Στη Χασιά, το πιο κοντινό χωριό στην Αθήνα στους νοτιοδυτικούς πρόποδες της Πάρνηθας, όπου αγαπούν να εκδράμουν εδώ και δεκαετίες οι Αθηναίοι τις Κυριακές για καλό κρέας, καθαρό αέρα και ανεμπόδιστη θέα στο πράσινο, η εικόνα είναι αποκαρδιωτική.
Στο τέλος της Λεωφόρου Φυλής, στην εξοχική ταβέρνα το «Φαράγγι», το πίσω μέρος της οποίας παραδόθηκε στις φλόγες όπως και μέρος του σπιτιού πάνω από την ταβέρνα, η κ. Ντανιέλα, συγγενής του ιδιοκτήτη, σκουπίζει τις στάχτες στην αυλή. Η κίνησή της μοιάζει περιττή μέσα σε αυτό το μαυρισμένο τοπίο. Η ίδια όμως, όπως και οι υπόλοιπο κάτοικοι γύρω της, προσπαθεί να πιάσει από την αρχή την καθημερινότητα. Η πράσινη θέα ολόγυρα σε αυτή τη χαράδρα αποτελεί παρελθόν.
«Το μαγαζί λειτουργεί 45 χρόνια. Θα περάσει καιρός μέχρι να συνέλθουμε» λέει συμπυκνώνοντας το αίσθημα των κατοίκων για την επόμενη μέρα. «Ποιος θα θέλει να καθίσει εδώ; Θα προσπαθήσουμε να το ξαναστήσουμε όμως, σίγα-σιγά» συμπληρώνει.
Από ένα γύρισμα του αέρα έτυχε να μην καούμε
Λίγα μέτρα παρακάτω, ο Σταμάτης Αβράμης, ιδιοκτήτης της ταβέρνας «Αβράμης» από το 1988, κάθεται σε ένα από τα τραπέζια της αυλής μαζί με τον γιο του, συνοφρυωμένος αλλά κι ανακουφισμένος που το δικό του μαγαζί έχει λίγες απώλειες. «Σώθηκε η ταβέρνα, το σπίτι λίγο πιο μέσα στο δάσος αλλά και τα ζώα μας. Από ένα γύρισμα του αέρα έτυχε να μην καούμε εμείς. Η “μπίλια” καθόταν ανάλογα με τη φορά των ανέμων. Κάποιοι καίγονταν, κάποιοι όχι».
Ο ίδιος έχει ξαναδεί φωτιά σε τόσο κοντινή απόσταση το 1981 και το 1989. Για την πυρκαγιά της περασμένης Τρίτης, όμως, λέει το εξής: «Δεν υπήρχε γιατρειά γι’ αυτή τη φωτιά. Σε μισή ώρα είχε φτάσει εδώ από τη Μονή Κλειστών. Στις 11.50 ήταν στις ταβέρνες και στις 12.20 στην έξοδο του χωριού».
Ο κ. Αβράμης σημειώνει πως Πυροσβεστική, εθελοντές, κάτοικοι και αστυνομικοί, όλοι έδωσαν αγώνα. «Τα εναέρια λόγω των ανέμων δεν μπορούσαν να πετάξουν. Ένα ελικόπτερο που ήρθε, πάλευε» περιγράφει.
Και η επόμενη μέρα; Όπως λέει: «Συστατικό στοιχείο για τις επιχειρήσεις μας ήταν το περιβάλλον τοπίο. Θέλω να πιστεύω πως σε κάποιο καιρό από τώρα, δεν θα έχουμε πρόβλημα. Το ίδιο με εμάς έχει πάθει και το Μενίδι και είχαν πάθει και οι Θρακομακεδόνες και η Βαρυμπόμπη στο παρελθόν. Θα αρχίσουμε πάλι από την αρχή, θα γίνει αναδάσωση…. Θέλω να είμαι αισιόδοξος. Χωρίς αισιοδοξία, δεν υπάρχει τίποτα».
Με ένα ξύλινο κοντάρι για στήριγμα του στο περπάτημα, συναντάμε στον δρόμο και τον κ. Δημήτρη Βερούτη, ο οποίος γεννήθηκε στη Χασιά το 1938. Ο ίδιος είδε τη φωτιά από το σπίτι του, δύο χιλιόμετρα πιο μακριά. «Οι φλόγες είχαν 15 μέτρα ύψος» περιγράφει. «Έκαψαν όλα τα πεύκα και τις ελιές. Καταστροφή. Πρώτη φορά φτάνει τόσο κάτω η φωτιά» λέει με θλίψη.
Στα ψηλά του χωριού, μέσα στο βουνό, συναντάμε και την κ. Γεωργία, το σπίτι της οποίας είναι ολοσχερώς καμένο. Χτίστηκε το 2004, όταν η οικογένεια εγκατέλειψε το σπίτι με ενοίκιο στο Καματερό, για να φτιάξει κάτι δικό της εδώ.
Για το σπίτι μείναμε. Ακόμα το χρωστάμε στην τράπεζα.
«Πήραμε δάνειο και αγοράσαμε το οικόπεδο. Είναι εκτός σχεδίου, αλλά εντός οικιστικής ζώνης. Πήραμε ρεύμα και νερό και χτίσαμε ένα καλυβάκι με φιλανδική ξυλεία γιατί θεωρείται άκαυστη. Τελικά κατακάηκε», μας λέει περιγράφοντας τη μικρή ιστορία αυτής της οικίας, με το μαυρισμένο πια μικρό σιντριβάνι στη μέση της αυλής. «Ο άντρας μου συγχωρέθηκε το 2012 και οι δύο μου γιοι έστησαν τις οικογένειές τους στη Θεσσαλονίκη, αλλά εγώ έμεινα εδώ με την κόρη μου… Για το σπίτι μείναμε. Ακόμα το χρωστάμε στην τράπεζα» συμπληρώνει.
Όταν η φωτιά φάνηκε σε πολύ κοντινή απόσταση, οι αστυνομικοί της είπαν να φύγει. «Σκέφτομαι πως αν είχα παραμείνει εδώ, θα το είχα σώσει. Όπως βλέπετε, πολλά σπίτια τριγύρω μου είναι άθικτα» λέει, εκφράζοντας το παράπονό της, προσθέτοντας άλλο ένα: «Την Τρίτη το βράδυ ο δήμος μας έβαλε να μείνουμε σε ένα ξενοδοχείο στην Πάρνηθα. Μετά από δύο ημέρες, δόθηκε εντολή εκκένωσης για το συγκεκριμένο ξενοδοχείο. Είμαι στον αέρα. Την κόρη μου θα την φιλοξενήσει για αρχή μια φίλη της. Εγώ, μπορεί και να μείνω στο αυτοκίνητο έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα. Μετά σκέφτομαι να πάω στους γιους μου, στη Θεσσαλονίκη».
Την αφήνουμε με το κλιμάκιο του Δήμου που κάνει καταγραφή στις ζημιές, να της δίνει οδηγίες για τις επόμενες κινήσεις που πρέπει να κάνει, για να αιτηθεί οικονομική βοήθεια ως πυρόπληκτη.
Αποκαΐδια και πίκρα στην Αγία Παρασκευή
Φεύγοντας από τον Δήμο Φυλής, κατευθυνόμενοι προς τον όμορο Δήμο Αχαρνών που επίσης λάβωσε βαριά η πυρκαγιά, κάνουμε μια στάση στην Ιερά Μονή της Αγίας Παρασκευής, όπου εκτυλίχθηκαν ανατριχιαστικές στιγμές το μεσημέρι της Τετάρτης.
Για να σωθεί το μοναστήρι με τις 12 μοναχές, χρειάστηκε να επέμβουν εθελοντές και πολίτες, οι οποίοι ανέβηκαν στη σκεπή όπου είχε «σκαρφαλώσει» η φωτιά.
Η Σουζάνα Λοϊζίδη, μία από τις 12 αδελφές της μονής, μένει εκεί από το 2008. Με φωνή που οριακά ακούγεται από την ένταση όλων αυτών των ημερών και με τις υπόλοιπες αδελφές δίπλα της να μαζεύουν στάχτες από τον περίβολο του μοναστηριού, ενώ οι εργάτες του Δήμου βοηθάνε στην αποκατάσταση, περιγράφει τις σκληρές σκηνές που εκτυλίχθηκαν στη μονή.
«Η φωτιά έφτασε στον ελαιώνα πίσω από το μοναστήρι, μετά άρπαξαν τα ξύλα που είχαμε από πίσω και στη συνέχεια απλώθηκε στη στέγη, η οποία και άρπαξε. Δόξα τον Θεό, μας έδωσαν τις πρώτες βοήθειες εθελοντές και παιδιά της γειτονιάς μέχρι να φτάσουν οι πυροσβέστες, οι οποίοι πάλεψαν με τη φωτιά, σώμα με σώμα. Οι αστυνομικοί κουβαλούσαν τις φιάλες υγραερίου που έχουμε στην κουζίνα, για να μην εκραγούν». Η κ. Λοϊζίδη δηλώνει εξίσου εντυπωσιασμένη με τις ανεξέλεγκτες κινήσεις της φωτιάς και απορεί πώς έσπασε τα τζάμια ενός δωματίου της μονής, αλλά «άφησε» άθικτες τις εύφλεκτες, νάιλον κουρτίνες.
Όπως και στη Χασιά, έτσι και εδώ, στα σημεία που έχει σαρώσει η φωτιά, μερικές τούφες πρασίνου παραμένουν άθικτες.
Ίδιο το σκηνικό και στον συνοικισμό της Αγίας Παρασκευής. Στην οδό Τσουραπά κάποια σπίτια είναι ολοσχερώς καμένα, ενώ άλλα δίπλα τους είναι ελάχιστα «τραυματισμένα» ή και άθικτα. Σε όποιο «στρατόπεδο» κι αν βρίσκονται, οι γείτονες είναι σε απόλυτη σύμπνοια και με ανοιχτές τις πόρτες των σπιτιών τους για να βοηθούν ο ένας τον άλλο.
Ένα κλιμάκιο του Ερυθρού Σταυρού είναι επίσης εδώ. Η κ. Δάλα, νοσηλεύτρια στην εν λόγω ΜΚΟ, εξηγεί πως το κλιμάκιο πηγαίνει πόρτα- πόρτα, για να καταγράψει τις ανάγκες των κατοίκων σε υπηρεσίες υγείας και ψυχολογικής υποστήριξης.
Όπως αναφέρει: «Καταρχάς, τους ενημερώνουμε ότι πρέπει να φορούν μάσκες προστασίας αυτές τις ημέρες που κάνουν εργασίες. Θέλουν να στηρίξουν το σπίτι τους. Το ψυχολογικό φορτίο είναι μεγάλο. Κλαίνε. Βγάζουν την ένταση που έζησαν όλες αυτές τις ημέρες. Έχουν πολύ ανάγκη να μιλήσουν και να εκφράσουν τα συναισθήματα που βίωσαν κατά τη διάρκεια της φωτιάς. Νιώθουν στρες και φόβο».
Ο Γιάννης, στέκεται έξω από το ολοσχερώς καμένο σπίτι του παππού του, κου Διονύση. Όλα έχουν καταστραφεί, εκτός από τον μικρό κήπο στα αριστερά.
«Το βράδυ της Τρίτης η φωτιά κατέβαινε τον λόφο, αλλά όχι με δυνατό αέρα» ξεκινά να δίνει το δικό τους χρονικό της φωτιάς. «Το επόμενο πρωί έφτασε εδώ αλλά έδειχνε να πηγαίνει στον δρυμό. Μέσα σε δευτερόλεπτα, ο αέρας άλλαξε. Στην αρχή προσπαθούσαμε να προφυλάξουμε το σπίτι μας με συμπολίτες μας. Οι πυροσβέστες είχαν παραταχθεί στο τέρμα του δρόμου για να αντιμετωπίσουν τη φωτιά. Οι αστυνομικοί μας έδιωξαν με το ζόρι. Αρχίσαμε να ερχόμαστε εδώ σαν τους κλέφτες, πηδώντας μάντρες για να δούμε τι γίνεται».
Ο κ. Διονύσης θα μείνει για αρχή στο σπίτι της κόρης του. Τα πρακτικά, γραφειοκρατικά ζητήματα που του εξηγούν τα κλιμάκια του δήμου αλλά και των μηχανικών ότι πρέπει να κάνει εφεξής, δεν μοιάζει να τον απασχολούν και πολύ. Έχει πιάσει το λάστιχο και ποτίζει τις γλάστρες. «Να έχουμε τουλάχιστον τον κήπο μας να παρηγοριόμαστε» λέει σε όσους τον παρακολουθούν με αγωνία, καθώς βρίσκεται μέσα στο κατεστραμμένο σπίτι που δημιούργησε πριν από 40 χρόνια.
Ολοσχερώς καμένο είναι και το σπίτι που νοικιάζει ο Γιώργος από μια ξαδέρφη του μαζί με τη σύντροφό του Πωλίνα, έναν δρόμο παρακάτω. Το ζευγάρι αρραβωνιάστηκε πριν λίγο καιρό και ο Γιώργος δουλεύει σε ένα εργοστάσιο της περιοχής.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η Πυροσβεστική δεν μπήκε ποτέ στον δικό τους δρόμο. «Δεν ήταν ότι δεν θέλαν τα παιδιά, δεν έφταναν οι δυνάμεις» λέει και σημειώνει πως τελικά πάλεψε να το σώσει μαζί με τον αδερφό του και τρεις εθελοντές – συμπολίτες. «Να ναι καλά, δεν ξέρω καν τα ονόματά τους» σημειώνει.
Η Πωλίνα, σημειώνει ότι τα πράγματα τώρα είναι δύσκολα και πως η μέριμνα του Δήμου δεν επικοινωνείται με τον σωστό τρόπο στους πολίτες, δεν δίνονται σαφείς οδηγίες. «Χθες πληρώσαμε 55 ευρώ για να μείνουμε σε ξενοδοχείο» μας λέει.
Στα όρια Αγίας Παρασκευής και Αγίου Ιωάννη Ρώσου, στη θέση Γκατζανά όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι, η φωτιά έχει σταματήσει στο τέλος μιας πλαγιάς, έχει μαυρίσει και το συρματόπλεγμα, αλλά όχι το σπίτι που είναι σχεδόν πάνω της.
Ο Δημήτρης Κουσίδης περιγράφει πως εν μέρει γλύτωσαν γιατί κατάβρεχαν όλο το βράδυ της Τρίτης το σπίτι και την πλαγιά με λάστιχα. Η Πυροσβεστική ήταν εδώ όταν η φωτιά έγλειψε την περίφραξη. Ο ίδιος αναφέρει πως ενώ πολύ συχνά ζητούν από το δασαρχείο να κόψει τα δέντρα ακριβώς από πάνω τους, για να μην κινδυνεύουν, για να γίνουν αντιπυρικές ζώνες αλλά και για να μπορεί να περνά η Πυροσβεστική όταν πιάνει φωτιά, το αίτημα δεν εισακούεται.
Η οικογένεια μένει σε αυτό το σημείο από το 2000. «Πιο πριν μέναμε στο Μενίδι, μέσα στην πόλη. Στον σεισμό του 1999, όταν και γκρεμίστηκαν τα σπίτια μας, ήρθε εδώ ο πεθερός μου, ο Νικόλαος Φωτιάδης, σε ένα οικόπεδο που είχε και σιγά-σιγά χτίσαμε οι έξι οικογένειες τα σπίτια μας γύρω του».
«Φύγαμε με τον σεισμό από το ένα σπίτι, τώρα θα ξαναφύγουμε κι από εδώ με τις πρώτες πλημμύρες» λέει ο ίδιος ο κ. Φωτιάδης, εκφράζοντας τον βαθύτερο φόβο του για το μέλλον, τώρα που αυτός της πυρκαγιάς έσβησε.