Μήπως τελικά δεν είναι κακό το εθνικό μας κιτς;

Μήπως τελικά δεν είναι κακό το εθνικό μας κιτς;

Το ζάρι της επισφαλούς συλλογικής μας αυτοπεποίθησης σείστηκε από τα στερεότυπα που επιστράτευσε το βιντεοκλίπ της Σάττι. Η «Κ» συζήτησε με Ελληνες που προσπαθούν να «καθαρίσουν» το brand από το «τζατζίκι», αλλά και ξένους που εξακολουθούν να το απολαμβάνουν

14' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Oταν η Τίνα Κυριάκη είδε για πρώτη φορά το βιντεοκλίπ της Μαρίνας Σάττι για τη φετινή συμμετοχή της Ελλάδας στον διαγωνισμό της Γιουροβίζιον θύμωσε. Θύμωσε πολύ, για την ακρίβεια. «Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι “βγάζουμε τα μάτια μας με τα ίδια μας τα χέρια”».

Εκ πρώτης όψεως μοιάζει να έχει άδικο· σε ένα από τα πιο δημοφιλή σχόλια κάτω από το «Ζάρι» στο YouTube (με την ευκαιρία, πλησιάζει τα τρία εκατ. προβολές σε δυόμισι εβδομάδες) μία γυναίκα από τη Νέα Υόρκη έγραφε: «Αλήθεια, υπάρχει κανένας που μετά απ’ αυτό να μη θέλει να κάνει διακοπές στην Αθήνα;». Ομως, τόσο το τραγούδι της Σάττι όσο και ο πιο πρόσφατος θόρυβος που ξέσπασε με αφορμή τις ενδυμασίες της Μαίρης Κατράντζου για την τελετή αφής της ολυμπιακής φλόγας φαίνεται να χτύπησαν ένα ευαίσθητο σημείο: την υπερβολική ανησυχία μας για το «πώς μας βλέπουν οι άλλοι». Ενώ πιστεύουμε ότι έχουμε ξεφύγει από το στενό τουριστικό «κοστούμι» του ’60 και του ’70, φαίνεται ότι εξακολουθεί να υπάρχει ακόμη ζήτηση για μια έστω πιο επικαιροποιημένη εκδοχή του. Ενώ το οπτικοποιημένο «Ζάρι» «τρολάρει» όλο το ελληνικό τουριστικό φολκλόρ, πολλοί ξένοι δεν κάνουν την ίδια ανάγνωση. Τα βίντεο που δείχνουν ξένους σχολιαστές να αποθεώνουν το τραγούδι της Μαρίνας Σάττι γιατί παραληρούν σε βαθμό σχεδόν ιλαρό; Γιατί ακούν ελληνικό στίχο αντί για φθηνές απομιμήσεις αμερικανικών ή λάτιν σουξέ; Γιατί τους παρασύρει ένας ήχος που οι ίδιοι μπορούν να ταυτίσουν ως «ελληνικό», γιατί «ακούν» και «βλέπουν» Ελλάδα; Δηλαδή, Ακρόπολη, ζουρνάδες, γύρος, πανηγυριώτικα γλέντια, «τρελαμένοι» ταξιτζήδες, μια πόλη χωρίς «κανόνες» και «όρια»; Μήπως, λοιπόν, ο συλλογικός αποτροπιασμός μας για το βιντεοκλίπ της Σάττι ενσωματώνει σε μεγάλο βαθμό μια εσωτερική δυσανεξία για όψεις της ελληνικής ζωής που εμείς οι ίδιοι απορρίπτουμε ως υπερβολικά αναχρονιστικές, ανατολίτικες, βαλκανικές ή και τα τρία μαζί; Μήπως η διαχρονική ανησυχία για την εικόνα μας «έξω» λέει περισσότερα για εμάς παρά για τους άλλους; Και τελικά, ποια Ελλάδα πουλάει σήμερα; Του Ζορμπά ή η εξευγενισμένη λιτότητα ενός απείραχτου τόπου στις εσχατιές του τουριστικού μας success story;

Ηττα του εναλλακτικού;

Η Τίνα Κυριάκη δεν είναι μία ακόμη επιχειρηματίας του τουρισμού· έχει επενδύσει σκέψη, χρήμα και χρόνο στην ανανέωση του αθηναϊκού τουριστικού brand μέσα από τα δύο επιχειρηματικά «παιδιά» της, την Alternative Athens και την Back to the routes, εταιρείες διοργάνωσης εναλλακτικών τουρ για ξένους επισκέπτες σε Αθήνα και στην υπόλοιπη χώρα. «Eδώ και μια δεκαετία, προσπαθούμε με πολύ κόπο να αλλάξουμε τη στερεοτυπική εικόνα που έχει ακόμα η μεγάλη πλειονότητα των ταξιδιωτών για την Ελλάδα, που είναι ακριβώς αυτή που επιχειρεί να διακωμωδήσει το βιντεοκλίπ της Γιουροβίζιον. Αλήθεια, γιατί πιστέψαμε ότι οι ξένοι έχουν τόσο διαφορετική εικόνα για την Ελλάδα, που όχι μόνο θα απορρίψουν το κραυγαλέο στερεότυπο του βιντεοκλίπ, αλλά θα χαμογελάσουν κιόλας κατανοώντας την ειρωνεία του;» αναρωτιέται η Τίνα Κυριάκη και μαζί της φαίνεται ότι συμφωνεί ο Αμερικανός Τάιλερ Μπόρσεν, ο οποίος μέχρι την Παρασκευή ήταν υπεύθυνος επικοινωνίας για το «Τhis is Αthens», του βασικού διαδικτυακού εργαλείου του Δήμου Αθηναίων για την τουριστική προβολή της ελληνικής πρωτεύουσας στο εξωτερικό. «Οι ξένοι φίλοι μου που είδαν το βιντεοκλίπ προβληματίστηκαν αρκετά με τη φιγούρα του μεσήλικα, στερεοτυπικού τουρίστα και τον ρόλο του στο φιλμ· δεν ήταν σίγουροι αν ήταν κομμάτι μιας νέας στρατηγικής μάρκετινγκ της Ελλάδας ή κάτι πιο υπαινικτικό που δεν “έπιαναν” με την πρώτη. Οταν τους εξήγησα ότι ήταν ακριβώς αυτό, μια έμμεση κριτική του τρόπου που η Ελλάδα προέβαλλε τον τουριστικό της εαυτό τις προηγούμενες δεκαετίες, ένας τρόπος που πρέπει μάλλον να αναθεωρηθεί, σχεδόν ανακουφίστηκαν και το απόλαυσαν πολύ περισσότερο».

Ανανέωση

Για τον Τάιλερ Μπόρσεν, το ίδιο το τραγούδι της Σάττι με την πολυπλοκότητα των μουσικών του επιρροών υπογραμμίζει πολύ περισσότερο την ανάγκη η Ελλάδα και η Αθήνα να ανανεώσουν τη διεθνή εικόνα τους, «κι αυτό είναι που προσπαθούν τα τελευταία χρόνια να κάνουν οργανισμοί και πρωτοβουλίες όπως το “This is Athens”. Νομίζω πως αυτό που μας λέει και η Σάττι στο “Ζάρι” είναι ότι δεκαετίες καλλιέργειας μιας μονοδιάστατης εικόνας της χώρας προορισμένης να προσελκύσει και να ψυχαγωγήσει συγκεκριμένες κατηγορίες επισκεπτών θα αποτύχουν να αγγίξουν τις νεότερες γενιές τουριστών, ενώ την ίδια στιγμή πρόκειται για ένα μοντέλο που, κοινωνικά και πολιτισμικά, δεν είναι πλέον βιώσιμο».

«Σηματοδοτεί ανασφάλεια και υπανάπτυξη το να στρέφεται η δημόσια συζήτηση της χώρας για την εικόνα της στο εξωτερικό», υποστηρίζει ο Ρωμανός Γεροδήμος, καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής και Δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο του Μπόρνμουθ.

Ο Γερμανός πρέσβης στην Αθήνα Αντρέας Κιντλ είναι ένας από τους ελάχιστους ξένους διπλωμάτες που μιλούν νέα ελληνικά. Το οικογενειακό του δέντρο δεν έχει το παραμικρό ελληνικό παρακλάδι· οφείλει το ελληνικό του πάθος αποκλειστικά στις κλασικές σπουδές του και στα ταξίδια του στη χώρα μας σε εποχές που ο τουρισμός δεν είχε τα σημερινά μεγέθη του. «Πρόλαβα να δω τον ναό του Επικούριου Απόλλωνα στις Βάσσες χωρίς τη γιγαντιαία σκηνή που τον προστατεύει από τα στοιχεία της φύσης. Για πολλούς Γερμανούς, αυτή η ιδέα της “καθαρής” κλασικής αρχαιότητας, ο κανόνας της Ακρόπολης, της Ολυμπίας, των Δελφών και της Επιδαύρου εξακολουθεί να είναι μία από τις κυρίαρχες εικόνες της Ελλάδας και θα παραμείνει έτσι – σχεδόν αμόλυντη από την κουλτούρα του Netflix». Αλλά, ευτυχώς, τα πράγματα εξελίσσονται, λέει ο κ. Κιντλ, «άλλες εικόνες προστίθενται, και ειδικά τα τελευταία 20 χρόνια, η Αθήνα και η Ελλάδα αποτελούν ζωντανά κομμάτια ενός πολύ διαφορετικού πολιτιστικού χάρτη που εξερευνάται όλο και περισσότερο και έχει γίνει γνωστός σε μια νεότερη γενιά Γερμανών και Ευρωπαίων».

Αν μιλούσε για τη Γερμανία, οι βάσεις αυτής της νέας εικόνας της χώρας μας μπήκαν όταν η Ελλάδα ήταν η τιμώμενη χώρα στη Διεθνή Εκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης, και παρατηρήθηκε ένας πολλαπλασιασμός των μεταφράσεων της ελληνικής λογοτεχνίας στα γερμανικά. «Σήμερα, νομίζω ότι μπορεί να βρείτε περισσότερους αναγνώστες των αστυνομικών ιστοριών του Πέτρου Μάρκαρη στη Γερμανία παρά στην Ελλάδα. Και ίσως όλο αυτό που συζητάμε να κορυφώθηκε με την Documenta 14 που έλαβε χώρα στο Κάσελ και στην Αθήνα το 2017. Και πιο πρόσφατα, ο Γιώργος Λάνθιμος έχει συμβάλει πολύ στο ελληνικό rebranding και στον εμπλουτισμό της αντίληψης για το τι μπορεί να σημαίνει “Ελληνας” στον 21ο αιώνα. Προσωπικά, θα ευχόμουν η γαστρονομική δημιουργικότητα που βλέπω από τότε που φτάσαμε στην Αθήνα πριν από έξι μήνες με τη σύζυγό μου, να γίνει πιο εμφανής και ευρύτερα ως βασικό χαρακτηριστικό του ελληνικού πολιτισμού. Πιστεύω ότι όλο και περισσότεροι Γερμανοί τουρίστες θα αναγνωρίσουν την εξαιρετική ποικιλία της ελληνικής κουζίνας όταν θα δοκιμάσουν το τοπικό τυρί ή το λουκάνικό τους. Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που μπορώ να ζω στην Ελλάδα και να εξερευνήσω τις διαφορετικές περιοχές της, γιατί θα μου επιτρέψει εκτός των άλλων να εκτιμήσω την πολυτέλεια του να μη χρειάζεται να επιλέξω ανάμεσα σε μια “μεσογειακή” ή σε μια “βαλκανική” Ελλάδα».

Μήπως τελικά δεν είναι κακό το εθνικό μας κιτς;-1
Το βιντεοκλίπ της Μαρίνας Σάττι (φωτογραφία από τα γυρίσματα) για τη φετινή συμμετοχή μας στη Γιουροβίζιον «παίζει» με όλα τα κουρασμένα στερεότυπα της ελληνικής τουριστικής βιομηχανίας στο εύθραυστο όριο αποδόμησης και συμφιλίωσης.  

Η «ανησυχία» για την εθνική εικόνα είναι από μόνη της στοιχείο υπανάπτυξης, υποστηρίζει ο Ρωμανός Γεροδήμος, καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής και Δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο του Μπόρνμουθ, στην Αγγλία. «Δεν θα ακούσεις ποτέ Ιταλό ή Ισπανό ή Πορτογάλο να ανησυχεί ή να αναρωτιέται για το πώς βλέπουν οι ξένοι την Ισπανία ή τη Γαλλία ή την Πορτογαλία· οι Ιρλανδοί θα σε προκαταλάβουν λέγοντας μόνοι τους κακά πράγματα για τη χώρα τους! Οπότε, ενδόμυχα, πιστεύω πως σηματοδοτεί ανασφάλεια και υπανάπτυξη το να στρέφεται η δημόσια συζήτηση της χώρας για την εικόνα της στο εξωτερικό. Αυτό προφανώς δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει μια ολόκληρη βιομηχανία δημόσιας διπλωματίας και τουρισμού που κάνει αυτή τη δουλειά· αλλά γίνεται κάτω από το ραντάρ, επαγγελματικά, και κυρίως με στοχευμένο τρόπο για συγκεκριμένες βιομηχανίες (τουρισμό, παιδεία κ.λπ.)».

Αντίστοιχα, για τον ομότιμο καθηγητή Γεωγραφίας και Γεωπολιτικής στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης Γιώργο Πρεβελάκη, η γέννηση της σύγχρονης Ελλάδας βασίστηκε εν πολλοίς στην εικόνα των ξένων για την ελληνική ταυτότητα, γι’ αυτό και μας είναι δυσανάλογα σημαντική. «Εδώ και δύο αιώνες αντλούμε πρόσοδο από αυτήν την εικόνα. Αλλα κράτη είχαν πετρέλαιο, εμείς έχουμε την εικόνα που κυρίως είναι η εικόνα των ξένων για εμάς, επομένως είναι κάτι που θεωρούμε πολύτιμο».

Η εκδίκηση του «αυθεντικού»

Αν θέλαμε να επεκτείνουμε αυτήν τη σκέψη λίγο περισσότερο, θα λέγαμε ότι παρατηρείται ευρύτερα στον δυτικό κόσμο μια αρκετά ευδιάκριτη κόπωση από την παγκοσμιοποίηση και την ομογενοποίηση συμπεριφορών, προτύπων ζωής, καταναλωτικών προτιμήσεων και συνηθειών που αυτή έφερε. Σε πολιτικό επίπεδο έχουμε απτές αντανακλάσεις αυτής της μεταβολής. Το αποτέλεσμα είναι το κέντρο βάρους να μετατοπίζεται σταδιακά στην έννοια της αυθεντικότητας, της τοπικότητας, της προσωποποιημένης εμπειρίας.

Προσοχή, όμως, δεν επιστρέφουμε στις εποχές ενός μεταλλαγμένου εξωτισμού· η ανάγκη για αυθεντικές εμπειρίες βιώνεται ως ζωτική και επείγουσα από τον ίδιο τον επισκέπτη ή καταναλωτή. Στην εποχή της Ελενας Παπαρίζου και του «My number one» συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο: Γερμανοί, Πολωνοί, Πορτογάλοι (και Ελληνες) τραγουδούσαν στα αγγλικά και αυτό ήταν ένδειξη προόδου, ένα είδος πανευρωπαϊκού κομφορμισμού που συνέτεινε στην αποτίναξη των εθνικών χαρακτηριστικών με σημείο αναφοράς το ιδεώδες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Τώρα βρισκόμαστε στην απέναντι όχθη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επιστρέφουμε σε ένα κλειστό, φοβικό, εθνικό πλαίσιο. Ηγεμονικές χώρες με αυτοκρατορικό ή αποικιακό παρελθόν ή και τα δύο δεν διακατέχονται από την ανασφάλεια για την εικόνα της χώρας τους, γιατί αυτή είναι εδραιωμένη εδώ και αιώνες. Σε εμάς δεν συμβαίνει το ίδιο: ακόμη και η δημιουργία του εθνικού μας κράτους, πριν από δύο αιώνες, είχε σε μεγάλο βαθμό βασιστεί στο βλέμμα των άλλων, στο πώς, δηλαδή, μας έβλεπαν «οι άλλοι» ως φυσικούς κληρονόμους της ελληνικής αρχαιότητας.

Ανάμεσα σε δύο Ελλάδες, ανάμεσα σε κλισέ και ευκαιρίες

Ποια είναι, τελικά, η εικόνα που «πουλάει» η Ελλάδα του 2024; Δύο γυναίκες επιχειρηματίες και τρεις ξένοι λάτρεις της χώρας μιλούν για τις πολλές όψεις του ελληνικού brand.

Αντρέας Κιντλ
Πρέσβης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην Ελλάδα

Μήπως τελικά δεν είναι κακό το εθνικό μας κιτς;-2
(Φωτογραφία: ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ)

Η Αθήνα και η Ελλάδα αποτελούν ζωντανά κομμάτια ενός πολύ διαφορετικού πολιτιστικού χάρτη που εξερευνάται όλο και περισσότερο, κυρίως από μια νεότερη γενιά Γερμανών.

Κάτριν Σβαμπ
Kαθηγήτρια στο Fairfield University, ΗΠΑ

Μήπως τελικά δεν είναι κακό το εθνικό μας κιτς;-3
 (Φωτογραφία: Owen Bonaventura)

Σήμερα υπάρχει μεγαλύτερη αίσθηση περιέργειας και επιθυμίας για εξερεύνηση στον μέσο επισκέπτη της Ελλάδας, κάτι όχι αυτονόητο πριν από λίγα χρόνια.

Μικαέλα Λιαρούτσου
Σεφ στο Παρίσι

Μήπως τελικά δεν είναι κακό το εθνικό μας κιτς;-4
(Φωτογραφία: Guillaume Czerw)

Φαίνεται ότι υπάρχει ένας ανίκητος σύνδεσμος ανάμεσα στο φαγητό και στην ιδέα των διακοπών, με αποτέλεσμα αυτό που εσύ θεωρείς «παλιομοδίτικο» να αποτελεί για έναν Γάλλο ακλόνητο

Τάιλερ Μπόρσεν
Τέως υπεύθυνος επικοινωνίας «Τhis is Αthens»σημείο αναφοράς.

Μήπως τελικά δεν είναι κακό το εθνικό μας κιτς;-5

Το βιντεοκλίπ της Σάττι έχει εμφανείς ομοιότητες με αντίστοιχα βίντεο του TikTok, που υποθετικά θα μας έδειχναν τι θα έκανε ένας τυπικός, νεαρός χρήστης του μέσου σε ένα Σαββατοκύριακο στην Αθήνα.

Τίνα Κυριάκη
Ιδρύτρια της Alternative Athens

Μήπως τελικά δεν είναι κακό το εθνικό μας κιτς;-6

Eδώ και μία δεκαετία προσπαθούμε με πολύ κόπο να αλλάξουμε τη στερεοτυπική εικόνα που έχει ακόμα η μεγάλη πλειονότητα των ταξιδιωτών για την Ελλάδα, και δεν είναι καθόλου εύκολο.

Ερχονται στο Παρίσι και μου ζητούν μουσακά

«Οταν μπαίνουν πελάτες στο μαγαζί και μου ζητούν, Δεκέμβριο μήνα, μουσακά με πιάνει λίγο απελπισία», μου λέει μεταξύ σοβαρού και αστείου η Μικαέλα Λιαρούτσου, η 38χρονη Ελληνογαλλίδα σεφ και ιδιοκτήτρια δύο ελληνικών μπιστρό στο Παρίσι, του «étsi» και του «étsi, l’ouzeri». Η ίδια δεν θα το ισχυριστεί ποτέ, αλλά έχει επωμιστεί τα τελευταία χρόνια το βαρύ φορτίο να εκπαιδεύσει το απαιτητικό, γαστρονομικά, κοινό της γαλλικής πρωτεύουσας σε μια πολύ πιο σύγχρονη, πολύ πιο ραφιναρισμένη, πολύ πιο εκλεκτική εκδοχή της ελληνικής κουζίνας, μακριά από τις φολκόρ βεβαιότητες μιας τυπικής τουριστικής ταβέρνας. Οι αντιστάσεις που συναντά, λέει στην «Κ», είναι «αναπάντεχα μεγάλες».

«Ακόμη και άνθρωποι που δεν το περιμένεις και δείχνουν πολύ πιο ανοιχτοί στο καινούργιο, θα ζητήσουν μερικές φορές επίμονα να επαναλάβουν την καλοκαιρινή τους εμπειρία. Ακόμη και αν υποψιάζεσαι ότι δεν ήταν πολύ τυχεροί στα πιάτα που δοκίμασαν στην Ελλάδα, φαίνεται ότι υπάρχει ένας ανίκητος συναισθηματικός σύνδεσμος ανάμεσα στο φαγητό και στην ιδέα των διακοπών, με αποτέλεσμα αυτό που εσύ θεωρείς “παλιομοδίτικο”, “κουρασμένο” ή “φολκλόρ”, να αποτελεί για έναν Γάλλο ακλόνητο σημείο αναφοράς».

Κι επειδή ο μουσακάς δεν ήταν τυχαίο παράδειγμα, η Μικαέλα Λιαρούτσου μου εξηγεί ότι κάθε φορά που έρχεται προσωπικά αντιμέτωπη με παρόμοια αιτήματα, θα αφιερώσει χρόνο στον πελάτη, θα τους μιλήσει για τη μελιτζάνα και την εποχικότητα των προϊόντων και θα τους εξηγήσει γιατί δεν μπορούν να φάνε χειμωνιάτικα χωριάτικη σαλάτα. «Για να είμαι δίκαιη θα πω ότι η πλειονότητα θα εκτιμήσει αυτό που τους προσφέρουμε, μια λιγότερο, δηλαδή, τουριστική εκδοχή της ελληνικής κουζίνας με πιάτα από λιγότερο γνωστούς προορισμούς ή την ηπειρωτική χώρα. Τα τελευταία χρόνια, για παράδειγμα, το Παρίσι ανακαλύπτει τη φάβα και τα ελληνικά όσπρια». Για την εμμονή στα παλιά στερεότυπα, η κ. Λιαρούτσου μου λέει πως ό,τι συμβαίνει με το φαγητό ισχύει και με τη μουσική. «Ερχόμενοι σε ένα ελληνικό εστιατόριο περιμένουν ότι θα ακούσουν παραδοσιακή ελληνική μουσική. Δεν είναι ότι δεν θα ξανάρθουν αν δεν την ακούσουν. Ομως, μόνο στην υποψία παραδοσιακά ελληνικών ακουσμάτων, βλέπεις ότι ενθουσιάζονται αμέσως».

Η Τίνα Κυριάκη κουνάει το κεφάλι της. «Οι ξένες εταιρείες που έρχονται στην Αθήνα για σύσφιγξη σχέσεων των υπαλλήλων τους τις μισές φορές ζητούν μαθήματα ελληνικών χορών και τις άλλες μισές να τους πάμε σε ταβέρνες όπου σπάνε πιάτα. Μας παίρνει πολλή ώρα για να τους εξηγήσουμε ότι αυτό δεν το κάνουμε πια και ότι οι ταβέρνες που έχουν φολκλόρ χορευτικό θέαμα είναι πολύ τουριστικές και συνήθως δεν έχουν και καλό φαγητό, αλλά δεν καταφέρνουμε να τους αποτρέψουμε πάντα».

«Θα πρέπει να διακρίνουμε τους επισκέπτες της μιας φοράς από αυτούς που θα επιστρέψουν γιατί θέλουν να εμβαθύνουν τη σχέση τους με τη χώρα. Φαίνεται ότι η δεύτερη κατηγορία διαρκώς μεγαλώνει», λέει η καθηγήτρια στις ΗΠΑ Κάτριν Σβαμπ.

Ειδική στην αρχαία ελληνική τέχνη και στην αρχαιολογία, Κάτριν Σβαμπ, καθηγήτρια Οπτικών και Παραστατικών Τεχνών στο Πανεπιστήμιο Fairfield των ΗΠΑ, επισκέπτεται σχεδόν κάθε χρόνο την Ελλάδα. Η έρευνά της επικεντρώνεται στο πρόγραμμα γλυπτικής του Παρθενώνα, ιδιαίτερα στις μετόπες. Σαρώσεις από τα σχέδιά της, της μετόπης του Παρθενώνα, εκτίθενται μόνιμα στο Μουσείο της Ακρόπολης. Συμφωνεί εν μέρει με την επιμονή των στερεοτύπων. «Επισκέπτομαι την Αθήνα και την Ελλάδα για πολλές δεκαετίες και δεν μπορώ να μην παρατηρήσω τις αλλαγές των τελευταίων ετών, ιδίως μετά την πανδημία. Ολο και περισσότεροι Αμερικανοί ενδιαφέρονται να εξερευνήσουν την Αθήνα και όχι απλώς να περάσουν για να φωτογραφηθούν μπροστά από τον Παρθενώνα πριν σπεύσουν στα νησιά για διακοπές. Σήμερα, οι τουρίστες αναζητούν επίσης εμπειρίες, όπως να μάθουν για την ελληνική μαγειρική, τα ελληνικά κρασιά και τις παραδόσεις όπως η υφαντική, καθώς και να επισκέπτονται ιστορικούς και αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία. Υπάρχει μεγαλύτερη αίσθηση περιέργειας και επιθυμίας για εξερεύνηση. Προσωπικά, θα έλεγα ότι θα πρέπει να διακρίνουμε τους επισκέπτες της μιας φοράς από αυτούς που θα επιστρέψουν γιατί θέλουν να εμβαθύνουν τη σχέση τους με τη χώρα. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι αυτή η δεύτερη κατηγορία διαρκώς μεγαλώνει και αυτό μόνο καλό είναι και για τις δύο πλευρές».

Μιλώντας με τον Τάιλερ Μπόρσεν, συνειδητοποιώ ότι η ματιά του είναι εμφανώς επηρεασμένη από τις νέες πραγματικότητες που φέρνει η γενιά του TikTok. «Αν προσέξετε το βιντεοκλίπ της Σάττι θα δείτε τις εμφανείς ομοιότητες με αντίστοιχα βίντεο του TikTok, που θα μας έδειχναν τι θα έκανε ένας νεαρός χρήστης του μέσου σε ένα Σαββατοκύριακο στην Αθήνα. Θα ερχόταν στην Αθήνα για να φωτογραφηθεί στην Ακρόπολη όπως η Ζεντάγια και ο Τζέικομπ Ελόρντι. Θα φωτογραφιζόταν με μαγιό που θα παρέπεμπε σε αρχαιοελληνικό άγαλμα ή σε μια ιδιωτική πισίνα, υπονοώντας αποκλειστικές εμπειρίες με ξεχωριστούς φίλους. Θα γέμιζαν τα πλαστικά τους μπουκάλια με νερό από σιντριβάνια. Θα έδειχναν ευχάριστα σοκαρισμένες από το πόσο κόκκινες είναι οι ελληνικές ντομάτες και από την κομψότητα της μεσογειακής διατροφής. Δεν θα είχαν χρόνο να σκεφτούν για τα όπλα και τη συστημική βία, που είναι μέρος της καθημερινότητάς τους πίσω στην πατρίδα, και όλα αυτά χάρη στις διακοπές τους στην Ελλάδα. Τέλος, την ίδια στιγμή δεν θα ήθελαν οι πολιτισμικές διαφορές να τονίζονται σε βαθμό που θα τους αποπροσανατόλιζε».

Γιατί, όμως; Δεν ζούμε, υποτίθεται, σε μια εποχή που οι πολιτισμικές διαφορές είναι το απόλυτο ζητούμενο στην τουριστική βιομηχανία; Δεν ταξιδεύουμε για να έχουμε την καλοπροαίρετη ψευδαίσθηση ότι θα ζήσουμε για λίγο όπως οι ντόπιοι; «Οι πολιτισμικές διαφορές είναι ήδη κάτι που συναντούν ως μέρος της καθημερινότητάς τους όταν παραγγέλνουν έναν καφέ από τα Starbucks πίσω στη χώρα τους και αισθάνονται ότι τις ελέγχουν. Το τραγούδι της Σάττι και το βίντεο που το συνοδεύει μιλάει ακριβώς τη γλώσσα αυτής της γενιάς, που ηλικιακά θα τοποθετούσαμε σήμερα κάτω από τα 30. Χρησιμοποιεί αυτή τη στρατηγική για να παίξει με τις τοπικές ταυτότητες και αντιλήψεις για τις πολιτισμικές διαφορές με τρόπους που είναι αντιφατικοί και δύσκολο να ακολουθήσει ένας ξένος χωρίς κάποια εμβάθυνση στην ελληνική πραγματικότητα. Μιλάμε για ένα μείγμα γεμάτο αυτοπεποίθηση και απροκάλυπτη ανασφάλεια, που από πολλές απόψεις είναι η ταυτοτική σφραγίδα αυτής της γενιάς».

Στο πλαστικό τραπέζι

Ζητάω από την Τίνα Κυριάκη έναν λίγο πιο αισιόδοξο επίλογο για το μικρό αυτό αφιέρωμα στις πολλές αναγνώσεις του ελληνικού brand, εντός κι εκτός έδρας. «Ημουν αυτές τις μέρες στα Μέθανα, σε ένα παραθαλάσσιο χωριό, και περπατούσα το βράδυ στον παραλιακό δρόμο. Ενα ζευγάρι καθόταν στην αυλή ενός πολύ ταπεινού σπιτιού, ο ένας στη μια άκρη ενός πλαστικού τραπεζιού, ο άλλος στην άλλη και κοίταζαν τη θάλασσα στα δύο μέτρα από την αυλή τους χωρίς να μιλούν. Δεν ξέρω αν ήταν ευτυχισμένοι, σκέφτηκα όμως πόσο τυχεροί ήταν που μπορούσαν να απολαμβάνουν την ηρεμία και την αρμονία αυτής της στιγμής, που άλλοι, ξένοι, θα πλήρωναν εκατοντάδες ευρώ για να έχουν πρόσβαση σε αυτήν έστω και για λίγο. Αυτό μας δίνει αυτή η χώρα απλόχερα με έναν τρόπο τρομερά δημοκρατικό, κι ελπίζω να συνεχίσει για πολλά ακόμη χρόνια».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή