«Ξύπνησα από τις φωνές της γειτόνισσάς μου»

«Ξύπνησα από τις φωνές της γειτόνισσάς μου»

Η γειτονιά δεν αδιαφόρησε για την ενδοοικογενειακή βία που συντελείται στο διπλανό διαμέρισμα, όμως η γυναίκα και το παιδί της εξακολουθούν να βρίσκονται σε κίνδυνο. Τι πρέπει να γίνει ώστε να αποφευχθεί η επόμενη γυναικοκτονία;

ξύπνησα-από-τις-φωνές-της-γειτόνισσά-562769956

«Την ακούσαμε να φωνάζει “μη το παιδί” και να σπάνε πράγματα». Πριν από ένα μήνα, νεαρή γυναίκα ξύπνησε από τις φωνές της γειτόνισσάς της. Οπως περιγράφει στην «Κ», η ίδια κάλεσε αμέσως την Αστυνομία και ενημέρωσε επώνυμα για το βίαιο περιστατικό που ήταν σε εξέλιξη στο διπλανό διαμέρισμα. «Ηρθαν μετά από ένα τέταρτο, την τρίτη φορά που καλέσαμε. Ετσι δεν πρόλαβαν την κορύφωση του καβγά. Είδαν όμως ένα σπίτι σπασμένο, σπασμένη τηλεόραση, σπασμένο το κεφαλάρι κρεβατιού, σπασμένα όλα». Ολα αυτά τα είδε και η γειτονιά να βγαίνουν κατεστραμμένα από το σπίτι της οικογένειας.

Οπως σημειώνει η καταγγέλλουσα, οι αστυνομικοί ρώτησαν μπροστά στον σύζυγο τη μητέρα και τον γιο αν κακοποιούνται, αυτοί όμως το αρνήθηκαν, λέγοντας ότι η κατάσταση είναι υπό έλεγχο. Οι αστυνομικοί προσέγγισαν έπειτα τους γείτονες και τους είπαν πως, εφόσον δεν το παραδέχεται το θύμα, δεν μπορούν νομικά να κάνουν κάτι. Από το καλοκαίρι, αυτή ήταν η δεύτερη ή η τρίτη φορά που η Αστυνομία καλείται για το συγκεκριμένο περιστατικό έπειτα από καταγγελίες γειτόνων. Κάθε φορά φεύγει άπραγη.

«Δεν θα μας κάνει εντύπωση αν τη σκοτώσει»

«Η γειτονιά τελικά μιλάει. Αυτό λέμε μεταξύ μας. Δεν θα μας κάνει εντύπωση αν τη σκοτώσει». Οπως σημειώνει στην «Κ» η καταγγέλλουσα, αποφάσισε να μιλήσει δημόσια γιατί, την ίδια στιγμή που όλοι μιλάμε για την ενδοοικογενειακή βία, οι γυναίκες θύματα δεν προστατεύονται. «Το ερώτημά μου είναι αυτό: Αν ξέρεις ότι πρόκειται να συμβεί κάτι κακό, αλλά το θύμα δεν το παραδέχεται επειδή φοβάται ή εξαρτάται οικονομικά από τον δράστη, ή για χίλιους άλλους λόγους, τι μπορείς να κάνεις;».

Με τον νόμο του 2006 η ενδοοικογενειακή βία διώκεται αυτεπάγγελτα, γεγονός που σημαίνει πως η καταγγελία δεν πρέπει να γίνει απαραίτητα από τους παθόντες, αλλά από οποιονδήποτε τρίτο με την υποβολή μήνυσης, καταγγελίας ή απλής αναφοράς στις διωκτικές αρχές.

Η ελληνική νομοθεσία απαντά στην ερώτησή της. Στη χώρα μας, με τον νόμο του 2006, η ενδοοικογενειακή βία διώκεται αυτεπάγγελτα, γεγονός που σημαίνει πως η καταγγελία δεν πρέπει να γίνει απαραίτητα από τους παθόντες, αλλά από οποιονδήποτε τρίτο με την υποβολή μήνυσης, καταγγελίας ή απλής αναφοράς στις διωκτικές Αρχές. Οπως διαβάζουμε στην ίδια την ιστοσελίδα της Ελληνικής Αστυνομίας, οι αρμόδιες αστυνομικές υπηρεσίες έχουν την υποχρέωση να ενεργήσουν άμεσα όταν πληροφορούνται, με οποιονδήποτε τρόπο, για την τέλεση οποιουδήποτε αδικήματος ενδοοικογενειακής βίας.

Οι νόμοι υπάρχουν, τα ερωτήματα ωστόσο σχετικά με την εφαρμογή τους εγείρονται ακόμα πιο έντονα μετά το πρωί της Τρίτης, όταν μια 43χρονη γυναίκα βρέθηκε νεκρή στο σπίτι της μητέρας της στη Σαλαμίνα από τα πυρά του 71χρονου συντρόφου της. Η γυναίκα, που έμελλε να είναι η 7η στην τραγική λίστα των γυναικοκτονιών για το 2023, είχε μεταβεί στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής το Σάββατο και είχε καταγγείλει την κακοποίησή της από τον σύντροφό της. Μάλιστα, φεύγοντας από το τμήμα είχε εγκατεστημένη και την εφαρμογή panic button στο κινητό της.

Μέτρα ασφαλείας 

Απευθυνθήκαμε στην Κική Πετρουλάκη, πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Δικτύου κατά της Βίας, ρωτώντας τη πώς θα μπορούσε να αποφευχθεί η μοιραία αυτή έκβαση. Οπως απάντησε, αυτό που θα έπρεπε να γίνει μετά την καταγγελία της γυναίκας, εκτός από την αναζήτηση και σύλληψη του δράστη στο πλαίσιο της διαδικασίας του αυτοφώρου, ήταν η αξιολόγηση της επικινδυνότητας, να αντιληφθούν δηλαδή οι Αρχές ότι η γυναίκα κινδυνεύει, να εκδοθούν περιοριστικοί όροι στον δράστη από τον εισαγγελέα και να υπάρχει επιτήρηση των μέτρων αυτών είτε από την Αστυνομία είτε από μια σύμβουλο. Η κ. Πετρουλάκη υπογραμμίζει πόσο σημαντικό είναι η γυναίκα που έχει καταγγείλει ενδοοικογενειακη βία να έχει ένα πρόσωπο αναφοράς στο οποίο θα απευθύνεται όταν της συμβαίνει κάτι επικίνδυνο. «Αν ήταν σε στενή επαφή είτε με ένα σύμβουλο είτε με έναν αστυνομικό, θα καταλάβαιναν ότι κλιμακώνεται η κατάσταση», σημείωσε, επισημαίνοντας ότι, από την πείρα της, οι άνδρες, οργισμένοι από την καταγγελία της συντρόφου τους, μπορεί να την εκβιάσουν και να την απειλήσουν.

Η άρση απορρήτου οδήγησε τελικά στον εντοπισμό του δράστη, μετά όμως τη δολοφονία της γυναίκας.

Αναφορικά με την άδεια για την άρση απορρήτου που οδήγησε στον εντοπισμό του δράστη, μετά όμως τη δολοφονία της γυναίκας, η εκπρόσωπος Τύπου της Αστυνομίας, Κωνσταντία Δημογλίδου, εξήγησε, μιλώντας στη δημόσια τηλεόραση, ότι το αίτημα για άρση μπορεί να γίνει μόνο στις περιπτώσεις κακουργήματος και γι’ αυτό δεν έγινε απευθείας μετά την καταγγελία της γυναίκας. 

Panic button

Το ερώτημα που προέκυψε για ακόμα μια φορά με την περίπτωση της 43χρονης, ήταν το πώς προστατεύεται η καταγγέλλουσα μετά την αναφορά στην Αστυνομία. Η γυναίκα δεν πρόλαβε να ενεργοποιήσει το panic button, καθώς ο δράστης φέρεται να εισέβαλε αιφνιδιαστικά στο σπίτι και να την πυροβόλησε. «Σε κάθε περίπτωση, το panic button είναι ένα συμπληρωματικό μέτρο. Μπορεί να σε σώσει, αλλά δεν μπορούμε να βασιζόμαστε μόνο σε αυτό», τόνισε η κ. Πετρουλάκη.

Η πιλοτική εφαρμογή του panic button ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2023, και μέχρι τα τέλη του Ιουλίου τη χρησιμοποίησε το 10% των γυναικών που είχαν ζητήσει να λάβουν την εφαρμογή.

Δεν υπάρχει διαβάθμιση του κινδύνου. Δίνουμε ένα οριζόντιο μέτρο προστασίας (σ.σ.: το panic button), χωρίς να μπορούμε να το προσαρμόσουμε ανάλογα με τις ανάγκες.

«Το panic button είναι ένα γενικό μέτρο, το οποίο μπορεί να μην είναι το κατάλληλο σε κάθε περίπτωση. Δεν υπάρχει διαβάθμιση του κινδύνου. Δίνουμε ένα οριζόντιο μέτρο προστασίας (σ.σ.: το panic button), χωρίς να μπορούμε να το προσαρμόσουμε ανάλογα με τις ανάγκες», υπογραμμίζει η Χαρά Χιόνη-Χότουμαν, δικηγόρος με πείρα σε υποθέσεις έμφυλης βίας στην Ελλάδα. Οπως είπε, στη συγκεκριμένη περίπτωση συνειδητοποιήσαμε την απουσία εξατομικευμένων μέτρων προστασίας, αλλά και άμεσης διασύνδεσης με ξενώνα, ώστε να απομακρυνθεί το θύμα από το περιβάλλον του στις περιπτώσεις που ο κίνδυνος είναι άμεσος. 

Ξενώνες: Από την παραίνεση στην πράξη

Με δηλώσεις της στην ΕΡΤ, η κ. Δημογλίδου τόνισε ότι γνωστοποιείται στο θύμα πως υπάρχουν συγκεκριμένες δομές όπου μπορεί να φιλοξενηθεί για να μην τη βρει ο δράστης. Και στην περίπτωση αυτή, όμως, η θεωρία από την πράξη απέχει πολύ. Η κ. Πετρουλάκη αναφέρει πως «οι ξενώνες θέλουν μια συγκεκριμένη διαδικασία», με αποτέλεσμα να μην είναι μια άμεσα διαθέσιμη λύση, ενώ και οι θέσεις εκεί είναι περιορισμένες. Αν η γυναίκα καλούσε το 15900 προσπαθώντας να βρει ξενώνα το Σάββατο, θα της έλεγαν να καλέσει ξανά τη Δευτέρα για να ξεκινήσει τη διαδικασία, έπειτα θα έπρεπε να κάνει εξετάσεις, να αφήσει πίσω το παιδί της, καθώς είναι σε ηλικία που δεν θα το δέχονταν στον ξενώνα και, εφόσον τελείωνε με τις εξετάσεις και ήταν επιλέξιμη, θα έβλεπαν αν υπήρχε θέση και σε ποιον ξενώνα για να τη στείλουν.

Ωστόσο και η καταφυγή στον ξενώνα δεν είναι πάντα η λύση. Σύμφωνα με το άρθρο 52 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, είναι ο δράστης που πρέπει να απομακρυνθεί από το σπίτι και όχι το θύμα, με τον νόμο να απαγορεύει ρητά στον «δράστη την είσοδο στην κατοικία ή την επαφή με το θύμα ή το άτομο που τελεί σε κίνδυνο». «Και αυτό είναι κάτι που δεν κάνουμε στη χώρα μας», επισήμανε η κ. Πετρουλάκη. «Η λύση δεν είναι να κρύβεται μια γυναίκα στους ξενώνες, αλλά να αντιληφθούν οι δράστες ότι η Δικαιοσύνη έχει μηδενική ανοχή απέναντί τους και δεν πρόκειται να γίνεται ανεκτή η συμπεριφορά τους», συμπλήρωσε. Το ζήτημα της ατιμωρησίας, ωστόσο, σκοντάφτει συχνά, όπως έγινε και στην περίπτωση του 71χρονου, στη μη σύλληψη του δράστη, αλλά και στην απουσία ελέγχου για την εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων.

Συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης 

Τα σημεία αυτά εντόπισε και η Ομάδα Εμπειρογνωμόνων του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη Δράση κατά της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας (GREVIO). Στην έκθεσή της για την Ελλάδα, που δόθηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα, τόνισε την ανάγκη οι Αρχές να διασφαλίσουν τη διαθεσιμότητα επειγόντων μέτρων αποκλεισμού (emergency barring orders) για όλες τις γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας, να ενισχύσουν την παρακολούθηση και την επιβολή των εντολών προστασίας, μεταξύ άλλων με τεχνικά μέσα, όπως η ηλεκτρονική παρακολούθηση, και να διασφαλίσουν ότι εφαρμόζονται στην πράξη αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινικές ή άλλες κυρώσεις για την παραβίαση των εντολών προστασίας.

H GREVIO συνέστησε ακόμα να εξεταστούν αναδρομικά οι φάκελοι των γυναικοκτονιών για να αξιολογηθούν ποια κενά συνέβαλαν στη μοιραία έκβαση. Το άνοιγμα των φακέλων δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα, επισήμανε η κ. Πετρουλάκη. Οπως είπε, ένα από τα «κλειδιά» για να προστατευτούν οι γυναίκες είναι η συνεργασία των ελληνικών αρχών με άλλους φορείς, όπως Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και παρόχους εξειδικευμένων υπηρεσιών. «Είναι επιβεβλημένη η διατομεακή συνεργασία».

10.131 θύματα

Σύμφωνα με την έκθεση της Γενικής Γραμματείας Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι γυναίκες (18 ετών και άνω) θύματα γυναικοκτονίας από σύζυγο/σύντροφο ήταν 23 και 24 για το 2021 και το 2022, αντίστοιχα, ενώ ο ετήσιος αριθμός γυναικών θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας έφτασε τις 10.131 το περσινό έτος. Το μεγαλύτερο ποσοστό των δραστών αποτελούν οι σύζυγοι των θυμάτων (31,7%, 4.461). Οι μόνιμοι σύντροφοι των θυμάτων αποτελούν τους δράστες των εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας σε ποσοστό 13,5% (1.900), ενώ οι τέως σύντροφοι και οι τέως σύζυγοι καταγράφουν χαμηλότερα ποσοστά, 7,3% (1.032) και 6,8% (964), αντίστοιχα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT