Άρθρο Πολυχρόνη Τσιρίδη στην «Κ»: Η αυστηροποίηση δεν οδηγεί σε αποτροπή

Άρθρο Πολυχρόνη Τσιρίδη στην «Κ»: Η αυστηροποίηση δεν οδηγεί σε αποτροπή

Οπως έχει αποδειχθεί εμπειρικά, η αυστηροποίηση των ποινών διεθνώς, αλλά και στη χώρα μας, δεν οδηγεί στην πρόληψη και αποτροπή του εγκλήματος. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι η αυστηροποίηση ποινών που είχε ήδη υπάρξει προ διετίας (με τον ν. 4855/2021) ως προς τα εγκλήματα του εμπρησμού, βιασμών, ανθρωποκτονιών […]

2' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οπως έχει αποδειχθεί εμπειρικά, η αυστηροποίηση των ποινών διεθνώς, αλλά και στη χώρα μας, δεν οδηγεί στην πρόληψη και αποτροπή του εγκλήματος. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι η αυστηροποίηση ποινών που είχε ήδη υπάρξει προ διετίας (με τον ν. 4855/2021) ως προς τα εγκλήματα του εμπρησμού, βιασμών, ανθρωποκτονιών, όχι μόνον δεν απέτρεψε την τέλεσή τους, αλλά υπήρξε και αύξηση εγκληματικότητας σε εμπρησμούς, βιασμούς και ανθρωποκτονίες («γυναικοκτονίες»). Παράλληλα, η αυστηροποίηση των ποινών σε αδικήματα «καθημερινότητας» ή μικρής και μεσαίας εγκληματικότητας είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι με τις νέες διατάξεις προβλέπεται πλέον και για πλημελήμματα η πραγματική ολική ή μερική έκτιση των ποινών φυλάκισης, παρά τον υπερκορεσμό των φυλακών. Αυτό θα επιφέρει αργότερα και για λόγους αποσυμφόρησης «οριζόντιες αποφυλακίσεις» και προσώπων που θα έπρεπε να βρίσκονται στις φυλακές.

Οι προβλεπόμενες ποινές είναι α) κατά κανόνα αναστολή των ποινών φυλάκισης έως ένα έτος, β) έκτιση των ποινών φυλάκισης άνω του ενός έτους και μέχρι δύο έτη, πρωτίστως με εναλλακτικούς τρόπους έκτισης, ήτοι διά της μετατροπής σε χρηματική ποινή ή σε κοινωφελή εργασία, γ) μερική έκτιση των ποινών φυλάκισης μέχρι τρία έτη (από 30 ημέρες μέχρι 6 μήνες) και σημαντικότερον δ) πραγματική έκτιση των ποινών άνω των τριών ετών. Οι παρατηρήσεις επί της αρχής του ν/σ επί των προτεινομένων δικονομικών αλλαγών είναι ότι οι νέες διατάξεις διευκολύνουν την παραπομπή των υποθέσεων στο ακροατήριο, στο όνομα της δήθεν επιτάχυνσης, και την εισαγωγή πλημμελημάτων και κακουργημάτων στα ακροατήρια, με την κατάργηση θεσμών της προδικασίας που μπορούν να αποτρέψουν άστοχες παραπομπές και επιβάρυνση των ακροατηρίων.

Η μεταφορά σοβαρών πλημμελημάτων στα μονομελή δικαστήρια στερεί τη δυνατότητα στον κατηγορούμενο να δώσει εξηγήσεις στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης και ενδεχομένως να απαλλαγεί με αρχειοθέτηση, καθώς και να προσφύγει στον εισαγγελέα Εφετών κατά της παραπομπής του. Η αύξηση της δικαιοδοσίας μονομελών οργάνων (στα πλημμελήματα και στα κακουργήματα) δεν εξασφαλίζει συνθήκες ευθυκρισίας και δημιουργεί ανασφάλεια και αβεβαιότητα για την έκβαση των υποθέσεων, ενώ ο πολυμελής σχηματισμός έχει περισσότερα εχέγγυα ευθυκρισίας και ορθότερης δικαιοδοτικής κρίσης.

Οι συνεχείς παρεμβάσεις στους Ποινικούς Κώδικες δημιουργούν τεράστια ζητήματα ερμηνείας και εφαρμογής των ισχυουσών διατάξεων.

Η προωθούμενη περάτωση ανάκρισης σημαντικών κακουργημάτων με απευθείας κλήση στο ακροατήριο, χωρίς δικαίωμα προσφυγής, καθώς και η μερική κατάργηση των δικαστικών συμβουλίων που «φιλτράρουν» τα αποδεικτικά στοιχεία, θα οδηγήσουν σε αθρόα εισαγωγή κακουργημάτων στα ακροατήρια και όλων αυτών των υποθέσεων που θα μπορούσαν να περατωθούν με την έκδοση απαλλακτικού βουλεύματος ή την απάλειψη κάποιων κατηγοριών ή απαλλαγή κάποιων κατηγορουμένων. Και ενώ στατιστικά έχει διαπιστωθεί ότι με τη μεσολάβηση των δικαστικών συμβουλίων εκδίδονται απαλλακτικά βουλεύματα έως και 30%, όλες αυτές οι υποθέσεις θα εισάγονται πλέον απευθείας στα ακροατήρια, ενώ θα μπορούσαν να τερματιστούν στα δικαστικά συμβούλια. Παράλληλα, θα δυσχεραίνεται και η εκδίκαση των παραπεμπόμενων υποθέσεων, αφού δεν θα έχει υπάρξει βούλευμα, που θα έχει φιλτράρει και αξιολογήσει όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, διευκολύνοντας έτσι και την εκδίκαση των υποθέσεων. Αυτό θα συμβεί, κατά μείζονα λόγο, στα κακουργήματα που θα εκδικάζονται από έναν εφέτη και χωρίς την ύπαρξη ενός βουλεύματος που θα αποτελούσε σημαντική επικουρία και για την εκδίκαση της υπόθεσης.

Η προτεινόμενη ανάγνωση καταθέσεων και μη εμφάνιση αστυνομικών και προανακριτικών υπαλλήλων στο ακροατήριο παραβιάζει ευθέως τα δικαιώματα του κατηγορουμένου που προβλέπονται από διεθνή κείμενα. Οι συνεχείς παρεμβάσεις στους Ποινικούς Κώδικες δημιουργούν τεράστια ζητήματα ερμηνείας και εφαρμογής των ισχυουσών διατάξεων, ανασφάλεια δικαίου και μεγάλη αναστάτωση σε όλους τους παράγοντες της δίκης και θα πρέπει να γίνονται με ιδιαίτερη περίσκεψη, συνεκτίμηση στατιστικών δεδομένων και με τη συμμετοχή σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές δικαστών, εκπροσώπων του δικαστικού, εισαγγελικού, δικηγορικού και ακαδημαϊκού χώρου.

*O κ. Πολυχρόνης Τσιρίδης είναι δικηγόρος Πειραιώς, επισκέπτης καθηγητής Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή