Υπάρχουν αρκετά ενδιαφέροντα σημεία που αναδείχθηκαν από τα αποτελέσματα του PISA 2022. Για άλλη μια φορά, δεν μένω στην κατάταξη των χωρών και προτιμώ να σχολιάσω κάποια από αυτά που κρίνω πιο ουσιώδη.
Περίπου το 25% των 15χρονων μαθητών στις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ –που αντιπροσωπεύουν 16 εκατομμύρια μαθητές– εκτιμάται ότι έχουν χαμηλές επιδόσεις στα μαθηματικά, στην κατανόηση κειμένου και στις φυσικές επιστήμες. Αυτό σημαίνει ότι δυσκολεύονται να χρησιμοποιήσουν βασικούς αλγορίθμους (πράξεις) ή να ερμηνεύσουν απλά κείμενα. Το φαινόμενο παρατηρείται πιο έντονο μεταξύ πολλών χωρών-μη μελών του ΟΟΣΑ. Σε 18 χώρες, περισσότερο από το 60% των 15χρονων μαθητών έχει χαμηλές επιδόσεις και στα τρία γνωστικά αντικείμενα.
Αν τα σχολεία μας είναι οι κοινωνίες, οι δημοκρατίες και οι οικονομίες του μέλλοντος, τότε αυτή η παγκόσμια τάση είναι ανησυχητική. Ενα άλλο ενδιαφέρον εύρημα, που χρειάζεται να μελετηθεί περαιτέρω, είναι η αλληλεπίδραση μεταξύ πλεονεκτούντων και μειονεκτούντων μαθητών. Είναι σημαντική η επιβεβαίωση, μέσω της έρευνας, ότι οι συμμαθητές μπορούν να έχουν ισχυρή επίδραση ο ένας στον άλλον. Μπορούν δηλαδή να ενθαρρύνουν ο ένας τον άλλον και να βοηθήσουν στην υπερκέραση των δυσκολιών μάθησης. Η ενεργός συμμετοχή του εκπαιδευτικού στη σχέση αυτή βοηθάει στο να αμβλυνθούν οι πιθανές αρνητικές συνέπειες. Το δεδομένο αυτό εγείρει προβληματισμούς για τη συζήτηση επιλογής σχολικής μονάδας από τους γονείς.
Παρατηρήσαμε επίσης ότι όταν τα σχολεία λειτουργούν και ως «εργαστήρια», τότε οι μαθητές έχουν υψηλότερες επιδόσεις και παράλληλα αυξάνεται η αίσθηση του ανήκειν στον σχολικό χώρο. Οταν, δηλαδή, οι μαθητές κάνουν στο σχολείο τη δουλειά για το σπίτι σε συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς και τους συμμαθητές τους. Αυτά τα αποτελέσματα υπογραμμίζουν τη σημασία της κοινωνικής αλληλεπίδρασης για τη μάθηση και την ευημερία των μαθητών. Η συνεργασία, το βασικό συστατικό της ομαδικής εργασίας, κρίνεται απαραίτητη για τη διευκόλυνση της μάθησης, όχι μόνο στα προγράμματα σπουδών, αλλά και στην εφαρμογή στην τάξη.
Εντοπίσαμε ακόμη ότι, στις περισσότερες χώρες, οι διαφορές στα εκπαιδευτικά αποτελέσματα που σχετίζονται με τις κοινωνικές ανισότητες είναι πεισματικά επίμονες. Στο σημείο αυτό αξίζει να δούμε πιο προσεκτικά τι κάνουν οι χώρες που έχουν αυξήσει το ποσοστό των ανθεκτικών μαθητών, εκείνων δηλαδή των μαθητών που παρά το χαμηλό κοινωνικό – οικονομικό και πολιτισμικό υπόβαθρο καταφέρνουν να έχουν υψηλές επιδόσεις.
Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζει το ότι, σύμφωνα με τα δεδομένα του PISA, ο κόσμος δεν φαίνεται να χωρίζεται πλέον αυστηρά μεταξύ πλούσιων και καλά μορφωμένων χωρών και φτωχών και κακά μορφωμένων χωρών. Ενώ υπάρχει συσχέτιση μεταξύ των δαπανών και των ακαδημαϊκών επιδόσεων, η Ιστορία δείχνει ότι χώρες που είναι αποφασισμένες να οικοδομήσουν ένα εκπαιδευτικό σύστημα υψηλής ποιότητας μπορούν να το επιτύχουν ακόμη και σε αντίξοες οικονομικές συνθήκες.
* Η κ. Χρύσα Σοφιανοπούλου είναι εθνική συντονίστρια του προγράμματος PISA του ΟΟΣΑ και αναπληρώτρια καθηγήτρια του Τμήματος Πληροφορικής και Τηλεματικής του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου Αθηνών.