Ο Σταύρος Θεοδωράκης αποχαιρετίζει τον Γιώργο Γραμματικάκη: «Εφυγε» ο συνωμότης του καλού

Ο Σταύρος Θεοδωράκης αποχαιρετίζει τον Γιώργο Γραμματικάκη: «Εφυγε» ο συνωμότης του καλού

«Πού πάει ο άνθρωπος όταν φεύγει;», σε είχα ρωτήσει μια νύχτα με ξαστεριά –και τσικουδιά– στην Κρήτη. Και εσύ ξεκίνησες πάλι να μιλάς για το σύμπαν το απέραντο, και για το τίποτα, που είμαστε εμείς.

5' 40" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Την Κυριακή με ρωτούσαν πάλι για σένα. Ότι είχες χαθεί από τα στέκια σου, στην Αθήνα. Και εγώ ο βλάκας τους καθησύχασα. «Μόλις χειμωνιάσει θα πάρει το καπέλο του και θα έρθει». Αλλά εσύ έφυγες για το μεγάλο καλοκαίρι. Ή μήπως για τον μεγάλο χειμώνα; Τόσα ήξερες, αυτό δεν μπορούσες να το απαντήσεις; «Που πάει ο άνθρωπος όταν φεύγει;», σε είχα ρωτήσει μια νύχτα με ξαστεριά – και τσικουδιά – στην Κρήτη. Και εσύ δεν είπες «μην με ρωτάς ανοησίες» αλλά ξεκίνησες πάλι να μιλάς για το σύμπαν, το σύμπαν το απέραντο, και για το τίποτα, που είμαστε εμείς. Εμείς ως ίχνος…

Φίλε πόσο ωραίος ήσουν στην Σούγια.

Λες και ζούσες μόνο για εκείνες τις μέρες του Αυγούστου.

Μια στιγμή να εξηγήσω σε όλους τι γινόταν στην σκιά του Κουστογέρακου και συνεχίζω τον αποχαιρετισμό σου.

Κάθε Δεκαπενταύγουστο  λοιπόν έδινες ραντεβού στη Σούγια με όλους τους σοφούς. Ο Τραχανάς από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις, ο Καζαμιάκης ο Αρχαιολόγος, ο Καφάτος ο βιολόγος, ο Οικονόμου ο φυσικός, ο Κασόλας ο συγγραφέας. Η καθηγήτρια Δάφνη Μανουσάκη για να πάμε και στους νεότερους. Ο Δεληβοριάς και ο Κριμιζής δεν είχαν καταφέρει να έρθουν, αλλά αυτούς τους βλέπαμε στην Ανάβυσσο – μόνο ο Κούνδουρος, άλλος θαυμαστής σου και αυτός, είχε φύγει… Μάζευες λοιπόν όλους τους σπουδαίους να πίνουν, να τρώνε και να τραγουδούν… Κρητικά αλλά και ρεμπέτικα. Και Κωχ που σου άρεσε. Και Μαρκόπουλο και Χατζηδάκη βέβαια.  «Ο εφιάλτης της Περσεφόνης» με την φωνή της Φαραντούρη, το καλύτερο σου. Θυμάσαι αλήθεια τότε που «ξεναγούσες» τον Μάνο στην συνοικία του Καράβολα; 

Γυναίκες στις παρέες; Περισσότερες από τους άντρες. Αυτές άλλωστε μάγευες πιο πολύ. Με την Εύα, την γυναίκα σου, στο πλευρό σου να χαμογελάει για το ατέλειωτο φλερτ σου με την ζωή. Η Εύα που ήταν για άπειρα χρόνια Διευθύντρια στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου και μετά του Ιστορικού, η Εύα που στα τραπέζια μιλούσε λίγο… Αλλά τα βλέμματα σας συμπορευόντουσαν πάντα. Από τα φοιτητικά χρόνια και τους αγώνες για την ίδρυση της ΕΦΕΕ.

Θυμάσαι στα Τεμένια ένα βράδυ; Κάστανα στιφάδο από τα χέρια της κυρίας Βασιλικό. «Η Κρήτη έχει μια σχιζοφρένεια» μας έλεγες ανάμεσα στις μαντινάδες. «Η ομορφιά, ο έρωτας, ο σπαραγμός, το μίσος, η εκδίκηση»…

Μια φορά στους «Πρωταγωνιστές» σε είχα παρασύρει να μιλήσουμε για μουσική. Ήσουν τότε και αντιπρόεδρος της Λυρικής – άλλη μεγάλη σου αγάπη και αυτή. Και μου αφηγήθηκες: «Εγώ ήμουν από αστική οικογένεια του Ηρακλείου. Άκουγε Αττίκ, Σογιούλ, Χαιρόπουλο… Οι μαντινάδες ήταν των χωριών και τα ριζίτικα των πολεμιστών. Δεν μας ανήκαν. Κάποια στιγμή όμως ο πατέρας μου, και ενώ έκανα μεταπτυχιακά στο Λονδίνο, μες στην τεχνολογία, μου έστειλε κάτι μικρά δισκάκια των 45 στροφών με ριζίτικα και μαντινάδες. Ό,τι καλύτερο υπήρχε εκείνη την εποχή. Ο Μουντάκης και ο Ξυλούρης είναι οι άγγελοι της κρητικής μουσικής – και στις μορφές ήταν άγγελοι… Εκεί λοιπόν στο Λονδίνο αγάπησα την κρητική μουσική. Η Ελλάδα μέσα μας πικραίνει, έξω όμως την ανακαλύπτουμε πολύ πιο εύκολα».

Πρύτανη σε φώναζα όλα αυτά τα χρόνια.

Εντυπωσιασμένος από αυτά που είχες καταφέρει στα πανεπιστήμια. Δυο φορές σε είχαν αναδείξει Πρύτανη στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Μέχρι και τον Καστοριάδη είχες κάνει επίτιμο διδάκτορα. Και όταν μετά τις πρυτανείες, στις αρχές της δεκαετίας του 2.000, κυκλοφόρησε «Η κόμη της Βερενίκης» την διάβαζα με κόκκινο στυλό στα χέρια, μη μου ξεφύγει λέξη ασημείωτη.

Κάποια στιγμή είπαμε να κάνουμε και μια κουβέντα, μπροστά στις κάμερες, για τους «ψεκασμένους». Άνοιξη του 2013 με την έχθρα να πλημμυρίζει τους δρόμους και να μην φεύγει στους υπονόμους αλλά να σκαρφαλώνει στα κτήρια και να μας πνίγει.   

«Κι εσείς πιστεύετε πάντως στην εξωγήινη ζωή», σε προβόκαρα.

«Υπάρχει εξωγήινη ζωή, είμαι βέβαιος απλώς δεν μας έχει επισκεφθεί κανένας εξωγήινος και δεν προβλέπω και στο άμεσο μέλλον να μας επισκεφθεί», μου απάντησες.

Μας ενοχλούσαν τότε, και τους δύο, οι θεωρίες συνωμοσίας, που είχαν κυριεύσει πολιτικούς, δημοσιογράφους αλλά και επιστήμονες.

«Εγώ θα απολογηθώ για τους δημοσιογράφους», προσπαθούσα να σου ξεφύγω.

«Και τότε εγώ γιατί να απολογηθώ για τους επιστήμονες»;

«Όχι απλώς δε θα εκλείψουν οι θεωρίες συνομωσίας», πίστευες «αλλά και θα ενισχύονται γιατί υπάρχει πια το διαδίκτυο».

«Η μεγαλύτερη ίσως εφεύρεση της εποχής μας είναι ταυτόχρονα το μεγάλο φυτώριο των θεωριών συνωμοσίας», συμφωνήσαμε. «Γιατί εκεί ο κάθε πικραμένος μπορεί να ερμηνεύσει τα φαινόμενα, την πολιτική ζωή, τους εξωγήινους, το φεγγάρι, τα πάντα και να έχει ακροατήριο έτοιμο και μάλιστα φανατισμένο».

Έτσι καταλήξαμε να μιλάμε για πολιτική και οδηγηθήκαμε στην υποψηφιότητα σου και βέβαια στην εκλογή σου ως Ευρωβουλευτής με το «Ποτάμι» το 2014.

Πλησίαζες στην Σεβαστουπόλεως και σε καταλάβαινα από την μυρωδιά του καπνού της πίπας. Εκτός αν μου έδινες ραντεβού στο Φίλιον για να βρίσκεις ευκαιρία να περνάς από τον Δημήτρη στην Λυκαβηττού να δεις αν έχει φτιάξει καμιά καινούργια πίπα. 

«Ο πολιτικός κόσμος, με κάποιες εξαιρέσεις, κινείται στο επίπεδο των εντυπώσεων και σπανίως της ουσίας», έλεγες. «Ο λαϊκισμός είναι μια πηγή των ελληνικών δεινών. Κανείς από εμάς δεν φταίει. Πάντα κάποιοι άλλοι έχουν την ευθύνη. Ούτε οι κοντινές μας εξουσίες φταίνε. Κάποιες άλλες αδιόρατες ηγεσίες φταίνε.  Έτσι γινόμαστε παθητικοί και αδιάφοροι. Και τι να κάνεις αφού μας ‘’ψεκάζουν’’; Τώρα πως αυτοί που μας ψεκάζουν, μένουν έξω από τον ψεκασμό, ε αυτό είναι αναπάντητο».

Γελούσαμε αλλά τα ακροατήρια σου, ήθελαν την «λύση τυφλοσούρτη»: «Τι κάνουμε λοιπόν κύριε καθηγητά;».

«Αυτό που μας χρειάζεται είναι αυτό που μας χρειαζόταν πάντα – και ιδιαίτερα στην

Ελλάδα – καλύτερη και βαθύτερη παιδεία.  Και μια συνομωσία του καλού που θα μας κάνει να βλέπουμε την ζωή διαφορετικά». «Η συνομωσία του καλού» που δεν καταφέραμε.

Αλλά αρκετά με τα μανιφέστα.

Θέλω να ξαναπάμε στα στέκια και τα τραπεζώματα.

Για τις συζητήσεις, ζούσες. Μόνο που με τα χρόνια δεν ήθελες να γίνονται στα αμφιθέατρα – το είχες εξαντλήσει αυτό – αλλά σε μια γωνία μιας ταβέρνας. Με καλό κρασί – αυτό ήταν αδιαπραγμάτευτο. Να ξεδιπλώνουμε τα χαρτιά μας χωρίς άγχος.

Και όταν μπήκες στις 28 Σεπτέμβριου στο Πανεπιστημιακό του Ηρακλείου τίποτε πάλι δεν σε άγχωσε. Ούτε τα παιδιά σου – η Μαρία και ο Οδυσσέας – φοβήθηκαν. «Μια αντιβίωση, μια δυο μερούλες και μετά σπίτι». Αλλά αυτός ο πανούργος ο σπάνιος μύκητας  δεν έλεγε να υποχωρήσει και την Δευτέρα μπήκες στην εντατική. Να φύγεις ήσυχα το πρωί της Τετάρτης.

«Με μπέρδεψες απόψε» σου έλεγα καμιά φορά.

Και εσύ πάντα απαντούσες – σοφά, όπως το σκέφτομαι τώρα: «Όχι τόσο όσο θα θελα πάντως».

Η διαδρομή του

Γεννήθηκε το 1939 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Σπούδασε Φυσική στο ΕΚΠΑ και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στο Imperial College του Λονδίνου. Επιστημονικοί σταθμοί του ήταν ο «Δημόκριτος», το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πυρηνικών Ερευνών (CERN) στη Γενεύη, το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, όπου ήταν επισκέπτης καθηγητής. Εξελέγη δύο φορές (1990-1996) πρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης. Το 2014 εξελέγη ευρωβουλευτής με Το Ποτάμι. Εχει γράψει βιβλία όπως «Η κόμη της Βερενίκης» και «Συνομιλίες με το φως», και άρθρα σε εφημερίδες και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης. Απεβίωσε στις 25 Οκτωβρίου 2023, σε ηλικία 84 ετών.

Ακούστε το podcast εδώ

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή