Οι λίστες είναι η πιο υπερτιμημένη μπανανόφλουδα της δημοσιογραφίας, ελληνικής και ξένης. Είναι εύκολες, γρήγορες, διαβάζονται πολύ και, ακόμη χειρότερα: αναπαράγονται πολύ. Στην ψηφιακή εποχή κατακλυζόμαστε από λίστες για τα πάντα. Την περασμένη εβδομάδα, η ιστοσελίδα των διάσημων αμερικανικών ταξιδιωτικών οδηγών Fodor’s δημοσίευσε μια λίστα προορισμών που αποθαρρύνει τους αναγνώστες της να επισκεφθούν (Not-to-Go List) για το 2024. Και μαντέψτε, η Αθήνα φιγουράρει ανάμεσά τους, μαζί με τη Βενετία, εξαιτίας του υπερτουρισμού. Το ρεπορτάζ που συνοδεύει την επιλογή της Αθήνας εστιάζεται στα πλήθη που κατακλύζουν την Ακρόπολη μετά την πανδημία και στις επιπτώσεις που πιθανόν να έχει το τουριστικό success story της ελληνικής πρωτεύουσας στον χαρακτήρα των γειτονιών της και στην αυθεντικότητα της εμπειρίας των επισκεπτών μας.
Το θέμα του υπερτουρισμού, αν και υπαρκτό σε πολλούς δημοφιλείς ευρωπαϊκούς προορισμούς (Αμστερνταμ, Βενετία, Βαρκελώνη κ.α.) δεν είχε απασχολήσει την Αθήνα πριν από το φετινό καλοκαίρι. Δεν παραείναι νωρίς για να μπει στον άχαρο αυτό χάρτη μια πόλη που μέχρι πριν από λίγα χρόνια αγκομαχούσε να προωθήσει τον εαυτό της ως city break προορισμός; Ο κ. Αρης Ικκος, επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ), μου θυμίζει ότι ο ελληνικός τουριστικός κλάδος σε όλες τις εκφάνσεις του, κρατικές, θεσμικές και ιδιωτικές, δεν αναγνωρίζει θέμα υπερτουρισμού στην Ελλάδα. «Ενα από τα βασικά συστατικά του φαινομένου είναι η δυσφορία του τοπικού πληθυσμού και κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται εδώ. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να λάβουμε τα μέτρα μας, δεδομένης της δυναμικής που έχει αναπτύξει το τουριστικό προϊόν της χώρας. Για εμάς επείγει τόσο η διαχείριση των προορισμών όσο και η διαχείριση των μνημείων, όπως έγινε πρόσφατα με τη θεσμοθέτηση ζωνών επισκεψιμότητας στην Ακρόπολη». Τι σημαίνει, με λίγα λόγια, διαχείριση προορισμών; «Μιλώντας για την Αθήνα σημαίνει ότι προωθείς πολιτικές και παρεμβάσεις με τις οποίες δεν συνωστίζεις όλους τους επισκέπτες σου σε μια ζώνη από την Πλάκα μέχρι το Μοναστηράκι, ούτε τους φέρνεις όλους τον Ιούλιο και τον Αύγουστο».
Κάτοικος και τουρίστας
Συζητώντας το θέμα με την πρόεδρο του Markenting Greece Ιωάννα Δρέττα, σπεύδει να καταθέσει την καχυποψία της για κάθε είδους λίστες, είτε αυτές μας ευνοούν είτε όχι. «Συχνά οι λίστες ανακυκλώνουν μόδες και δεν είναι απίθανο να είναι προϊόν σύνθετων συγκρούσεων συμφερόντων που μαίνονται στο προσκήνιο. Η συγκεκριμένη, πάντως, συνοδεύεται από ρεπορτάζ και στοιχειώδη δημοσιογραφική τεκμηρίωση, επομένως δεν έχω την αίσθηση ότι ανήκει σε αυτές τις κατηγορίες». Στο διά ταύτα, η κ. Δρέττα συμφωνεί με την ουσία όσων υποστηρίζει ο επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΣΕΤΕ. «Είναι αλήθεια ότι στην περίπτωση της Αθήνας οι τουριστικές ροές συγκεντρώνονται σε μικρή ακτίνα γύρω από την Ακρόπολη, είναι επομένως ανάγκη να δημιουργηθούν εμπειρίες που θα διαχέουν τους επισκέπτες ευρύτερα». Υπογραμμίζει ότι ο τουρισμός είναι επέκταση της ζωής των κατοίκων, που σημαίνει ότι «ευτυχισμένοι τουρίστες δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς ευτυχισμένους κατοίκους». Εχοντας πει αυτό, πιστεύει ακράδαντα ότι η διαχείριση των προορισμών σε όλη τη χώρα είναι κορυφαίο ζήτημα για την επόμενη μέρα του τουρισμού. «Είναι αναγκαία η ενσωμάτωση των αξιών της βιώσιμης ανάπτυξης στο τουριστικό προϊόν, δηλαδή ο σεβασμός στο περιβάλλον και στην κοινωνία, η διατήρηση της ταυτότητας και του τοπικού χρώματος στους προορισμούς».
«Επείγει τόσο η διαχείριση των προορισμών όσο και η διαχείριση των μνημείων, όπως έγινε πρόσφατα με τη θεσμοθέτηση ζωνών επισκεψιμότητας στην Ακρόπολη».
Δεν θα μπορούσε να συμφωνήσει περισσότερο η Τίνα Κυριάκη, μία από τις πιο δυναμικές φιγούρες της νέας εποχής του αθηναϊκού τουρισμού. Το 2013 ίδρυσε την Alternative Athens, μια εταιρεία διοργάνωσης εναλλακτικών αθηναϊκών tours για ξένους επισκέπτες και πιο πρόσφατα την Back to the routes, ανάλογης φιλοσοφίας επιχείρηση με έμφαση σε προσωποιημένες (tailor made) εμπειρίες ελληνικής ζωής σε όλη τη χώρα. Η κ. Κυριάκη μίλησε στη ρεπόρτερ των Fodor’s χωρίς να γνωρίζει ότι επρόκειτο για ένα δημοσίευμα που θα αποθάρρυνε δυνητικούς επισκέπτες μας να ταξιδέψουν στην Ελλάδα. «Αν το γνώριζα, προφανώς και δεν θα συμμετείχα, όχι μόνο για όλους τους ευνόητους λόγους, αλλά γιατί πιστεύω ότι η Αθήνα δεν βρίσκεται ακόμη σε αυτό το σημείο». Αλήθεια, πού βρισκόμαστε, τη ρωτάω. «Θεωρώ ότι η Αθήνα αντιμετωπίζει απειλή υπερτουρισμού. Δεν είμαστε Βαρκελώνη ή Αμστερνταμ, έχουμε όμως όλες τις προϋποθέσεις να πάμε προς τα εκεί και μάλιστα χωρίς τις υποδομές που αυτές οι πόλεις διέθεταν σε μεγαλύτερο βαθμό από εμάς. Ο υπερτουρισμός δεν είναι κάτι που δημιουργείται από τη μια μέρα στην άλλη και ξαφνικά ξυπνάμε και αναρωτιόμαστε “μα, πώς φτάσαμε μέχρι εδώ;”».
Οι δύο μεγάλες απειλές
Ποιες πτυχές του φαινομένου την απασχολούν περισσότερο; «Υπάρχουν δύο πτυχές που είναι ιδιαίτερα ανησυχητικές για εμένα. Η μία αφορά τη διάβρωση του χαρακτήρα της πόλης και η άλλη τις ροές των επισκεπτών». Της ζητάω να πει περισσότερα: «Το κέντρο της Αθήνας είναι σχετικά μικρό και τα πράγματα που μπορεί να κάνει μόνος του ο επισκέπτης περιορισμένα και συγκεντρωμένα στο ιστορικό κέντρο. Ετσι, ο μεγάλος όγκος των επισκεπτών τείνει να κινείται σε πολύ συγκεκριμένες γειτονιές και πλέον κάνει την παρουσία του αισθητή. Αυτό ακόμη δεν αποτελεί πρόβλημα, όμως η περαιτέρω αύξησή του θα αποτελέσει πρόβλημα για την καθημερινότητα των κατοίκων και τη λειτουργικότητα της πόλης». Ταυτόχρονα, τα τελευταία χρόνια η κ. Τίνα Κυριάκη παρατηρεί μεγάλες αλλαγές στο κέντρο της Αθήνας. «Κι εμένα μου αρέσουν πολύ οι αλλαγές. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι αυτές οι αλλαγές τείνουν να είναι μονοθεματικές». Δηλαδή; «Βλέπουμε να εμφανίζονται συνεχώς νέα ξενοδοχεία, καφέ, εστιατόρια κ.λπ., τα οποία θα μπορούσαν να ενισχύουν και να ανανεώνουν τον αστικό ιστό και τη ζωή μας σε αυτόν και σε ένα βαθμό το κάνουν. Αντί όμως αυτά να εμφανίζονται με τρόπο που να εξαπλώνουν την πόλη, εμφανίζονται αντικαθιστώντας κάτι άλλο. Και αυτό το κάτι άλλο είναι το κύριο συστατικό της γοητείας της Αθήνας: τα παραδοσιακά μαγαζιά, τα παλιά καφενεία ή ταβέρνες, οι ατημέλητες γωνιές της πόλης, η καθημερινή ζωή εντέλει, όλο αυτό το ασύμμετρο και χαοτικό μωσαϊκό που δίνει στην Αθήνα τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της, την αίσθηση πολυσυλλεκτικότητας, απουσίας οργάνωσης, αναπάντεχης συνάντησης και τελικά ανεμελιάς. Αυτό είναι που εκτιμούν και αναζητούν τόσο οι Δυτικοί επισκέπτες μας, γιατί ίσως αυτό είναι που τους λείπει στις σούπερ οργανωμένες κοινωνίες τους. Αν αυτό το συστατικό εξαφανιστεί, τι θα μείνει για τον επισκέπτη, αλλά, κυρίως, τι θα μείνει και για εμάς που ζούμε την πόλη μας καθημερινά;».
Υπάρχουν εργαλεία που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν αποτρεπτικά; Η κ. Κυριάκη πιστεύει ότι εσωτερικά πρέπει να δουλέψουμε πάνω στην αποτροπή της περαιτέρω αλλοίωσης του χαρακτήρα της πόλης. «Θα μπορούσε π.χ. να δημιουργηθεί ένα σχέδιο σχετικά με τον αριθμό Airbnb και ξενοδοχείων που μπορούν να υπάρχουν σε μια συγκεκριμένη περιοχή, να γίνεται έλεγχος στην αλλαγή χρήσης ενός κτιρίου ή εγκατάστασης που έχει μια ιστορική σημασία ή προσθέτει στον ιδιαίτερο χαρακτήρα της πόλης πριν δοθεί άδεια να μετατραπεί σε άλλο ένα καφέ, εστιατόριο ή ξενοδοχείο, έλεγχος στον αριθμό κρουαζιερόπλοιων ανά ημέρα (που ελάχιστο έσοδο αφήνουν πραγματικά στην πόλη), καθώς και ορισμός των ωρών επίσκεψης των επιβατών των κρουαζιερόπλοιων στην Ακρόπολη». Και στο εξωτερικό; «Εκεί πρέπει να δουλέψουμε πάνω στην έννοια της προτροπής: Ποιο είναι το είδος του τουρίστα που πραγματικά θέλουμε; Θέλουμε ένα μαζικό τουρισμό χαμηλότερου εισοδήματος ή έναν επισκέπτη υψηλότερου εισοδηματικού επιπέδου, που θα έρχεται, όμως, σε μικρότερα νούμερα; Η επιλογή φαίνεται προφανής, αλλά δεν είναι τόσο απλή για μια χώρα που ζει μαζικά από τον τουρισμό και που βασίζεται αρκετά και στον τουρίστα του χαμηλότερου εισοδηματικού επιπέδου».
Το υπόδειγμα: Η Ολλανδία αλλάζει την τουριστική της ταυτότητα
Αν υπάρχει μια χώρα στην Ευρώπη που έχει πάρει το θέμα του υπερτουρισμού πολύ σοβαρά, αυτή είναι η Ολλανδία. Με αφορμή την κρίση ταυτότητας που περνάει το τουριστικό μοντέλο του Αμστερνταμ, το ολλανδικό κράτος έθεσε σε εφαρμογή ήδη από το 2019 και πριν από την πανδημία ένα πολύ φιλόδοξο πρόγραμμα επαναπροσδιορισμού της ταυτότητας των προορισμών της χώρας. Ονομάζεται «Perspective 2030» (Προοπτική 2030), δίνει έμφαση στη διαχείριση των προορισμών και όχι στην προβολή τους και στην πραγματικότητα μεταφέρει το κέντρο βάρους από την οικονομία στην κοινωνία· και από το Αμστερνταμ, σε λιγότερο προβεβλημένες πόλεις και περιοχές.
Ο Γιος Βράνκεν, διευθύνων σύμβουλος του ολλανδικού Συμβουλίου Τουρισμού και Συνεδρίων, είναι από τους βασικούς πρωταγωνιστές αυτού του εντυπωσιακού στρατηγικού σχεδίου, που, όπως εξηγεί στην «Κ», δεν αφορά μονοδιάστατα τον τομέα του τουρισμού, αλλά επί της ουσίας επανασχεδιάζει την ταυτότητα, το κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο που επιθυμεί να υιοθετήσει κάθε πόλη και επαρχία της χώρας ανάλογα με τις δικές της ανάγκες, τα δικά της πλεονεκτήματα, τις δικές της φιλοδοξίες για τις επόμενες δεκαετίες. «Εστιάζουμε στην αναζήτηση μιας νέας ισορροπίας ανάμεσα στους κατοίκους, στις επιχειρήσεις και στους επισκέπτες, σε αντίθεση με την προηγούμενη φάση όπου οι επιχειρήσεις και η βιομηχανία του τουρισμού είχαν απόλυτη προτεραιότητα. Θεωρούμε εξίσου σημαντικό με το οικονομικό αποτύπωμα το κοινωνικό και το περιβαλλοντικό. Και περνάμε σε μια νέα φάση προκειμένου να προκαλέσουμε ζήτηση για νέους προορισμούς και ανακούφιση σε άλλους». Κάπου εδώ μπαίνει στη συζήτηση το Αμστερνταμ.
«Μείνετε μακριά»
Την περασμένη άνοιξη, η ολλανδική μητρόπολη ξάφνιασε τον κόσμο με την καμπάνια της στη Μεγάλη Βρετανία όπου με κεντρικό σλόγκαν το αποθαρρυντικό «stay away» (μείνετε μακριά) «προειδοποιούσε» όσους «ανήσυχους» Βρετανούς ήθελαν να ταξιδέψουν στην πόλη για ένα Σαββατοκύριακο κραιπάλης να το ξανασκεφτούν: «Ερχεστε στο Αμστερνταμ για μια άστατη νύχτα; Μείνετε μακριά».
«Επιχειρούμε μια αλλαγή παραδείγματος, μετακινούμαστε σε ένα πιο βιώσιμο κοινωνικά και περιβαλλοντικά μοντέλο, αυτό είναι το όραμα, αυτή είναι η πρόκληση, αυτή είναι η φιλοδοξία μας», επισημαίνει ο Γιος Βράνκεν. Σε αυτό το στρατηγικό σχέδιο ο τουρισμός δεν βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής μας, αλλά γίνεται το μέσον, το εργαλείο για να δούμε πώς μπορεί να συνεισφέρει σε αυτόν τον “νέο” χάρτη της χώρας. Να δούμε, δηλαδή, ποιους επισκέπτες θέλουμε να προσελκύσουμε έτσι ώστε να υπηρετηθεί με έναν πιο ορθολογικό τρόπο η φιλοδοξία της κάθε πόλης και περιοχής και κυρίως οι ανάγκες των κατοίκων τους μέσα στα επόμενα χρόνια».
Σε πρακτικό επίπεδο το Αμστερνταμ έχει λάβει ήδη σειρά σημαντικών μέτρων για την αναχαίτιση του τουριστικού ρεύματος. Η πόλη έχει έναν από τους υψηλότερους πανευρωπαϊκά δημοτικούς φόρους που επιβάλλεται σε κάθε διανυκτέρευση επισκέπτη της πόλης· υπολογίζεται σήμερα στο 7% της τιμής της βραδιάς, στην οποία προστίθεται επιπλέον χρέωση 3 ευρώ. Επίσης, έχει νομοθετηθεί απαγόρευση της βραχυχρόνιας μίσθωσης οικίας για πάνω από 60 ημέρες τον χρόνο, ενώ το δημοτικό συμβούλιο ψήφισε φέτος την πλήρη απαγόρευση διέλευσης κρουαζιερόπλοιων από το λιμάνι της πόλης από το 2024.
«Δεν μπορείς να πεις σε κάποιον που επιθυμεί να ταξιδέψει στο Αμστερνταμ ότι όχι, κάνει λάθος και να τον στείλεις με το ζόρι στη Χάγη ή στο Μάαστριχτ. Υπάρχει κάποιος λόγος που ο κόσμος θέλει να επισκεφθεί το Αμστερνταμ», υπογραμμίζει ο κ. Γιος Βράνκεν. «Το Αμστερνταμ θα βρει μόνο του τη δική του, νέα ισορροπία, αποθαρρύνοντας προφανώς δραστηριότητες που προσείλκυαν για πολλά χρόνια μια κατηγορία επισκεπτών οι οποίες σήμερα ίσως δεν του ταιριάζουν. Ολα αυτά, όμως, θέλουν χρόνο, δεν γίνονται από τη μια μέρα στην άλλη. Εμείς αυτό που λέμε είναι ότι χρειάζεται ένα νέο μοντέλο, να τεθούν νέες προτεραιότητες αντίστοιχες της σημερινής πραγματικότητας και, κυρίως, να ξέρεις πού θέλεις να πας».