμο αρχίζει μονάχα από μένα». Κι ωστόσο δεν πρόκειται για μεγαλομανία. Πρόκειται για φιλοσοφικές θέσεις διατυπωμένες δραματικά.

Φρίντριχ Νίτσε: Ο ιδιοφυής υπαρξιστής-8
O Νίτσε προς το τέλος της ζωής του. Τη φροντίδα του ανέλαβε η μητέρα του Φραντσίσκα μέχρι τον θάνατό της, το 1897, και έπειτα η αδελφή του Ελίζαμπετ. Τρία χρόνια αργότερα, ο Φρίντριχ Νίτσε πέθανε μετά από πνευμονία και εγκεφαλικό (Alamy/Visual Hellas.gr).

Αυτός ο δραματικός τόνος δημιούργησε τη «λαϊκή» φήμη περί του Νίτσε, που κορυφώθηκε στον «ηρωικό πεσιμισμό» των διαφόρων τύπων της λογοτεχνίας. Θα λέγαμε πως αυτή η όψη του «νιτσεϊσμού» προέρχεται από παρανόηση της ουσίας του. Αυτή τη σύγχυση προσπάθησαν να άρουν δύο μεγάλοι φιλόσοφοι του αιώνα μας, ο Χάιντεγγερ και ο Γιάσιτερς, με δύο ογκώδη βιβλία που εδημιούργησαν για την ουσία της σκέψης του Νίτσε. Επιλέγω μια φράση του Χάιντεγγερ από το σχετικό βιβλίο του. Λέγει λοιπόν πως «οι σκέψεις ενός διανοητή του ύψους του Νίτσε είναι η αντήχηση μέσα στον λόγο της ακόμη άγνωστης ιστορίας του Ούτος, που ο ιστορικός άνθρωπος εκφέρει ως “γλώσσα” του». Δεν πρόκειται να μπούμε στα βαθιά νερά δι’ αυτής της σταγόνας, που είναι το παρόν σημείωμα. Θα τονίσουμε όμως πως ο Νίτσε δεν είναι διανοητής του κανόνα, αλλά της εξαίρεσης. Και έτσι περιγράφει με τη λευκή κιμωλία του μηδενός όλα τα έργα και τις ημέρες των κανονικών ανθρώπων. Και αυτά αιφνίδια χάνουν τη στερεότητά τους. Ο Νίτσε είναι μια φωνή μοίρας που έρχεται από τις άκρες της ιστορικής μας υπάρξεως. Γι’ αυτό είναι προφήτης.

Φρίντριχ Νίτσε: Ο ιδιοφυής υπαρξιστής-9
O Νίτσε ως εθελοντής στο Πυροβολικό του πρωσικού στρατού το 1867, στο Νάουμπουργκ. Παρότι ήταν ένας από τους ικανότερους ιππείς και προβλεπόταν ότι θα ανελισσόταν μέχρι το αξίωμα του λοχαγού, ένας τραυματισμός του τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τον στρατό και να συνεχίσει τις σπουδές του, τις οποίες ολοκλήρωσε το 1868 (Alamy/Visual Hellas.gr).

Τα οράματα του Νίτσε για το πνευματικό μέλλον του Ευρωπαίου ανθρώπου ήταν αποκαλυπτικά και άκρως δυσοίωνα. Ήδη ο Ευρωπαίος βαδίζει στον δρόμο που άνοιξαν οι ορασιές του Νίτσε. Τον βαδίζει όμως αμέριμνος και ανύποπτος, προσέχοντας μόνο τις τιμές των χρηματιστηρίων και τις ισοτιμίες του συναλλάγματος. Και αδιαφορεί για την πνευματική έρημο που ανοίχτηκε μπροστά του, και που ο Νίτσε προφήτεψε τον ερχομό της συνταραγμένος. Ήταν από τους λίγους προφήτες που οι προρήσεις του βγαίνουν αληθινές. Κι ωστόσο τούτο δεν είναι το σημαντικότερο. Το σημαντικότερο είναι η συνολική άποψη που διατύπωσε για την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου στον κόσμο, που ήταν πρωτότυπη, ρηξικέλευθη και τραγικά μεγαλειώδης. Αν εκλόνισε τις αξίες του ανθρώπου περισσότερο από όσο έπρεπε, εμείς καλούμαστε να βρούμε τα βαθύτερα θεμέλιά τους. Αλλιώς μετά τον Νίτσε η ύπαρξή μας θα παραμένει κλονισμένη εσαεί. «Η αλήθεια –είπε– είναι ένα είδος λάθους, χωρίς το οποίο ένα είδος ζωντανών όντων δεν θα μπορούσε να ζήσει». Ιδού η πρόκλησή του, η ανατρεπτική της υποστάσεώς μας. Και η εγερτήρια.
Χρήστος Μαλεβίτσης, Η Καθημερινή, 11 Νοεμβρίου 1994

Φρίντριχ Νίτσε: Ο ιδιοφυής υπαρξιστής-10
Λεπτομέρεια από επιστολή του Νίτσε προς τον φίλο του Χάινριχ Κίζελιτς, στην οποία του ανακοινώνει το όνομα του επόμενου έργου του, Τάδε έφη Ζαρατούστρα, 1η Φεβρουαρίου 1883 (Alamy/Visual Hellas.gr).

Ανέκδοτοι στοχασμοί του Φρειδερίκου Νίτσε

Τ’ αποσπάσματα, τα οποία δημοσιεύομεν κατωτέρω και τα οποία δεν μετεφράσθησαν εισέτι εις ουδεμίαν ευρωπαϊκήν γλώσσαν, ανήκουν εις τα «μετά θάνατον» του Γερμανού ποιητού και φιλοσόφου Φρειδερίκου Νίτσε, παρελήφθησαν δε εκ του έκτου τόμου των Απάντων του. Οι «στοχασμοί» αυτοί εγράφησαν από του 1872-75· είνε λοιπόν μεταγενέστεροι της «Γενέσεως της Τραγωδίας». Ο Νίτσε επρόκειτο να τους αναπτύξη αργότερον –χωρίς όμως να δυνηθή να πραγματοποιήση την επιθυμίαν του– εις συγγράμματα διά των οποίων θα καθώριζε την αποστολήν του φιλοσόφου και την έννοιαν πάσης φιλοσοφίας.

«Έως σήμερα, και ύστερ’ από τόσας κοσμοπολιτικάς ερεύνας και αναζητήσεις, ο Έλλην εξακολουθεί να παραμένη ο πλέον εξελιγμένος άνθρωπος» – έγραφε κάπου ο δημιουργός του «Ζαρατούστρα». Όταν ο ποιητής απησχολείτο με το πρόβλημα του πνευματικού πολιτισμού, ο νους του εστρέφετο αθέλητα προς το μέγα παράδειγμα των Ελλήνων. Και ίσως η σκέψις του, η τόσον ταραγμένη και τόσον συγχρονισμένη, να διεμορφώθη κατόπιν της αναγνώσεως των πρώτων φιλοσόφων, της τραγωδίας του Αισχύλου, της κωμωδίας του Αριστοφάνους. Το ελληνικόν πνεύμα –όπως το απέδειξεν ο Νίτσε εις την «Γένεσιν της Τραγωδίας»– συνδυάζει τον γόνιμον δυναμισμόν του ∆ιονύσου με την φιλοσοφημένην γαλήνην του Απόλλωνος και ευρίσκει την ωραιοτέραν άνθισίν του εις τον αιώνα του Περικλέους. Αιφνιδίως, όμως, ενεφανίσθη ο Σωκράτης, ο μέγας διαφθορεύς, ο οποίος διά της μανίας της αναλύσεως και της διαλεκτικής του απειργάσθη την παρακμήν του ελληνικού πνεύματος. Περί το βασικόν αυτό θέμα στρέφονται αι κατωτέρω δημοσιευμέναι σκέψεις.

1. Το πρόβλημα ενός πνευματικού πολιτισμού σπανίως τίθεται καλώς. Σκοπός του πολιτισμού αυτού δεν είνε να εξασφαλίση την μεγαλυτέραν δυνατήν ευδαιμονίαν ενός λαού, ούτε και να συντελέση εις την απρόσκοπτον ανάπτυξιν όλων των ικανοτήτων του. Απεναντίας: εις λαός λογίζεται πολιτισμένος όταν αι ικανότητές του αναπτύσσονται με ισορροπημένην αναλογίαν. Η αποστολή, λοιπόν, του πολιτισμού αποβλέπει εις κάτι πέραν της ολικής ευδαιμονίας: έγκειται κυρίως εις την δημιουργίαν μεγάλων έργων.

Όλα τα ένστικτα των Ελλήνων φέρουν την σφραγίδα μιας επιτακτικής ενότητος· ας την αποκαλέσωμεν ελληνικήν θέλησιν. Έκαστον των ενστίκτων αυτών τείνει να υπάρξη μόνον του εις το άπειρον. Επ’ αυτών δε των ενστίκτων εστηρίχθησαν οι πρώτοι φιλόσοφοι διά να δημιουργήσουν μίαν έννοιαν του κόσμου.

Ο πνευματικός πολιτισμός ενός λαού εκδηλούται διά της ενωτικής υποταγής των ενστίκτων του λαού αυτού: η φιλοσοφία υποτάσσει το ένστικτον της γνώσεως, η τέχνη υποτάσσει την έκστασιν, η «αγάπη» υποτάσσει τον «έρωτα» κ.ο.κ.

Η γνώσις απομονώνει· οι πρώτοι φιλόσοφοι εμφανίζουν μεμονωμένως ό,τι η ελληνική τέχνη ενεφάνισεν εις εν σύνολον.

Το περιεχόμενον της τέχνης και της αρχαίας φιλοσοφίας είνε το αυτό· παρατηρούμεν, όμως, ότι τα μεμονωμένα στοιχεία της τέχνης μεταβάλλονται εις φιλοσοφίαν διά να υποτάξουν το ένστικτον της γνώσεως. Τούτ’ αυτό παρετηρήθη και εις τους Ιταλούς, διά της επικρατήσεως πνεύματος ατομικισμού τόσον εις την ζωήν, όσον και εις την τέχνην.

