14 χρόνια μετά: Αγρότισσες της κρίσης μιλούν στην «Κ»
14-χρόνια-μετά-αγρότισσες-της-κρίσης-μι-562928767

14 χρόνια μετά: Αγρότισσες της κρίσης μιλούν στην «Κ»

Τρεις γυναίκες, εν μέσω οικονομικής κρίσης, άλλαξαν επάγγελμα και βρήκαν διέξοδο στον πρωτογενή τομέα. Τι λένε όμως σήμερα για την απόφασή τους;

Εικονογράφηση: Loukia Kattis
Ακούστε το άρθρο

«Επιστρέφουν στο χωράφι», «πιάνουν τις τσάπες», «πηγαίνουν πίσω στο χωριό». Στη διάρκεια της κρίσης, δεκάδες δημοσιεύματα παρουσίασαν τη στροφή κάποιων νέων στον πρωτογενή τομέα στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, ως μια διέξοδο επιβίωσης. Υστερα από χρόνια, οι αγρότες βγαίνουν σε όλη την Ευρώπη στον δρόμο λέγοντας πως απειλείται η βιωσιμότητά τους. Η «Κ» συνομίλησε με τρεις γυναίκες που αποφάσισαν να ασχοληθούν με τη γεωργία για να τις ρωτήσει αν είναι ικανοποιημένες με την επιλογή τους και αν τελικά ο πρωτογενής τομέας μπορεί να προσφέρει αυτά που προσδοκούσαν. 

«Είχα πειστεί ότι ο πρωτογενής τομέας θα μας βγάλει από το αδιέξοδο»

Στην αρχή ακόμα της οικονομικής κρίσης, η Aννα Aτσου εργαζόταν στην Αθήνα σε έναν τομέα που έμελλε να πληγεί σημαντικά: την επικοινωνία και τη διαφήμιση. Γρήγορα κατάλαβε ότι το καράβι της οικονομίας πήγαινε στα βράχια. «Το 2010 είχα πάρει την απόφαση. Ηξερα ότι κάτι έπρεπε να γίνει. Τα μπάτζετ των πελατών έπεφταν και όλοι ήταν βουτηγμένοι στη μιζέρια και την γκρίνια. Οι απολύσεις ήταν πολλές και προετοιμαζόμουν εσωτερικά για το τι θα έκανα αν έχανα τη δουλειά μου».

Η αγάπη της για τη γη και τη διατροφή μέχρι τότε είχαν μεταφραστεί σε έναν κήπο που είχε δημιουργήσει στην ταράτσα του σπιτιού της. Οταν γνώρισε όμως τον Χρήστο, τον μελλοντικό σύζυγό της, ο οποίος ζούσε στην Καστοριά, αποφάσισε να κάνει το μεγάλο βήμα. Μετακόμισε στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας και άφησε τη δουλειά της. Ακολούθησε και ο σύζυγος της, ο οποίος ως γουνοποιός έβλεπε επίσης τα έσοδά του να μειώνονται.

14 χρόνια μετά: Αγρότισσες της κρίσης μιλούν στην «Κ»-1

«Είχα πειστεί ότι ο πρωτογενής τομέας είναι αυτός που θα μας βγάλει από το αδιέξοδο. Δεν μπορεί η Ελλάδα να ζει μόνο από υπηρεσίες, χρειάζεται κάτι απτό, να βγάλουμε την τροφή μας». Το ζευγάρι άρχισε να ερευνά τις επιλογές που είχε. Παρότι ήταν της μόδας τότε τα σαλιγκάρια ή η αρώνια, κατέληξαν στην παραδοσιακή καλλιέργεια της περιοχής: τα μήλα. Επειτα από κάποια χρόνια, η κ. Ατσου έστησε και μια οικοτεχνία ώστε να δώσει υπεραξία στο προϊόν που παρήγαγε: από κομπόστες και γέμιση μηλόπιτας χωρίς συντηρητικά και ζάχαρη μέχρι τσάτνεϊ και αποξηραμένα μήλα σε συσκευασία.

«Στην Ελλάδα υπάρχουν μικρά στρέμματα διασκορπισμένα που δεν σου επιτρέπουν να εφαρμόσεις σύγχρονους τρόπους καλλιέργειας αλλά και οικονομίες κλίμακας ώστε να μειώσεις τα κόστη».

Οπως είπε, είναι πολύ γοητευτικό να δημιουργείς το δικό σου brand και να συμμετέχεις στη δημιουργία θέσεων εργασίας στην περιοχή ώστε να μην ερημώσει. Σχεδόν έντεκα χρόνια μετά την αρχή της ενασχόλησής της με τη γεωργία, η κ. Ατσου δεν έχει μετανιώσει ούτε στο ελάχιστο για αυτή την επιλογή. Υπογράμμισε ωστόσο ότι οι προκλήσεις και τα προβλήματα υπάρχουν και δεν είναι λίγα. Η πρώτη δυσκολία που συνάντησε ήταν η εύρεση γης. Οπως ανέφερε, στην Ελλάδα υπάρχουν μικρά στρέμματα διασκορπισμένα που δεν σου επιτρέπουν να εφαρμόσεις σύγχρονους τρόπους καλλιέργειας αλλά και οικονομίες κλίμακaς ώστε να μειώσεις τα κόστη. «Το κόστος παραγωγής είναι ένα σημαντικό κομμάτι που μας επηρεάζει. Ο εμπορικός κόσμος επίσης επηρεάζει αρνητικά τη σχέση μας. Υπάρχει μεγάλη εκμετάλλευση. Πέρσι το μήλο κόστιζε (η παραγωγή) 35 λεπτά το κιλό και το πουλήσαμε 15-20 λεπτά».

Δεν είναι ότι βγάζουμε πολλά χρήματα. Ζούμε μια συμμαζεμένη ζωή, αλλά έχουμε ηρεμία. Θα πας, θα κάνεις τη δουλειά σου και έχεις την ελπίδα ότι αύριο τα πράγματα θα πάνε καλύτερα.

Η ίδια τονίζει πως η γεωργία πρέπει να αντιμετωπίζεται διαφορετικά στο ζήτημα της ενέργειας, καθώς τα έξοδα πλέον είναι υπέρογκα. Αντίστοιχα και η Ευρώπη πρέπει, όπως υποστήριξε, να ακούσει τη φωνή των αγροτών και να προσαρμόσει την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ). Για εκείνη, παραδείγματος χάρη, η αλλαγή της ΚΑΠ είχε ως αποτέλεσμα να χάσει επιδοτήσεις σε είδη μήλων που μέχρι πρότινος επιδοτούνταν και γι’ αυτό προτιμήθηκαν από πολλούς γεωργούς. Η έλλειψη εργατικών χεριών αποτελεί επίσης σοβαρό θέμα, ενώ θα ήταν θεμιτό να υπάρχει πρόληψη από πλευράς πολιτείας σχετικά με την ενημέρωση και την έρευνα για το αποτύπωμα της κλιματικής αλλαγής και την καλλιέργεια νέων ειδών, πρόσθεσε. Παρά τα προβλήματα για την ίδια, η επιλογή του πρωτογενούς τομέα παραμένει η καλύτερη δυνατή και συνδυάζεται με την ποιότητα που της προσφέρει η ζωή στο χωριό. «Δεν είναι ότι βγάζουμε πολλά χρήματα. Ζούμε μια συμμαζεμένη ζωή, αλλά έχουμε ηρεμία. Θα πας, θα κάνεις τη δουλειά σου και έχεις την ελπίδα ότι αύριο τα πράγματα θα πάνε καλύτερα».  

«Χωρίς τους αγρότες το κράτος δεν έχει μέλλον»

Η Ζωή Βρατσκίδου έχει πλέον 130 στρέμματα στα οποία καλλιεργεί μήλα, ροδάκινα και βαμβάκι, από τα οποία βιοπορίζεται η ίδια και η οικογένειά της. Για πολλά χρόνια ωστόσο το σενάριο αυτό θα της φάνταζε εξωπραγματικό. Η νεαρή γυναίκα ζούσε ευτυχισμένη στη Θεσσαλονίκη, όπου είχε τη δουλειά και την οικογένειά της. Επανεξέτασε τις επιλογές της όταν η οικονομική κρίση της στέρησε την εργασία της –τότε ήταν αεροσυνοδός στην Ολυμπιακή. «Η εταιρεία είχε κλείσει εκείνο το διάστημα, και εγώ περίμενα το πρώτο μας παιδί. Σκεφτήκαμε με τον σύζυγό μου να γυρίσουμε στο χωριό του και να αναλάβουμε τα χωράφια του. Θα ήμασταν η τρίτη γενιά που θα τα καλλιεργούσε. Πήραμε την απόφαση να ασχοληθούμε με τη γη και για βιοποριστικούς λόγος αλλά και για μια καλύτερη ποιότητα ζωής».

Η οικογένεια μετακόμισε στην Αγκαθιά Ημαθίας πριν από δέκα χρόνια και «έβαλε» τις πρώτες ρίζες δέντρων. Παρότι η Ζωή Βρατσκίδου δεν έχει μετανιώσει ποτέ για την απόφαση αυτή, ο δρόμος της ήταν ακανθώδης και συχνά αβέβαιος.

14 χρόνια μετά: Αγρότισσες της κρίσης μιλούν στην «Κ»-2

«Οταν περιμέναμε να πάρουμε τα φρούτα μας τον τέταρτο χρόνο, που τα μηλαράκια ήταν έτοιμα, πέρασε ανεμοστρόβιλος και έριξε τον καρπό αλλά και τις κατασκευές που είχαμε. Τέσσερα χρόνια χαμένα. Περιμέναμε άλλα τόσα και έριξε χαλάζι. Πήραμε καρπό πέρσι τον ένατο χρόνο».

Η οικογένεια επιβίωσε, όπως παραδέχθηκε η κ. Βρατσκίδου, γιατί ο σύζυγός της είχε κρατήσει την προηγούμενη δουλειά του. Από εκεί βρήκαν τους πόρους να καλύψουν τις ανάγκες τους, καθώς το κράτος, όπως υποστήριξε, τους έδωσε τις αποζημιώσεις τέσσερα χρόνια μετά την καταστροφή. «Το κράτος κωλυσιεργεί σε αυτόν τον τομέα. Χωρίς αγρότη όμως δεν έχει μέλλον».

Οταν περιμέναμε να πάρουμε τα φρούτα μας τον τέταρτο χρόνο, που τα μηλαράκια ήταν έτοιμα, πέρασε ανεμοστρόβιλος και έριξε τον καρπό αλλά και τις κατασκευές που είχαμε. Τέσσερα χρόνια χαμένα. Περιμέναμε άλλα τόσα και έριξε χαλάζι. Πήραμε καρπό πέρσι τον ένατο χρόνο.

Η ίδια αναφέρθηκε ακόμα στο πρόβλημα των ελληνοποιήσεων, ενώ είπε πως λείπουν κίνητρα για να τονωθεί η επιχειρηματικότητα που συνδέεται με το χωράφι, αλλά και η παροχή γνώσεων, όπως ένας ψηφιακός γεωπόνος. Θέλοντας η ίδια να δώσει υπεραξία στο προϊόν της, έστησε πριν από δύο χρόνια τη δική της οικοτεχνία που παράγει προϊόντα καθαρής ετικέτας, χωρίς πρόσθετα, ζάχαρη και συντηρητικά, με βάση το μήλο και το ροδάκινο και εμπλουτισμένα με έξτρα θρεπτικά συστατικά όπως σπόρους τσία, λιναρόσπορο και κάνναβη. Το βήμα αυτό απαίτησε κυρίως προσωπική δουλειά: μελέτη, ενημέρωση και σκέψη και μέχρι σήμερα είναι κάτι που απασχολεί το μυαλό της 24 ώρες το 24ωρο. «Είμαστε στην αρχή, έχουμε μέλλον. Δεν έχω μετανιώσει με τίποτα την επιλογή μου και πιστεύω ότι θα εξελιχθούμε». 

«Είναι μια μεγάλη μάχη»

Παρότι σπούδασε δικηγόρος, η Αγγελική Δράκου γνωρίζει σήμερα τι σχέση έχει το μέγεθος ενός γεωσκώληκα με την ποιότητα του χώματος. Η γνωριμία της με τον σύζυγό της αποτέλεσε τον λόγο που το 2010 άφησε την Αθήνα όπου ζούσε για να μετακομίσει στην Κομοτηνή. Εκεί τη βρήκε και η οικονομική κρίση. Παρότι ασκούσε τη δικηγορία, η αγάπη της για τη φύση αλλά και η σκέψη να βρει μια παράλληλη απασχόληση για να ενισχύσει το εισόδημά της, την οδήγησαν στην ενασχόληση με την καλλιέργεια βοτάνων και αρωματικών φυτών.

Μπήκα στο νοσοκομείο ενάμιση μήνα και είπα πως αν έχω την ευκαιρία να ζήσω δεν θα ασχοληθώ άλλο με τη δικηγορία και θα ασχοληθώ με κάτι που αγαπάω. Τα βότανα ταίριαζαν σε όλο αυτό.

14 χρόνια μετά: Αγρότισσες της κρίσης μιλούν στην «Κ»-3

«Συνειδητοποίησα ότι αυτό το προϊόν θα το έχουν ανάγκη οι Αθηναίοι και δεν έπεσα έξω». Ο άνδρας της εργαζόταν ήδη ως γεωπόνος. «Με τα λεφτά του γάμου αγοράσαμε εξοπλισμό ώστε να ασχοληθούμε πιο συστηματικά με τα βότανα». Γρήγορα ήρθε μια συνεργασία με μεγάλη ελληνική εταιρεία καλλυντικών. Μέχρι τότε η κ. Δράκου δεν είχε εγκαταλείψει τη δικηγορία. Την απόφαση αυτή την έλαβε αργότερα, το 2017, εξαιτίας ενός σοβαρού προβλήματος υγείας. «Μπήκα στο νοσοκομείο ενάμιση μήνα και είπα πως αν έχω την ευκαιρία να ζήσω δεν θα ασχοληθώ άλλο με τη δικηγορία και θα ασχοληθώ με κάτι που αγαπάω. Τα βότανα ταίριαζαν σε όλο αυτό».

Από τότε η ίδια ξεκίνησε να ασχολείται με κάθε βήμα της παραγωγής από το χωράφι και τη συγκομιδή μέχρι την εμφιάλωση, την εμπορία και τις εξαγωγές. Με τον σύζυγό της, Κώστα, καλλιεργούν 30 διαφορετικά βότανα, μεταξύ των οποίων δυόσμο, μέντα, καλέντουλα και χαμομήλι, ακολουθώντας τις αρχές της αναγεννητικής και της αγρο-οικολογίας και παράγοντας premium προϊόντα. «Από όλα τα κομμάτια, τη μεταποίηση, την εμπορία, τις εξαγωγές, η παραγωγή είναι η δυσκολότερη και η ακριβότερη διαδικασία. Και προσπαθούμε με νύχια και με δόντια να βρούμε τρόπο να συνεχίσουμε να το κάνουμε όπως το κάνουμε στο άκρως ανταγωνιστικό οικονομικό κλίμα που υπάρχει».

Για να είσαι μικρός παραγωγός και να επιβιώσεις πρέπει να μεταποιήσεις και να πουλήσεις ο ίδιος το προϊόν σου. Δεν σε συμφέρει διαφορετικά. Οταν το κάνεις όμως αυτό θεωρείσαι μεταποιητής – έμπορος, και όχι αγρότης, άρα δεν έχεις καμία στήριξη για την αγροτική παραγωγή σου».

Οπως παραδέχεται οι μικρές πρωτοβουλίες, που επιζητούν να προσφέρουν κάτι διαφορετικό και ποιοτικό, δεν μπορούν να επιβιώσουν εύκολα. «Είναι μεγάλη μάχη», παραδέχθηκε, αναφερόμενη σε χαρακτηριστικά προβλήματα, όπως το κόστος ενέργειας, η έλλειψη εργατικών χεριών και η ερημοποίηση των περιοχών όπως τα χωριά πέριξ της Κομοτηνής, αλλά και τα υπέρογκα κόστη εφαρμογής νέων τεχνολογιών σε μικρές μονάδες όπως τα 20 στρέμματα που έχει. Την ίδια στιγμή, παρατήρησε πως το κράτος κάνει αυτή τη μάχη δυσκολότερη με αγκυλώσεις και αντιφάσεις.

«Είναι ένας φαύλος κύκλος. Για να είσαι μικρός παραγωγός και να επιβιώσεις πρέπει να μεταποιήσεις και να πουλήσεις ο ίδιος το προϊόν σου. Δεν σε συμφέρει διαφορετικά. Οταν το κάνεις όμως αυτό θεωρείσαι μεταποιητής – έμπορος, και όχι αγρότης, άρα δεν έχεις καμία στήριξη για την αγροτική παραγωγή σου». Οι ελληνοποιήσεις προϊόντων επίσης, όπως λέει, πλήττουν τους παραγωγούς. Παρά τα προβλήματα όμως, η κ. Δράκου δεν έχει μετανιώσει για τη στροφή της στην πρωτογενή παραγωγή. «Για εμένα είναι κίνητρο να προσφέρω κάτι που βελτιώνει την καθημερινότητα και την υγεία –ψυχική και οργανική– των ανθρώπων. Πάλι με τον πρωτογενή τομέα θα είχα ασχοληθεί αν τα έκανα όλα από την αρχή, αλλά μπορεί να το έκανα διαφορετικά, πιο οργανωμένα. Το πρόβλημα είναι στο επιχειρείν». 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή