H επταετία της δικτατορίας αποτέλεσε περίοδο απομόνωσης της Ελλάδας στην Ευρώπη. Το Συμβούλιο της Ευρώπης απέπεμψε τη χώρα μας το 1969. Η ΕΟΚ, καθώς δεν υπήρχε συγκεκριμένη πρόβλεψη, αποφάσισε να «παγώσει» τη Συμφωνία Σύνδεσης. Με την πτώση της χούντας, μία από τις πρώτες κινήσεις της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας ήταν η επιστροφή στην Ευρώπη. Στις 17 Σεπτεμβρίου, οι υπουργοί Εξωτερικών των εννέα κρατών-μελών της ΕΟΚ συμφώνησαν το άμεσο «ξεπάγωμα» της Συμφωνίας Σύνδεσης. Ωστόσο, αυτό ήταν το πρώτο βήμα. Απώτερος στόχος ήταν η πλήρης ένταξη. Στην πράξη, η ένταξη θεωρήθηκε από την κυβέρνηση Καραμανλή ως η άλλη όψη του νομίσματος της αποκατάστασης της δημοκρατίας. Eτσι, στις 12 Ιουνίου 1975, η ελληνική πλευρά κατέθεσε αίτηση.
Oπως υπογραμμίζεται στο πρωτοσέλιδο της «Κ» της 12ης Ιουνίου, «η Συμφωνία Συνδέσεως προβλέπει ότι η χώρα μπορούσε να ζητήση την πλήρη ένταξή της το 1984 ή και νωρίτερα μετά από σχετική αίτηση. Την προνομιακή αυτή διάταξη της Συμφωνίας των Αθηνών επικαλείται σήμερα η Ελλάς με την αίτησή της προς τις εννέα χώρες της Κοινότητος». Παρ’ όλα αυτά, το εγχείρημα δεν ήταν εύκολο. Από τη μια, η ΕΟΚ, έχοντας πλέον όχι έξι αλλά εννέα κράτη-μέλη, παρουσίαζε διαφοροποιημένες ισορροπίες στο εσωτερικό της. Από την άλλη, το Κυπριακό αύξανε τους δισταγμούς. Σε αυτό το κλίμα, η κυβέρνηση είχε ήδη δρομολογήσει σειρά επαφών ώστε να αναπτυχθεί κλίμα διμερούς συνεργασίας. Ωστόσο, η εισήγηση της Εκτελεστικής Επιτροπής, στις αρχές του 1976, μαρτυρούσε τις δύσκολες συνθήκες του ελληνικού εγχειρήματος, αφού δεν θεωρούσε ούτε δυνατή ούτε επιθυμητή την άμεση ένταξη της Ελλάδας, όπως τονίζεται και στο πρωτοσέλιδο της 30ής Ιανουαρίου. Ο δρόμος για την ένταξη θα αποδεικνυόταν μακρύς και δύσκολος.