2. Με πόσην παιγνιώδη φαντασίαν εξεφράζοντο οι Έλληνες διά τους θεούς των, εις τα ποιητικά των δημιουργήματα!

Η ιστορία είνε πλήρης αντινομιών: αλήθεια και αναλήθεια. Είνε άξιον προσοχής το γεγονός ότι οι χριστιανικοί μύθοι οφείλουν να είνε ιστορικοί.

3. Η παγκόσμιος ιστορία περιορίζεται εις ελάχιστα γεγονότα όταν εξ αυτής συγκρατήσει κανείς μόνον τας μεγάλας φιλοσοφικάς ανακαλύψεις, παραμελών τας χρονικάς περιόδους, αι οποίαι αντέδρασαν εις την εξάπλωσιν των φιλοσοφικών αυτών ρευμάτων. Από αυτής της απόψεως, διαπιστώνομεν εις τους Έλληνας μίαν δημιουργικήν δράσιν και ικανότητα, την οποίαν δεν ημπορούμεν να συναντήσωμεν αλλού. Ενεψύχωσαν την σημαντικωτέραν περίοδον της ιστορίας της ανθρωπότητος και εδημιούργησαν όλων των ειδών τους τύπους.

Αυτοί ανεκάλυψαν την Λογικήν…

Φρίντριχ Νίτσε: Ο ιδιοφυής υπαρξιστής-11
Σκίτσο του Χανς Όλντε στα τέλη του 1899, που απεικονίζει τον καταπονημένο υπαρξιστή φιλόσοφο (Alamy/Visual Hellas.gr).

4. Αν ο άνθρωπος οφείλει τόσα εις την ανάπτυξιν του ελληνικού πολιτισμού, αυτό πρέπει ν’ αποδοθή εις το ότι ο δυτικός πολιτισμός διεμορφώθη επί τη βάσει του ελληνικού.

5. Οι φιλόσοφοι, οι αναφερόμενοι κατωτέρω, αποδεικνύουν ποίους κινδύνους έφερεν εις τους κόλπους του ο ελληνικός πολιτισμός: ο μύθος χρησιμεύει διά την αποχαύνωσιν της σκέψεως· θεραπεία του κακού: η λελογισμένη αφαίρεσις και η ακριβής γνώσις.– ∆ημόκριτος.

Η νωχελική εγκατάλειψις εις τας ανέσεις της ζωής· θεραπεία του κακού: η λιτότης και η ασκητική αντίληψις περί ζωής του Πυθαγόρα, του Εμπεδοκλέους και του Αναξιμάνδρου.

Η σκληρότης εις την πάλην και την μάχην· θεραπεία: ο Εμπεδοκλής και αι απόψεις του περί αυτοθυσίας.

Το ψεύδος και η απάτη· θεραπεία: ο ενθουσιασμός διά το αληθές, εις όλας του τας συνεπείας.

Η επιτηδειότης, η υπερβολική αγάπη προς τας συναναστροφάς· θεραπεία: η υπερηφάνεια και η μόνωσις του Ηρακλείτου.

Οι φιλόσοφοι αυτοί αποδεικνύουν την ζωτικότητα ενός πολιτισμού, ο οποίος δημιουργεί μόνος του τα μέσα θεραπείας του.

Πώς απέθανεν η εποχή αυτή; Κατά τρόπον αφύσικον. Πού εκρύβοντο λοιπόν τα σπέρματα της αποσυνθέσεως;

Η φυγή των καλυτέρων πολιτών μακράν του κόσμου υπήρξεν μία μεγάλη δυστυχία. Η ιστορία αυτή άρχισε με τον Σωκράτην. Το άτομον άρχισε αιφνιδίως να σχηματίζη μεγάλην ιδέαν περί αυτού. Εις ταύτα, προσετέθη διά τας Αθήνας και η πανώλης. Και η καταστροφή συνεπληρώθη διά των Περσικών Πολέμων. Ο κίνδυνος ήτο πολύ μεγάλος και η νίκη υπήρξεν εξαιρετική. Θάνατος του μεγάλου μουσικού λυρισμού και της φιλοσοφίας.

6. Κατέστη αναγκαίον δι’ εμέ να μάθω πώς εφιλοσόφουν οι Έλληνες, κατά την περίοδον της καλλιτεχνικής των ανθίσεως. Αι σωκρατικαί σχολαί, αι οποίαι ελειτούργουν εν μέσω ωκεανού τελειότητος και καλλονής, αντικαθρεπτίζουν την φιλοσοφικήν σκέψιν της εποχής εκείνης. Στοχάζομαι ότι οι σωκρατικοί ετήρησαν έναντι της τέχνης στάσιν άλλοτε εχθρικήν και άλλοτε θεωρητικήν.

7. Ιδού πώς πρέπει να κρίνη κανείς τους πρώτους Έλληνας φιλοσόφους: υπέταξαν το ένστικτον της γνώσεως. Πώς ο Σωκράτης απηλλάγη βαθμιαίως, αργότερα, της επιδράσεώς των; Εν πρώτοις, διαπιστώνομεν και εις τον Σωκράτην και εις την σχολήν του την ιδίαν τάσιν: το ένστικτον της γνώσεως οφείλει να υποταχθή εις την ατομιστικήν αντίληψιν περί ευδαιμονίας. Η άποψις αυτή προδίδει ήδη παρακμήν. Προηγουμένως, δεν εγένετο λόγος περί ατόμων, αλλά περί Ελλήνων.

8. Οι μεγάλοι πρώτοι φιλόσοφοι ελάμβανον μέρος εις την γενικήν ζωήν της Ελλάδος· μετά τον Σωκράτην ήρχισαν σχηματιζόμεναι αιρέσεις. Σιγά-σιγά, η φιλοσοφία παρέχει μεγαλύτερον πεδίον δράσεως εις την επιστήμην.

9. Ενίοτε, εις τους Έλληνας, η αρχαϊκή μορφή αποτελεί την ανωτάτην μορφήν εκδηλώσεως καλλιτεχνικής συγκινήσεως: απόδειξις ο διθύραμβος και η τραγωδία. Ο κίνδυνος διά τους Έλληνας συνίστατο εις την επιδεξιότητα που έδειξαν εις όλα τα είδη. Με τον Σωκράτην, εμφανίζονται και οι δεξιοτέχναι της ζωής.

Πώς πρέπει να εξηγήσωμεν τον αγώνα του Πλάτωνος κατά της ρητορικής; Ο Πλάτων εζηλοτυπούσε την ιδίαν επίδρασίν του.

Η αρχαϊκή Ελλάς απεκάλυψε τας αρετάς της διά της συνεχούς γραμμής των φιλοσόφων της. Αλλ’ η ενότης αυτή διεσπάσθη από τον Σωκράτην, ο οποίος επεζήτησε ν’ απαρνηθή κάθε παράδοσιν, να γίνη πρωτεϊκός.

Το γενικόν μου σχέδιον είνε: ν’ αποδείξω ποίαι συγγένειαι, ποίοι απόκρυφοι δεσμοί συνδέουν την ζωήν, την φιλοσοφίαν και την τέχνην, χωρίς η φιλοσοφία να καθίσταται ανιαρά.

10. Ο τελευταίος φιλόσοφος. –Αυτός θα ημπορούσε να είναι και μια διαδοχή γενεών. Καθήκον του είνε να υποβοηθήση μόνον την ζωήν. ∆ιακηρύσσει την ανάγκην της ψευδαισθήσεως της τέχνης – της επικρατήσεως της τέχνης επί της ζωής. Είνε αδύνατον να εμφανισθή σήμερον μια χορεία φιλοσόφων ανάλογος προς εκείνην η οποία ενεφανίσθη εις την Ελλάδα, κατά την εποχήν της τραγωδίας. Μόνον η τέχνη ημπορεί σήμερον να εκπληρώση τον ρόλον αυτόν.

11. Οι Έλληνες υπήρξαν εξερευνηταί, ταξιδιώται και αποικισταί. Εννοούσαν να μάθουν και είχον εις θαυμαστόν βαθμόν ανεπτυγμένην την ικανότητα της αφομοιώσεως.

Η εποχή μας δεν πρέπει να φαντάζεται ότι εξήρθη εις ανωτέρας σφαίρας με τας επιστημονικάς της αναζητήσεις, διότι εις τους Έλληνες όλα μετεβάλλοντο εις ζωήν. Ενώ δι’ ημάς όλα αποτελούν μόνον γνώσιν.
Φρειδερίκος Νίτσε, Η Καθημερινή, 17 Ιουνίου 1935

Η φιλοσοφική ποιητική του Φρ. Νίτσε

Ο Νίτσε στην πρώτη φάση του έργου του διαπιστώνει την τραγική αντιθετικότητα της ζωής και προσπαθεί να τη διαγράψει μέσα σε συγκρουόμενα ζεύγη εννοιών, που εκφράζουν θεμελιώδεις καταστάσεις του περασμένου όντος. Τέτοιες καταστάσεις είναι η ζωή και ο θάνατος, η ανάδυση και η κατάδυση, η μορφή και το άμορφο, η πολλότητα και η ενότητα. Η αντιθετικότητα όμως αυτή υπερβαίνεται μέσα στην ενότητα, που είναι η αιώνια ανακύκληση. Η γενική ερμηνευτική αρχή του κόσμου, όπως την πραγματοποιεί ο Ηράκλειτος, ξαναζεί στον Νίτσε υπό μια νέα σκοπιά.

Για να ερμηνεύσει τραγικά το είναι, ο Νίτσε καταφεύγει στο παράδειγμα της τραγικής τέχνης των Ελλήνων. Στο έργο του «Η γέννηση της τραγωδίας», συλλαμβάνει την τέχνη του τραγικού ως μια σύνθεση του ∆ιονυσιακού και Απολλώνιου πνεύματος. Ο ∆ιόνυσος και ο Απόλλων χρησιμοποιούνται από τον Νίτσε ως σύμβολα για να δηλώσουν δύο αρχές –την κίνηση της μουσικής, που μοιάζει, όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί ο Σοπενχάουερ, με μια καθολική γλώσσα, όχι όμως κενή σαν εκείνη των αφηρημένων εννοιών, αλλά εποπτική– και τη στάση της εικόνας, της όμορφης αρμογής της μορφής. Μουσική και εικόνα, άλογη έκσταση και έλλογο μέτρο συνθέτουν την τραγωδία.

Φρίντριχ Νίτσε: Ο ιδιοφυής υπαρξιστής-12
Η μικρότερη αδελφή του Φρίντριχ Νίτσε, Ελίζαμπετ, σε νεαρή ηλικία. Μετά τον θάνατό του, στις 25 Αυγούστου 1900, ανέλαβε χρέη επιμελήτριας και εκδότριας των έργων του. Παρενέβη σημαντικά στα κείμενά του χωρίς την έγκρισή του, όπως και ο φίλος του Χάινριχ Κίζελιτς (Πέτερ Γκαστ), γεγονός που κατακρίνεται από τους σύγχρονους μελετητές (Getty Images/Ideal Image).

Το ερμηνευτικό αυτό σχήμα ο Νίτσε το μεταφέρει από το επίπεδο της τέχνης στο επίπεδο του κόσμου και ζητά μ’ αυτό να αποκρυπτογραφήσει το σύνολο των όντων. Το ∆ιονυσιακό ταυτίζεται μεταφορικά με την αρχή του απείρου, το δε Απολλώνιο με την αρχή του πέρατος. Το είναι πλάθει μορφές, όπως το όνειρο του ανθρώπου πλάθει εικόνες.

Η γλώσσα λοιπόν της αισθητικής, εφαρμοσμένη στο παράδειγμα της τραγικής τέχνης, μετακινείται από τον Νίτσε σε μιαν άλλη κλίμακα, γίνεται γλώσσα της οντολογίας, για να ερμηνεύσει αισθητικά το κοσμικό γίγνεσθαι, που ο φιλόσοφος το χαρακτηρίζει ως την πρωταρχική ποίηση, ανάλογη προς την ανθρώπινη ποίηση, που είναι η τέχνη.

Ο ίδιος ο Νίτσε αντιθέτει την εικονική-μεταφορική του γλώσσα προς τη γλώσσα των αφηρημένων εννοιών. Ο επιστήμονας, λέει, κινείται μέσα σε έννοιες, χωρίς να γνωρίζει πια ότι οι έννοιες είναι μόνο κενές μεταφορές, που έχουν φτωχύνει σε νόημα. Η έννοια είναι η κενή φλούδα μιας φλεγόμενης από ενόραση μεταφοράς. Στο πρόσωπο του Σωκράτη βλέπει τον άνθρωπο των εννοιών, τον ρασιοναλιστή και γι’ αυτό τον καταστροφέα της τραγικής τέχνης. Γενικά ο Νίτσε αντιθέτει τον επιστήμονα προς τον καλλιτέχνη. Ο πρώτος τείνει να σωθεί μέσα σε στεγάσματα (gehauser), θεωρώντας τις έννοιες ως την ουσία των πραγμάτων, ενώ ο δεύτερος έχει επίγνωση της απάτης όλων των καθορισμών, ακόμα και αυτών των μεταφορών, αλλά κινείται ελεύθερα απέναντι στην πραγματικότητα, δημιουργικά, πλάθοντας εικόνες. Η συμπλοκή και η ισορρόπηση του εικονικού με το ανεικονικό.

Φρίντριχ Νίτσε: Ο ιδιοφυής υπαρξιστής-13
Αγγλική έκδοση του Τάδε έφη Ζαρατούστρα, η οποία χρονολογείται στο 1899 (Alamy/VisualHellas.gr).

Ο Νίτσε καταφεύγει στο σύμβολο του παιχνιδιού, για να εξηγήσει το φαινόμενο της ποίησης. Εμπνευσμένος από τον Ηράκλειτο (αιών παις έστι παίζων, πεσσεύων παιδός η βασιλήιη, απ. Β52), εικονίζει τη γένεση και τη φθορά των όντων σαν ένα παιγνίδι που παίζουν οι πρωταρχές, ο ∆ιόνυσος και ο Απόλλων. Είναι το παιγνίδι της ενότητας των αντιθέσεων. Το κοσμικό παιγνίδι είναι όπως και το παιγνίδι της τέχνης ένα γεγονός αισθητικό, που δείχνει την «αθωότητα του γίγνεσθαι». Κι ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να μεταπηδήσει από το δικό του παιγνίδι στο μεγάλο παιγνίδι του κόσμου και να μετάσχει σ’ αυτό, να γίνει συμπαίκτης στο παιγνίδι του χρόνου, που όλα τα γεννά κι όλα τα καταβροχθίζει σε μιαν αιώνιαν ανακύκληση.

  Η γλώσσα του Νίτσε έχει μια διάρθρωση νοημάτων που εκφράζεται και συνάμα σκεπάζεται από εικόνες.

Η ποιητική γλώσσα της φιλοσοφίας του Νίτσε εμφανίζεται μ’ όλο τον δυναμισμό της στο έργο του «Τάδε έφη Ζαρατούστρα». Κι όμως, φαίνεται εδώ ακριβώς το πρόβλημα της λειτουργίας της μεταφοράς. Η εικόνα δεν υψώνεται πάντα σε σύμβολο, που να συνθέτει το συγκεκριμένο με το καθολικό. Πολλές φορές η εικόνα και το νόημα διασπάζονται και ο λόγος γίνεται παραβολικός ή αλληγορικός.

Ένα παράδειγμα της αλληγορικής συμβολικής παίρνουμε από τον Ζαρατούστρα. Ο άνθρωπος λέει ότι [είναι] μια γέφυρα και όχι ένας σκοπός. Η μετάβαση-γέφυρα δηλώνεται με τρεις εικόνες: την [καμήλα] (ο άνθρωπος κάτω υπό το βάρος της υπερβατικότητας), το λιοντάρι (ο αποδεσμευμένος άνθρωπος της άρνησης) και το παιδί (ο άνθρωπος της κατάφασης, που πραγματώνει το παιγνίδι της δημιουργίας).

Η γλώσσα λοιπόν του Νίτσε έχει μια διάρθρωση νοημάτων, που εκφράζεται και συνάμα σκεπάζεται από εικόνες. Η προσωπίδα, που τόσο εμφαντικά θέλει να απορρίψει ο φιλόσοφος, γίνεται μοιραία όψη του αφανέρωτου, που γοητεύει και σιωπά συγχρόνως. Η γλώσσα της εννοιολογικής αφαίρεσης, που δρα στο υπόβαθρο με συλλογιστικά σχήματα, σπάζει την παγιότητά της και έρχεται στο φως μεταμορφωμένη σε εικόνες, που βγαίνουν στο φως της όμορφης φαινομενικότητας όπως τα όντα της πρωταρχικής ποίησης.
Κώστας Π. Μιχαηλίδης, Η Καθημερινή, 12 Μαρτίου 1989

Η περιπέτεια του Ουμανισμού

Τη χρονιά που πεθαίνει ο Φώυερμπαχ, ο Νίτσε, ο «υψηλότερος και ο ευγενέστερος αντίπαλος των χριστιανών διανοητών», όπως τον χαρακτηρίζει ο Σαρλ Ντυ Μπος, δημοσιεύει το πρώτο του έργο. Καμμιά εκτίμηση δεν έδειχνε για τον συγγραφέα της «Ουσίας του Χριστιανισμού». Και όμως. Από τους δασκάλους του, τον Σοπενάουερ και τον Βάγνερ, χωρίς να το συνειδητοποιήση δέχτηκε την επίδραση του Φώυερμπαχ, από την οποία είχαν διαβρωθή οι πνευματικοί του παιδαγωγοί. Στην ήρεμη παράταξη των αθεϊστικών διανοημάτων του Φώυερμπαχ έφερε ο Νίτσε το πάθος του. Για τον Νίτσε ο Θεός δεν είναι παρά ο καθρέφτης του ανθρώπου. Ο άνθρωπος σε μερικές εξαιρετικές καταστάσεις παίρνει συνείδηση της δυνάμεως που έχει διά της αγάπης που τον ανυψώνει. Αλλά, καθώς τέτοιες συνειδητοποιήσεις του έρχονται κάπως απότομα, δεν τολμά ν’ αποδώση στον εαυτό του αυτήν την δύναμη και αυτήν την αγάπη και τις βλέπει σαν ιδιότητες ενός υπερανθρώπινου όντος που του είναι ξένο. Μοιράζει λοιπόν σε δύο σφαίρες τις δύο όψεις της ανθρώπινης φύσεως! Την όψη την συνηθισμένη, την καθημερινή, την αδύνατη, που την βάζει στην σφαίρα «άνθρωπος», και την όψη τη σπάνια, την ισχυρή, την εκπληκτική, που την βάζει στη σφαίρα «Θεός». Έτσι βρίσκεται κλεμμένος από τον ίδιο τον εαυτό του ο άνθρωπος απ’ ό,τι καλύτερο έχει. Στο χριστιανισμό η διαδικασία αυτή της απογυμνώσεως φτάνει στα άκρα. Κάθε καλό, κάθε μεγαλείο, κάθε αλήθεια, δεν δίνεται παρά με τη θεία χάρη. Στη «Βούληση της ∆υνάμεως» θα πη ο Νίτσε: «Είναι μια αξιοθρήνητη ιστορία: Ο άνθρωπος ζητάει μια αρχή, στο όνομα της οποίας να μπορή να περιφρονήση τον άνθρωπο. Επινοεί έναν άλλο κόσμο για να μπορή να συκοφαντή και να βρωμίζη αυτόν εδώ». Αλλ’ η αποστροφή του Νίτσε για τον χριστιανισμό είναι ένστικτη, είναι «εκ γενετής». Πρέπει να λυτρωθή κατά τον Νίτσε ο άνθρωπος από τον Θεό όχι με επιχειρήματα λογικής, αλλά με μια πράξη θελήσεως. Πρέπει να τολμήση. Έως τώρα οι άθεοι φιλόσοφοι προσπαθούσαν ν’ «αποδείξουν» την ανυπαρξία του Θεού, αράδειαζαν επιχειρήματα, «εξηγούσαν» τον αθεϊσμό. Ο Νίτσε θα προστρέξη στον «δυναμισμό», που σε τελευταία ανάλυση είναι το άλογο. Με αποφθεγματικές προτάσεις θα μας πη πως η πίστη στον Θεό είχε ως αποτέλεσμα να δαμαστή ο άνθρωπος (Zahmen), τώρα, είναι καιρός να ξερριζώσουμε από τον άνθρωπο την πίστη αυτή, να τον υψώσουμε (Zuchten).

Φρίντριχ Νίτσε: Ο ιδιοφυής υπαρξιστής-14
Η τελευταία σελίδα από το χειρόγραφο του Ecce Homo, του τελευταίου πρωτότυπου έργου του Νίτσε πριν από τον θάνατό του. Γράφτηκε το 1888, αλλά εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1908. Διακρίνονται οι «διορθώσεις» του Χάινριχ Κίζελιτς/Πέτερ Γκαστ (Alamy/Visual Hellas.gr).

Ας δηλώσουμε, λοιπόν, τολμηρά τον «Θάνατο του Θεού». Και στην κραυγή αυτή που αντηχεί σαν μια νεκρώσιμη καμπάνα την ώρα που ξεψυχάει ο 19ος αιώνας, ο Νίτσε δίνει ένα καινούργιο νόημα. ∆εν είναι στο στόμα του «Ο Θεός πέθανε» ούτε θρήνος, ούτε σαρκασμός. Εκφράζει μια εκλογή. «Τώρα η όρεξή μας αποφασίζει εναντίον του χριστιανισμού και όχι τα επιχειρήματά μας» θα μας πη στη «Χαρούμενη Γνώση». Πρόκειται για μια πράξη. Μια πράξη τόσο ωμή όσο είναι η πράξη του φονιά. «Είμαστε οι δολοφόνοι του Θεού», αυτή είναι η αγαπημένη έκφραση του Νίτσε. Παρατηρεί ο Καρλ Γιάσπερς στο θαυμάσιο βιβλίο του που αφιερώνει στον συγγραφέα τού «Πέρα από το καλό και το κακό»: «Υπάρχει σ’ αυτόν μια καθολική αρνητικότητα, ένα χωρίς όρια ανικανοποίητο μπροστά σ’ οποιαδήποτε άποψη της υπάρξεως, και αυτή η φορά της αρνήσεως γίνεται με τέτοιο πάθος, με μια τέτοια θέληση θυσίας, που φαίνεται νάρχεται από τα ίδια βάθη από τα οποία ήρθαν οι μεγάλες θρησκείες και οι πίστεις των προφητών». Έτσι η κραυγή «Θάνατος του Θεού» μεταβάλλεται σε μια θετική, για τον Νίτσε, στάση: «Τι θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε αν υπήρχε Θεός;» –λέει ο Ζαρατούστρας– «Στερημένη από τον Θεό στον οποίο αναπαυότανε η ανθρωπότητα, χρεωστεί τώρα να προχωρήση εμπρός, ν’ ανεβή». Σ’ αυτήν την προοπτική τα «ελεύθερα πνεύματα» σκιρτούν. Μια τέτοια αποκάλυψη είναι αληθινά η «Χαρούμενη Γνώση». ∆οκιμάζουν το θριαμβικό αίσθημα πως είναι «οι λυτρωμένοι άνθρωποι στους οποίους τίποτα δεν απαγορεύεται» (Νίτσε, Η Βούληση της ∆υνάμεως). Ο «μεγαλύτερος κίνδυνος» που τους απειλούσε παραμερίστηκε από το δρόμο τους (Νίτσε, ο Ζαρατούστρας). Αυτό το πτώμα του Θεού που διαλύεται είναι η αφετηρία για μια γιγάντια επιχείρηση. Η υπέροχη περιπέτεια ημπορεί τώρα ν’ αρχίση: «Μαθαίνοντας πως ο παλιός Θεός πέθανε, νοιώσαμε λουσμένοι μέσα στο φως μιας νέας αυγής. Η καρδιά μας ξεχειλίζει από ευγνωμοσύνη, έκπληξη, προαίσθημα, αναμονή. Να, που οι ορίζοντες και πάλι είναι ελεύθεροι. Να, που τα πλοία μας μπορούν επί τέλους να ξεκινήσουν και ν’ αρμενίσουν περιφρονώντας κάθε κίνδυνο. Κάθε προσπάθεια, κάθε απόπειρα επιτρέπεται στους πρωτοπόρους της γνώσεως. Η θάλασσα, η θάλασσά μας, και πάλι μας ανοίγει όλες τις εκτάσεις της…». Έτσι δοξολογεί ο ποιητής φιλόσοφος τον χωρίς Θεό ουμανισμό. Μια τέτοια έκρηξη λυρισμού που πραγματώνεται μέσα σε μια ωρισμένη κατάσταση πνευμάτων τις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα, δεν μπορούσε παρά να είναι μεταδοτική και η μιασματικότητά της φτάνει έως τις ημέρες μας. Τον «ερχομό του μηδενισμού» βλέπει ο Νίτσε ως συνέπεια του «Ο Θάνατος του Θεού» σ’ ένα του γράμμα στον Γεώργη Μπρανκτές, γραμμένο το Νοέμβριο του 1888. Αλλ’ όλα αυτά δεν είναι παρά η έκφραση μιας εντελώς εσωτερικής και βαθυτάτης κρίσεως. Υπάρχει κάτι που τραντάχτηκε δυνατά και τέλος έσπασε μέσα στην ψυχή των ανθρώπων πριν σπάσουν οι ιστορικές αξίες του. Βρισκόμαστε μπροστά σ’ αυτό που ο Νικόλαος Μπερντιάεφ, προικισμένος κι’ αυτός με το «προφητικό» δώρο αλλά και με μια ισχυρή διαγνωστική ικανότητα, ωνόμασε πολύ πετυχημένα: «αυτοκαταστροφή του ουμανισμού». Είμαστε, δηλαδή, τώρα σε μια θέση από την οποία μπορούμε πειραματικά να επαληθεύσουμε πως «εκεί όπου δεν υπάρχει Θεός, δεν υπάρχει ούτε άνθρωπος» (Μπερντιάεφ, Ένας Νέος Μεσαίωνας). Τι πραγματικά έγιναν οι υψηλότατες φιλοδοξίες αυτού του χωρίς Θεό ουμανισμού, όχι μόνο στην πράξη, αλλά και σ’ αυτήν την σκέψη των αποστόλων του; Τι έγινε ο άνθρωπος του άθεου αυτού ουμανισμού; Ένα ον που δεν τολμά κανείς να το πη ον. Ένα πράγμα που δεν έχει εσωτερικό. «Άνθρωπος κοινωνικός και ιστορικός» από τον οποίο δεν μένει τίποτα άλλο από μια καθαρή αφαίρεση έξω από τις κοινωνικές του σχέσεις. ∆εν υπάρχει πια […] αυτό ούτε βαθύτητα ούτε ομοιότητα. Τίποτε δεν εμποδίζει να χρησιμοποιηθή το ον αυτό, το προϊόν αυτό του χωρίς Θεό ουμανισμού, σαν υλικό η επικράτηση μιας ομάδας προνομιούχων κυριάρχων. Αυτός ο άνθρωπος του άθεου ουμανισμού είναι κυριολεκτικά διαλυμένος. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει άνθρωπος, γιατί δεν υπάρχει τίποτα που να ξεπερνά τον άνθρωπο.

Ας μη τα ρίχνουμε όλα σε μερικές χονδροκομμένες παραμορφώσεις του άθεου ουμανισμού. Όλοι οι επίγονοι του Μαρξ δεν κληρονόμησαν το πνεύμα του. Η κληρονομιά του Νίτσε είναι ακόμη περισσότερο αλλαγμένη και δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο προφήτης του Ζαρατούστρα θάταν ο πρώτος σήμερα που για πολλούς λόγους θα καταριόταν πολλούς απ’ αυτούς που θέλησαν να φανούν ως οπαδοί του. Αλλ’ οι παραμορφώσεις αυτές δεν είναι τόσο οι προδοσίες του δόγματος όσο η συνέπεια μιας μοιραίας χρεωκοπίας. Ο άνθρωπος δεν είναι ο εαυτός του παρά όσο φωτίζεται από μια θεία αχτίδα. Εάν η εστία του φωτός εξαφανισθή, σβήνει και η αντανάκλαση. Είναι, κατά κάποιο τρόπο, το Θείο η Τρίτη διάσταση μέσα στην οποία ο άνθρωπος βρίσκει το βάθος του. Εάν ο άνθρωπος γίνη του εαυτού του Θεός, μπορεί για κάμποσο καιρό να τραφή με την παραίσθηση ότι υψώνεται, αλλά πραγματικά δεν θ’ αργήση να δη πως πέφτει και πως οι παλιές δυνάμεις της Μοίρας που τις είχε εξορκίσει ο Χριστιανισμός, τον παίρνουν και πάλι στην κατοχή τους. Μέσα στα όνειρα της ολοκληρωτικής χειραφετήσεως βλέπει σε λίγο νάρχεται απειλητική η σκλαβιά. «Ξεκινώντας από την απεριόριστη ελευθερία καταλήγω στον χωρίς όρια δεσποτισμό», λέει ο θεωρητικός επαναστάτης Τσιγκάλεφ στους «∆αιμονισμένους» του Ντοστογέφσκυ. Πόσα σημερινά γεγονότα δεν επαληθεύουν τους συλλογισμούς αυτούς του ήρωα του Ντοστογέφσκυ!
Κ. Ι. ∆εδόπουλος, Η Καθημερινή, 24 Αυγούστου 1955

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή