Μνήμη π. Δοσίθεου
Κανέλλου (1936-2023)
«Καμία ευφυΐα, όσο κριτική ή πρωτότυπη, δεν μπορεί να λειτουργήσει έξω από ένα πλαίσιο εμπιστοσύνης»
ΜΑΪΚΛ ΠΟΛΑΝΙ
«Αν κάποιος ζει διαφορετικά, μιλάει διαφορετικά»
ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΙΤΓΚΕΝΣΤΑΪΝ
Εχοντας μεταφέρει ενάμιση μήνα νωρίτερα τη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα, το τηλεοπτικό εμπορικό μήνυμα διαφημίζει λαμπιόνια. Με φόντο το σκοτάδι, μια πορεία παιδιών διασχίζει χιονισμένα βουνά, καμένα δάση και σκοτεινές λίμνες, μεταφέροντας συστοιχία από αναμμένα λαμπιόνια. Σταθερό μοτίβο της αφήγησης είναι το φως και οι συνδηλώσεις του – χαρά, ελπίδα, αγάπη. Η πορεία τελειώνει όταν, σε χιονισμένο βουνό, συναντάει τον Αϊ-Βασίλη, ο οποίος, παραλαμβάνοντας από τα παιδιά ένα αναμμένο λαμπιόνι, αποφαίνεται με κρυπτική τρυφερότητα: «Βλέπω πιστεύεις. Να θυμάσαι: αν ένας δεν πιστεύει, κανένας δεν πιστεύει». Για να το αποδείξει, σβήνει το λαμπιόνι του και όλα σβήνουν. Το ανάβει και όλα ανάβουν. Τα παιδιά μαγεύονται!
Ο Βίτγκενσταϊν ήρθε πολύ κοντά στον Χριστιανισμό, αν και δεν έγινε πιστός. Κατάλαβε, όμως, ότι η βάση της πίστης είναι η σχέση αγάπης «με τον τέλειο», όπως παρατηρεί – τον Ιησού Χριστό.
Η κρίσιμη έννοια είναι «πιστεύω». Αν το νόημά της είναι η διατήρηση της μαγείας, τότε, ναι, αν ένας δεν πιστεύει κανένας δεν πιστεύει. Το γνωρίζουμε από οικογενειακές τελετουργίες. Τα δώρα του Αη Βασίλη έχουν νόημα όσο τα παιδιά πιστεύουν σε αυτόν. Αν έστω κι ένας τους σπείρει την αμφιβολία για την ύπαρξή του, ο μύθος κινδυνεύει.
Η διαφήμιση υποδηλώνει ένα γενικότερο μοτίβο πρόσληψης της πραγματικότητας: η αντίληψή μας για το τι συμβαίνει γύρω μας βασίζεται, εν μέρει, στην άκριτη πρόσληψη του φαινομένου στο οποίο μετέχουμε. Ο γιατρός θεραπεύει, η δασκάλα διδάσκει, το ζευγάρι φλερτάρει, ο χιουμορίστας αστειεύεται – όλα γίνονται, κατ’ αρχήν, με αυτονόητο, προφανή τρόπο. Η δασκάλα, στην τάξη, δεν αναρωτιέται τι κάνει – διδάσκει· το φλερτ το αισθανόμαστε, δεν δηλώνεται ως τέτοιο· με το καλό αστείο γελάμε αυθόρμητα, δεν χρειαζόμαστε υπενθύμιση. Εν ολίγοις προσλαμβάνουμε την πραγματικότητα άμεσα. Η πρόσληψη αυτή προϋποθέτει την πίστη – έναν τρόπο άκριτης μετοχής στην πραγματικότητα.
Ο σπάνιας ευρυμάθειας στοχαστής Μάικλ Πολάνι (γιατρός, διακεκριμένος χημικός και πρωτότυπος φιλόσοφος) κατέδειξε τα «άρρητα» προαπαιτούμενα της γνώσης – κάθε είδους γνώσης. Εμπνεόμενος από τον Ιερό Αυγουστίνο («αν δεν πιστέψεις δεν θα καταλάβεις»), ο Πολάνι, καθολικός χριστιανός ο ίδιος, ανέλυσε διεξοδικά ότι η πίστη βρίσκεται στην καρδιά κάθε διαδικασίας γνώσης.
Οταν διατυπώνουμε έναν γνωσιακό ισχυρισμό (π.χ. «το εμβόλιο είναι 90% αποτελεσματικό») ή διεκπεραιώνουμε μια δραστηριότητα που εμπεριέχει γνώση (π.χ. ομιλία, οδήγηση), εστιάζουμε την προσοχή μας σε αυτό που κάνουμε, έχοντας, συγχρόνως, «άρρητη» (άκριτη) επίγνωση των «υποβοηθητικών στοιχείων» χάρη στα οποία η εστίασή μας είναι εφικτή. Τα «υποβοηθητικά στοιχεία» είναι ουσιωδώς «απροσδιόριστα»· τα μαθαίνουμε, χωρίς να ξέρουμε ακριβώς τι και πώς, μέσω της μετοχής μας στην κοινότητα.
Οταν λ.χ. κάνω επιστημονική έρευνα εκκινώ από την άκριτη (άρρητη) αποδοχή του υφιστάμενου corpus γνώσης της επιστήμης μου, στην άσκηση της οποίας έχω μυηθεί· όταν μιλώ βασίζομαι ανεπίγνωστα (άρρητα) στη γραμματική, την οποία ως έλλογο κοινωνικό ον έχω μάθει· όταν οδηγώ κάνω αυτόματα τις αναγκαίες κινήσεις, χωρίς να διερωτώμαι γι’ αυτές. Γενικότερα: για να μπορέσω να κάνω οτιδήποτε εμπεριέχει γνώση, από το πιο τετριμμένο μέχρι το πιο δημιουργικό, πρέπει να έχω μυηθεί σε ένα «πλαίσιο εμπιστοσύνης» εντός μιας κοινότητας, το οποίο αποδέχομαι κατ’ αρχήν άκριτα.
Η γνώση, συνεπώς, προϋποθέτει την πίστη-εμπιστοσύνη. Ως έλλογα όντα αφενός πιστεύουμε στην κρατούσα «συναίνεση» (εμπιστευόμαστε την παράδοση της κοινότητας), αφετέρου, με την προσωπική δράση μας, τη μεταβάλλουμε. Ο Αϊνστάιν, παρατηρεί ο Πολάνι, πρώτα έγινε μάστορας της επιστήμης του και μετά εισήγαγε ρηξικέλευθες ιδέες σε αυτήν. Πρώτα πιστεύεις, μετά αμφισβητείς.
Στο μέτρο, λοιπόν, που η πίστη σε ένα άρρητο «πλαίσιο εμπιστοσύνης» συνιστά προϋπόθεση της γνώσης, η γνώση δεν μπορεί να είναι ουδέτερη. Η θρησκευτική πίστη, ιδιαίτερα η χριστιανική, αποτελεί ένα τέτοιο άρρητο πλαίσιο: εκδέχεται τον κόσμο όχι απλώς ως ύλη, αλλά ως «δώρο» που έχει νόημα για το έλλογο υποκείμενο που το λαμβάνει. Εισάγοντας την προσωπική προοπτική στην πρόσληψη του κόσμου εισάγονται το νόημα, η αισθητική και οι αξίες. Ο κόσμος απο-καλύπτεται στον έλλογο παρατηρητή· βιώνεται όχι μόνο αιτιακά, αλλά αξιακά και αισθητικά. Η γνώση δεν είναι απλώς πληροφορίες που παθητικά μεταφέρουν οι αισθήσεις, αλλά, με τα λόγια του Χρήστου Γιανναρά, «το συναγόμενο του γεγονότος της σχέσης».
Η υπερβατική διάσταση της γνώσης είναι αυτό που κομίζει η θρησκευτική πίστη: ο κόσμος δεν υπάρχει απλώς στην αιτιακή του διάσταση, αλλά σημαίνει και κάτι άλλο έξω από αυτόν. Γράφει ο Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν: «Στον κόσμο όλα είναι όπως είναι, και όλα γίνονται όπως συμβαίνουν: σε αυτόν δεν υπάρχει αξία – και αν υπήρχε, δεν θα είχε αξία. Εάν υπάρχει κάποια αξία που έχει αξία, πρέπει να βρίσκεται έξω από ολόκληρη τη σφαίρα αυτού που συμβαίνει και ισχύει». Στα χρόνια που έζησε ασκητικά στη Νορβηγία (1936-37), ο Βίτγκενσταϊν ήρθε πολύ κοντά στον Χριστιανισμό, αν και δεν έγινε πιστός – «τουλάχιστον όχι ακόμη», όπως γράφει. Κατάλαβε, όμως, ότι η βάση της πίστης είναι η σχέση αγάπης «με τον τέλειο», όπως παρατηρεί – τον Ιησού Χριστό.
Καλά Χριστούγεννα!
*Ο κ. Χαρίδημος Κ. Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Warwick.