Άρθρο Ισίδωρου Ντογιάκου στην «Κ»: Ολοι μαζί μπορούν

Άρθρο Ισίδωρου Ντογιάκου στην «Κ»: Ολοι μαζί μπορούν

3' 27" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είναι γεγονός ότι λίγο μετά την πρώτη εφαρμογή του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/11-6-2019) ακολούθησαν σοβαρές αρνητικές αντιδράσεις σημαντικής μερίδας όχι μόνο του νομικού κόσμου της χώρας, αλλά τόσο του Τύπου όσο και απλών πολιτών. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις τις συνόδευαν καυστικά σχόλια και βαριά υπονοούμενα για «φωτογραφικές» διατάξεις που απέβλεπαν στην ευνοϊκή ποινική μεταχείριση συγκεκριμένων προσώπων που τελούσαν υπόδικοι υπό σοβαρές κατηγορίες ή είχαν καταδικαστεί και εξέτιαν ποινές πολυετούς καθείρξεως στις φυλακές της χώρας.

Είναι αληθές ότι στον κώδικα αυτό η παρέμβαση του νομοθέτη στα θέματα επιβολής και έκτισης της ποινής υπήρξε ριζική. Oμως, η εφαρμογή στην πράξη ορισμένων διατάξεων της κατηγορίας αυτής επέφερε, σε ορισμένες περιπτώσεις, δυσάρεστα αποτελέσματα και προξένησε έντονους προβληματισμούς. Αποδείχθηκε περίτρανα ότι η ελληνική κοινωνία δεν ήταν έτοιμη να δεχθεί έναν αρκετά ριζοσπαστικό Ποινικό Κώδικα, με βάση τον οποίο αποφυλακίζονταν εύκολα βαρυποινίτες ή παραγράφονταν βαριές κατηγορίες κυρίως για οικονομικά εγκλήματα. Και ασφαλώς αυτό δεν ήταν εκσυγχρονισμός.

Οι άστοχες επιλογές του νομοθέτη του Ποινικού Κώδικα του 2019 εστιάζονται κυρίως στις διατάξεις εκείνες που μετέτρεψαν σοβαρές αξιόποινες πράξεις από κακουργήματα σε πλημμελήματα με αποτέλεσμα την παραγραφή τους, εκείνες που είχαν ως αποτέλεσμα την πλήρη απαξίωση και τον ευτελισμό των ποινών κατά την εκτέλεσή τους, αλλά και εκείνες για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων που είχαν ως αποτέλεσμα την επιβολή ιδιαίτερα χαμηλών ποινών σε δράστες ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. Ταλαιπώρησαν τα δικαστήρια κατά την πρακτική εφαρμογή τους και δημιούργησαν τόσο στον μέσο πολίτη όσο και στον παθόντα σε κάθε υπόθεση την ανασφάλεια ότι στερείται ουσιαστικής έννομης προστασίας και ότι η ζυγαριά γέρνει επικίνδυνα μόνο προς την πλευρά του δράστη. Ελάχιστοι ενδιαφέρονται για τη διαδικασία εκδίκασης των υποθέσεων και επιβολής της ποινής στον δράστη. Σχεδόν όλοι όμως ενδιαφέρονται αν η ποινή αυτή θα εκτιθεί από τον καταδικασμένο δράστη, αν όχι ολόκληρη, όπως επιθυμούν, τουλάχιστον κατά το μεγαλύτερο μέρος της. Και στο σημείο αυτό η αποτυχία του νομοθέτη του Ποινικού Κώδικα που ισχύει σήμερα υπήρξε παταγώδης.

H ποιοτική αναβάθμιση της ελληνικής Ποινικής Δικαιοσύνης επαφίεται όχι μόνο στον νομοθέτη, αλλά και στην ευσυνειδησία και ευθυκρισία των λειτουργών της.

Αναμφίβολα, ο Ποινικός Κώδικας είναι νομοθέτημα μακράς πνοής. Για τον λόγο αυτό, πριν από την κατάρτιση ενός νέου Ποινικού Κώδικα ή όταν πρόκειται για ευρεία τροποποίηση του ισχύοντος, επιβάλλεται ο νομοθέτης να διερευνήσει όσο το δυνατόν επιμελέστερα και να αποκωδικοποιήσει όσο το δυνατόν ακριβέστερα τις τάσεις της κοινωνίας. Δεν το έπραξε σωστά, τότε το 2019.

Επιβάλλεται επομένως να το πράξει τώρα. Η σημερινή, άκρως προβληματική λειτουργία της Δικαιοσύνης δεν οφείλεται σε πράξεις ή παραλείψεις ενός μόνο παράγοντα από εκείνους που συμμετέχουν στη λειτουργία της. Ολοι έχουν μερίδιο ευθύνης για την αρνητική εικόνα της. Η ίδια η πολιτεία με τις, ενίοτε, αλαζονικές και προδήλως εσφαλμένες νομοθετικές ρυθμίσεις της. Οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί με τη συχνά παρατηρούμενη καθυστέρηση για την έκδοση αποφάσεως ή την υποβολή προτάσεως επί των υποθέσεων που χειρίζονται. Οι δικαστικοί γραμματείς με πεισματικές εμμονές και άκαμπτη στάση επί μακρά σειρά ετών για το εξαιρετικά σημαντικό θέμα της επέκτασης του ωραρίου τους, που εύκολα θα μπορούσε να ρυθμιστεί σε συνεννόηση με την πολιτεία. Οι δικηγόροι οι οποίοι, όχι σπάνια, καταχρώνται των δικονομικών διευκολύνσεων που παρέχονται από τη νομοθεσία και ζητούν και πετυχαίνουν αναβολές όχι για πραγματικά κωλύματα, αλλά για λόγους «στρατηγικής» στον χειρισμό των υποθέσεων που χειρίζονται.

Ουδείς των ως άνω εμπλεκομένων δικαιούται να κατηγορήσει τον άλλο ως αποκλειστικό υπαίτιο των σοβαρών προβλημάτων που μαστίζουν την Ποινική Δικαιοσύνη στη χώρα μας, η οποία, δυστυχώς, εγγίζει τα όρια της ανυποληψίας. Η ευθύνη για την εικόνα της αυτή είναι ασφαλώς διαμοιρασμένη και η κάθε πλευρά οφείλει ως «αποζημίωση» να συνεισφέρει «τον οβολό της» για την ορθολογική επίλυση των προβλημάτων της και την αποκατάσταση της εικόνας της. Οι διαμάχες ακόμα και τώρα σε τίποτα δεν ωφελούν. Αντίθετα επιδεινώνουν την κατάσταση που επικρατεί στη Δικαιοσύνη. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει υποσκάπτουν σοβαρά τα θεμέλιά της. Ισως να μην είναι πολύ μακριά η ημέρα που οδυνηρές εκπλήξεις θα την κλονίσουν συθέμελα. Επομένως, η ποιοτική αναβάθμιση και η βελτίωση της εικόνας της ελληνικής Ποινικής Δικαιοσύνης επαφίεται όχι μόνο στον νομοθέτη, αλλά και στην προσδοκώμενη ευσυνειδησία και ευθυκρισία των λειτουργών της (δικαστές, εισαγγελείς) και όλων όσων συμμετέχουν στην απονομή της (δικηγόροι, γραμματείς).

*Ο κ. Ισίδωρος Ντογιάκος είναι επίτιμος εισαγγελέας του Αρείου Πάγου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT