Παραπονεμένα λόγια, φαρμακωμένα «ποστ»

Παραπονεμένα λόγια, φαρμακωμένα «ποστ»

Γίνεται ένας καλλιτέχνης που έχει περάσει όλη την ενήλικη ζωή του ως διασημότητα να μη ζυγίζει τις λέξεις του; Η έκρηξη του Γιώργου Νταλάρα και ο διαδικτυακός της απόηχος

8' 47" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από την Τετάρτη 22 Νοεμβρίου, όταν ο Γιώργος Νταλάρας και η σύζυγός του Αννα κατέφθαναν λίγο πριν από τις 8 το βράδυ στη συμβολή των οδών Ακαδημίας και Ζωοδόχου Πηγής, στο ύψος της μουσικής σκηνής «Σφίγγα», εκεί όπου σε λίγη ώρα θα άρχιζε μια εκδήλωση προς τιμήν του αείμνηστου μουσικοσυνθέτη Σταύρου Κουγιουμτζή· έναν ακόμη «δεύτερο πατέρα» για τον Νταλάρα, δίπλα στον Μάνο Λοΐζο, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο και άλλους. Ηδη πριν κατέβουν από το αυτοκίνητο είχαν προσέξει στην είσοδο την παρουσία τηλεοπτικής κάμερας και ρεπόρτερ. «Ποιο κανάλι να έστειλε βραδιάτικα συνεργείο για να καλύψει εκδήλωση για τον Κουγιουμτζή; Αυτό κι αν είναι έκπληξη!» ψιθύρισε ο Γιώργος Νταλάρας στη σύζυγό του πλησιάζοντας το μαγαζί στον πεζόδρομο της οδού Κιάφας. Σε λίγα δευτερόλεπτα, ο γρίφος λύθηκε. «Τι πιστεύετε για την αλλαγή στους στίχους του “Αδωνι” από την κυρία Πρωτοψάλτη στις κοινές σας παραστάσεις στο Παλλάς;» ρώτησε ανυπόμονα ο δημοσιογράφος για λογαριασμό μεσημεριανής εκπομπής.

Παραπονεμένα λόγια, φαρμακωμένα «ποστ»-1

Ο Γιώργος Νταλάρας χαμογέλασε ευγενικά στον ρεπόρτερ αποφεύγοντας να κάνει οποιοδήποτε σχόλιο και προχώρησε στα ενδότερα του καταστήματος. Ουδείς έμαθε γι’ αυτό το συμβάν, κανείς δεν πληροφορήθηκε τις απόψεις του για την πρωτοβουλία της συναδέλφου του, οι ανύπαρκτες δηλώσεις δεν δίχασαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης την επόμενη ημέρα. Δηλαδή ό,τι ακριβώς δεν έγινε το παγωμένο βράδυ της Παρασκευής 19 Ιανουαρίου στη λεωφόρο Κηφισίας, βγαίνοντας από τον ραδιοφωνικό σταθμό Real FΜ. Είχε μόλις λάβει μέρος σε μια εκπομπή-αφιέρωμα στον Βασίλη Τσιτσάνη με αφορμή την επέτειο των 40 χρόνων από τον θάνατο του μεγάλου συνθέτη. Εκεί ξεροσταλιάζουν καμεραμάν και ρεπόρτερ εκπομπών λαϊφστάιλ για να τον ρωτήσουν για τις αντιδράσεις που υποτίθεται ότι έχουν προκαλέσει προηγούμενες δηλώσεις του σε τηλεοπτική εκπομπή του Mega (7/1) και με τις οποίες φέρεται να «κούνησε το δάχτυλο» σε τραγουδιστές δημοφιλείς σε νεότερες γενιές (Κωνσταντίνο Αργυρό, Αντώνη Ρέμο) γιατί κάνουν διαφημίσεις για «μπιφτέκια και λουκάνικα». Η συνέχεια είναι γνωστή: Ο Γιώργος Νταλάρας έψεξε τους δημοσιογράφους για τις ερωτήσεις τους («αυτό που κάνετε τώρα δεν το βρίσκετε αρκετά γελοίο;» αναρωτήθηκε στην αρχή) και όταν οι ρεπόρτερ επανήλθαν επιμένοντας να δώσουν συνέχεια σε ένα κουτσομπολίστικο κλωτσοσκούφι που επιζεί μόνο στον μικρόκοσμο της ελληνικής τηλεοπτικής ασημαντότητας, είπε πράγματα που πολλοί μεν μπορεί να τα είχαν σκεφτεί κατά μόνας, αλλά που κανείς δεν είχε τολμήσει να εκφράσει με ασυνήθιστη ευθύτητα.

«Οι τελευταίοι τροχοί»

Ενόχλησαν το ύφος και ο τρόπος, υποστήριξαν όσοι του καταλόγισαν –την επομένη, που τα κανάλια έπαιξαν το βίντεο– αχρείαστο διδακτισμό και παρωχημένο, αν όχι ταξικό πατερναλισμό. «Γιατί δεν τα λέει αυτά στα αφεντικά τους; Γιατί να βγάλει τα απωθημένα του στους τελευταίους τροχούς της αμάξης;» ήταν ο εξίσου πατερναλιστικός αντίλογος. Το παράδοξο είναι ότι αυτή τη φορά ο κάποτε «μνημονιακός» Γιώργος Νταλάρας (επειδή είχε υποστηρίξει ότι τα μνημόνια είναι αναγκαίο κακό, πληρώνοντας την αποκαθήλωση όλων των μεταπολιτευτικών ειδώλων με γιαούρτια και ιπτάμενους καφέδες σε συναυλίες του εν μέσω της κρίσης) βρήκε συμπαραστάτες εκεί που δεν το περίμενε: με παθιασμένες αναρτήσεις τους, ο Παύλος Πολάκης και ο Κώστας Βαξεβάνης τον υποστήριξαν με θέρμη.

Παραπονεμένα λόγια, φαρμακωμένα «ποστ»-2

Αντιθέτως, πιο ψύχραιμες γραφίδες, που θα μπορούσαμε να τους εντάξουμε στη φιλελεύθερη Κεντροαριστερά, δεν του χαρίστηκαν. Για παράδειγμα, ο καθηγητής και συγγραφέας Νικόλας Σεβαστάκης έγραψε, ανάμεσα σε άλλα, στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook: «Επί της ουσίας είναι σωστό ότι μεγάλο μέρος μιας ψευτο-παπαράτσι και gossip δημοσιογραφίας έχει κάτι αναξιοπρεπές και παρακμιακό. Δεν είναι όμως οι νέοι με το “μαρκούτσι στο χέρι” οι κυρίαρχοι του παιχνιδιού. Ανθρωποι που έχουν ευνοηθεί από όλες τις εξουσίες των μεταπολιτευτικών συγκυριών, από τον προοδευτισμό και τα κυρίαρχα γούστα του, δεν μπορεί να απευθύνονται στον τελευταίο τροχό της αμάξης σαν να έχουν απέναντί τους την ίδια την εξουσία. Η επιθετική απάντηση σε ό,τι εμφανίζεται ως φτηνό ή χυδαίο δεν χρειάζεται δασκαλίστικο στόμφο και δυο μέτρα και σταθμά». Και καταλήγει ο διαδικτυακά ενεργός Σεβαστάκης: «Είναι σημαντικό το όχι του καλλιτέχνη σε ερωτήσεις που κρύβουν υποτίμηση, προσβλητική και κουτσομπολίστικη χειραγώγηση ή άλλα παρόμοια. Το όχι όμως αυτού που έχει την πολυτέλεια να το λέει, δεν χρειάζεται μαθήματα χρηστής συμπεριφοράς εκ του ασφαλούς. Η κριτική ας στοχεύει στον κώδικα μιας συγκεκριμένης τηλεόρασης και όχι στους υπαλλήλους της επισφάλειας. Στην αντίθετη περίπτωση, κινδυνεύει κανείς να εμφανιστεί με γεροντικά νεύρα παρά ως κάποιος με ισχυρή άποψη».

Η σιωπή και ο κάλος

Η πόλωση ήταν αναπόφευκτη. Πάντως, άνθρωποι που γνωρίζουν καλά τον Γιώργο Νταλάρα δεν ξαφνιάστηκαν. Κι έχουν μια απάντηση στο ερώτημα «μα, γιατί δεν τους προσπέρασε;», όπως εκείνο το βράδυ έξω από τη «Σφίγγα». «Ο Γιώργος έχει δύο πρόσωπα», υποστηρίζουν: μπορεί να είναι ο πιο μοναχικός, ο πιο αντικοινωνικός, ο πιο εσωστρεφής άνθρωπος στον κόσμο, αποσυρμένος στο στούντιο και στις μουσικές του ή οργώνοντας το Αιγαίο με το φουσκωτό και τα εγγόνια του μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και περιφρουρώντας την προσωπική του ζωή όσο κανείς άλλος. Ομως, αν του… πατήσεις τον κάλο αλλάζει πρόσωπο, δεν θα αφήσει τίποτα να πέσει κάτω, θα πάρει στροφές και θα σου απαντήσει. Μπορεί να χάσει την ψυχραιμία του, να αφήσει για λίγο το φωτοστέφανο του “καλού παιδιού” που τον περιβάλλει και να θυμηθεί τον Γιώργο της νιότης του, όταν δεν υπήρχε ούτε φήμη, ούτε χρήματα, ούτε δόξα, ούτε “μαρκούτσια” να τον περιμένουν. «Ο Γιώργος κατά βάθος δεν έχει επίγνωση της δημοφιλίας του. Πιστεύει ότι αυτά που λέει δεν έχουν ιδιαίτερο αντίκτυπο, επομένως αισθάνεται στον μικρόκοσμό του “ελεύθερος” να λέει περίπου ό,τι θέλει», συμπληρώνουν άνθρωποι του περιβάλλοντός του.

«Ο Γιώργος κατά βάθος δεν έχει επίγνωση της δημοφιλίας του. Πιστεύει ότι αυτά που λέει δεν έχουν ιδιαίτερο αντίκτυπο, επομένως αισθάνεται στον μικρόκοσμό του “ελεύθερος” να λέει περίπου ό,τι θέλει».

Ρωτήσαμε δικούς του ανθρώπους αν έκανε δεύτερες σκέψεις μετά το περιστατικό, αν θα προτιμούσε να είχε ξεμπερδέψει με μια «καληνύχτα» αποφεύγοντας έτσι τη βαβούρα που ακολούθησε. «Ναι, μπορεί, ίσως θα έπρεπε να το έψαχνε λίγο περισσότερο πριν μιλήσει. Αλλά μάλλον εκείνη τη στιγμή δεν σκέφτηκε ούτε τη φήμη και την επωνυμία· τον προσπερνάει το πάθος του». Η ίδια πηγή εξηγεί ότι «ο Γιώργος ξεκίνησε από το τίποτα, επέζησε, όπως διηγείται ο ίδιος, σχεδόν από τύχη σε μια δύσκολη εποχή, μωρό και παιδάκι στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Δεν ξέχασε τις δυσκολίες αυτής της μεγάλης διαδρομής, γι’ αυτό και λέει ότι νιώθει σαν να έχει τα διπλά χρόνια από αυτά που κουβαλάει στην πλάτη του. Είχε την τύχη ή και την ατυχία να γίνει γνωστός από 18 χρόνων και να έχει πρόσβαση στον δημόσιο διάλογο, αν και φύσει μοναχικός. Ομως, ταυτόχρονα δεν έμαθε ή δεν κατάλαβε ότι πρέπει να αντιμετωπίσει αλλιώς την επωνυμία ή τη δημοσιότητα· όταν λέει “είμαι ίδιος από το 1969”, αυτό εννοεί. Και όπως έχει τις ίδιες απόψεις για τα καλώς ή τα κακώς κείμενα στη μουσική, έχει απόψεις για τη ζωή και την κοινωνία».

«Είχε την τύχη ή και την ατυχία να γίνει γνωστός από 18 χρόνων και να έχει πρόσβαση στον δημόσιο διάλογο. Ομως, ταυτόχρονα, δεν έμαθε ότι πρέπει να αντιμετωπίσει αλλιώς τη δημοσιότητα· όταν λέει “είμαι ίδιος από το 1969”, αυτό εννοεί».

Επομένως, θα το ξανάκανε; Από τα 15 του, που δούλευε ως βοηθός χρυσοχόου στην Αθήνα, μέχρι τα 18, οπότε έγινε γνωστός, και μέχρι πολύ αργότερα, δεν συνειδητοποίησε τη δύναμη αυτού που λέγεται φήμη. Κι όταν έγινε γνωστός με τα υπέροχα τραγούδια του Σταύρου Κουγιουμτζή, του Λοΐζου, του Καλδάρα του Μάνου Ελευθερίου και του Λευτέρη Παπαδοπούλου, βρήκε σε αυτούς τους ανθρώπους που τον εμπιστεύτηκαν τον πατέρα που δεν είχε. «Βρήκε στήριγμα και γνώση και σιγουριά», τονίζει στην «Κ» στενός οικογενειακός του φίλος. «Επειδή για τον ίδιο η κοινωνία ήταν η παρέα του, οι δάσκαλοί του, όταν τύχαινε να μιλήσει μετέφερε αυτή την αγωνία του με τον ίδιο τρόπο χωρίς να αυτολογοκρίνεται και πιστεύοντας πως απευθυνόταν σε ανθρώπους που νοιάζονταν για το ίδιο θέμα με την ίδια προτεραιότητα. Αλλά, κακά τα ψέματα, όλοι οι άνθρωποι έχουν τις εμμονές τους. Ισως ένας άνθρωπος πιο γνωστός είναι πιο δύσκολο να το διαχειριστεί. Εχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν, σε συνεντεύξεις να βγαίνει να μιλήσει για κάποιο συγκεκριμένο θέμα που αφορούσε τη μουσική κι όταν ξέφευγε η κουβέντα σε ένα κοινωνικό θέμα, δεν υπήρχε περίπτωση να μη συνέχιζε τη συζήτηση μέχρι τέλους, αδιαφορώντας για τις συνέπειες».

Ο «θείος» Γιώργος

Στους καλλιτεχνικούς κύκλους είναι γνωστό ότι ο Γιώργος Νταλάρας έχει το παρατσούκλι «θείος». Λέγεται με τρυφερότητα και αγάπη και αναφέρεται ακριβώς στην τάση του να δίνει συμβουλές, να γίνεται πατρικός με τους συνεργάτες του, να παθιάζεται με όσα ο ίδιος πιστεύει, όσο «boomer» και αν ακούγονται στα αυτιά νεότερων γενιών. Για τον «θείο Γιώργο» έγραψε πρόσφατα (πάλι στο Facebook) ο καλλιτεχνικός μάνατζερ Γιάννης Κουτράκης. «Με τον Γιώργο Νταλάρα μας συνδέει φιλία αρκετών ετών, έχω δουλέψει μαζί του και γνωρίζω από πρώτο χέρι την τελειομανία του, την αγάπη για την τέχνη του και για τους ανθρώπους, αλλά και για τα παιδιά, για τη φύση και τα ζώα, για την ταχύτητα, τις μηχανές και τα φουσκωτά. Είναι εργασιομανής και αρκετά δύσκολος στη δουλειά». Και λίγο πιο κάτω: «Αυτό που νιώθω για τον Νταλάρα είναι ότι υπάρχει ένας κοντινός μου άνθρωπος να μου πει την αλήθεια, χωρίς επίκριση, με αγάπη και με ενδιαφέρον. Θέλω στη ζωή μου ανθρώπους να μου λένε ότι έχω παχύνει, ακόμα κι αν δε χάσω δράμι, τους θέλω να μου το λένε, όπως θα μου το έλεγε ο μαμά μου και ο μπαμπάς μου. Αυτός είναι για μένα ο θείος Γιώργος».

Παραπονεμένα λόγια, φαρμακωμένα «ποστ»-3

Αυτοψυχανάλυση

Αν θέλει κανείς, πάντως, να υποκύψει στις σειρήνες του ψυχαναλυτικού συρμού για να εξηγήσει την ανάγκη μιας κατά τ’ άλλα μοναχικής ιδιοσυγκρασίας να «τα λέει» έξω από τα δόντια μην υπολογίζοντας φήμη και αντιδράσεις, δεν θα του λείψει το υλικό. Γράφει ο ίδιος o Νταλάρας σε ένα βιογραφικό σημείωμα στην προσωπική του ιστοσελίδα: «Ο πατέρας μου με σημάδεψε με την απουσία του. Τα πρώτα χρόνια ήμουν πολύ θυμωμένος μαζί του. Μεγαλώνοντας το ξεπέρασα, ωρίμασα και του χρωστάω ευγνωμοσύνη, που εξαιτίας του είδα το φως της ζωής και πήρα από αυτόν τη μεγάλη του αγάπη για το τραγούδι και τη μουσική. Εφυγε και αυτός όμως πολύ νέος». Ο ρεμπέτης Λουκάς Νταράλας εγκατέλειψε την οικογενειακή εστία όταν ο δευτερότοκος Γιώργος ήταν ακόμη μωρό. Θα μπορούσε κάποιος με ελάχιστες γνώσεις ψυχολογίας να ισχυριστεί ότι ο Νταλάρας βγαίνει κάθε φορά από το καβούκι του και γίνεται ο πατέρας που δεν είχε: γίνεται οι συμβουλές που δεν άκουσε, το νοιάξιμο, αλλά και η αυστηρότητα του απόντος πατέρα. Επιπλέον, όταν ο μεγάλος αδελφός του Χρήστος, ο οποίος δεν βρίσκεται πια στη ζωή, έφυγε και αυτός από το σπίτι για να σπουδάσει στο εξωτερικό, ο μικρός Γιώργος χρειάστηκε να γίνει ο «μπαμπάς», της ευάλωτης μητέρας του. «Προσπαθώ να μην πάνε χαμένα όλα τα βιώματα, όλη η προσωπική μου ιστορία. Θα ήθελα να είμαι παράδειγμα για άλλους ανθρώπους», είχε πει σε ανύποπτο χρόνο σε μια συνέντευξή του τον Ιανουάριο του 2016. Και ήταν σαν να τα είχε πει όλα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή