Φιλαράκι, μήπως ξέρεις τι θα πει λησμονιά;

Φιλαράκι, μήπως ξέρεις τι θα πει λησμονιά;

Τι καταλαβαίνουν οι δεκαεξάρηδες όταν ακούν τραγούδια του ’60

7' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τον Ιούνιο του 2020, εκεί που προσπαθούσαμε να συνέλθουμε από την πρώτη, καραντίνα του κορωνοϊού, ο κομίστας Αντώνης Βαβαγιάννης ανέβασε στο Διαδίκτυο ένα χιουμοριστικό βίντεο στο οποίο ισχυριζόταν με ξεκαρδιστική σοβαροφάνεια και τον απαραίτητο καταγγελτικό οίστρο ότι η λέξη «μεθυσμενάκι» από τους στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου στην πασίγνωστη (και πολυτραγουδισμένη) «Τζαμάικα» του Μάνου Λοΐζου δεν υφίσταται στην πραγματικότητα, αλλά την οφείλουμε αποκλειστικά στη γλωσσοπλαστική δεινότητα του κορυφαίου στιχουργού.

Ακόμη κι αν ο Βαβαγιάννης πίστευε ότι πραγματικά το «μεθυσμενάκι» ήταν μια ευρηματική επινόηση του Λευτέρη Παπαδόπουλου (παρεμπιπτόντως, η λέξη εμφανίζεται σε ποίημα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη από το 1922, αλλά και σε χρονογράφημα του Μίλτου Λιδωρίκη το 1935) ο σατιρικός υπαινιγμός του έκανε άθελά του γκελ στην πραγματικότητα: ένας αναπάντεχα μεγάλος αριθμός λέξεων που ακούγονται σε ορισμένες από τις πιο μεγάλες επιτυχίες του ελληνικού τραγουδιού στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 (τραγούδια που έχουν περάσει στο συλλογικό μας υποσυνείδητο ως «κλασικά») όχι μόνο τελούν σε καθεστώς πλήρους απόσυρσης από το καθημερινό λεξιλόγιο των ενηλίκων, αλλά πολλές από αυτές συνιστούν ένα μερικώς άγνωστο, σχεδόν απροσπέλαστο σύμπαν για τους σημερινούς εφήβους που δυσκολεύονται είτε να τις αναγνωρίσουν είτε να προσδιορίσουν το νόημά τους.

Επιχειρώντας, λοιπόν, να «ενώσουμε» αυτούς τους δύο φαινομενικά αγεφύρωτους κόσμους, τον κόσμο του Μίκη Θεοδωράκη, του Μάνου Χατζιδάκι, του Σταύρου Ξαρχάκου, του Νίκου Γκάτσου, της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου ή του Λευτέρη Παπαδόπουλου, και τον κόσμο των σημερινών δεκαεξάρηδων και των δεκαεπτάρηδων, δοκιμάσαμε ένα, δημοσιογραφικό «πείραμα»: συναντήσαμε έξι μαθητές της Α΄ και της Β΄ Λυκείου ενός ιδιωτικού εκπαιδευτηρίου «μεσαίου» μεγέθους στα όρια Καρέα και Βύρωνα Αττικής (της «Σύγχρονης Παιδείας») και τους ζητήσαμε να μας πουν τι σκέφτονται όταν ακούν ή διαβάζουν 20 συγκεκριμένες λέξεις που έχουν σημείο αναφοράς τα τραγούδια που μεγάλωσαν τους παππούδες τους και (οριακά) και τους γονείς τους. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις πιο χαρακτηριστικές: αγιάζι, λησμονιά, καημός, μεράκι, γιαλός, ακρογιάλι, ξεροβόρι, σιγαλιά, περβάζι, βάλσαμο, δροσοσταλιά, σοκάκι, θύμηση κ.ά. Στους έξι αυτούς «γενναίους» μαθητές και μαθήτριες που δέχθηκαν να λάβουν μέρος σε αυτό το σύντομο γλωσσικό παιχνίδι (στην Κατερίνα Κ., στον Ιάσονα Θ., στην Ερμιόνη Σ., στον Αγγελο Λ., στην Κωνσταντίνα Δ. και στην Ερμιόνη Κ.) δόθηκαν δέκα λεπτά για να σκεφθούν το νόημα αυτών των είκοσι λέξεων και όσα σημείωσαν στα χαρτιά που τους έδωσε η καθηγήτρια κοινωνιολογίας (και πολύτιμη αρωγός μας) Βασιλική Αρματά ήταν πολύ κοντά στις αρχικές μας υποψίες. Το γλωσσικό χάσμα με το συναισθηματικό λεξιλόγιο της μεταπολεμικής Ελλάδας είναι αρκετά μεγάλο, αλλά επιβιώνουν αναπάντεχοι και αρκετοί υπόγειοι δίαυλοι επικοινωνίας που δεν μας επιτρέπουν να βγάλουμε οριστικά συμπεράσματα. Ναι, υπήρξαν λέξεις (μόλις δύο, ευτυχώς) που όλες και όλοι απέφυγαν να «ακουμπήσουν»· υπό την έννοια ότι δεν τους έλεγαν ή δεν τους θύμιζαν κάτι για να αποπειραθούν να σκεφτούν κάποιο συνώνυμο. Σε αυτή την κατηγορία, άτυποι «πρωταθλητές» αναδείχθηκαν το «ξεροβόρι» και η «σιγαλιά», λέξεις που τα παιδιά ισχυρίστηκαν ότι δεν είχαν ακούσει ποτέ. Στην αντίπερα όχθη, το «σοκάκι», η «κάμαρα», ο «γιαλός», η «θύμηση» και το «ακρογιάλι» αναγνωρίστηκαν με χαρακτηριστική ευκολία. Υπάρχει και μια ενδιάμεση κατηγορία με συνώνυμες λέξεις που είτε τις πέτυχαν ή πλησίασαν αρκετά το νοηματικό τους περιεχόμενο (π.χ. «απατηλός»: 4 στις 6) είτε εμφανίζεται καθολική δυστοκία ερμηνείας, με χαρακτηριστικές περιπτώσεις τις λέξεις «λησμονιά» (0/6), «ντουνιάς» (0/6) και «αγιάζι» (1/6). Το συνολικό «ισοζύγιο» κατέγραψε 51 απολύτως σωστές απαντήσεις, 35 με αδυναμία διατύπωσης συνώνυμης λέξης και 34 λανθασμένες απόπειρες απόδοσης της σωστής ερμηνείας.

Φιλαράκι, μήπως ξέρεις τι θα πει λησμονιά;-1
O Αγγελος, ο Ιάσονας και στην κάτω σειρά η Κατερίνα, η Ερμιόνη Σ., η Ερμιόνη Κ. και η Κωνσταντίνα, όλες και όλοι μαθητές λυκείου, συμμετείχαν με ενθουσιασμό (και περιέργεια) στο άτυπο «πείραμα» της «Κ» με στόχο να φέρουμε κοντά δύο φαινομενικά αγεφύρωτους κόσμους. Φωτ. ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΖΑΒΟΣ

Οικεία ακούσματα

Το κλισέ λέει ότι οι αριθμοί δεν λένε πάντα την αλήθεια. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για τη γλώσσα και για τραγούδια. Αυτό καταδείχθηκε πανηγυρικά στη συζήτηση που ακολούθησε μετά το πρόχειρο τεστ. Αρχικά, ακούσαμε μαζί μερικά «κλασικά» ελληνικά τραγούδια σε μια προσπάθεια να ανιχνεύσουμε τον βαθμό εξοικείωσης των παιδιών. Τα είχαν ακούσει; Και αν ναι, από πού; Ο ήχος τους φαινόταν ελκυστικός ή τα απωθούσε; Πρώτο κρατούμενο: ήταν ακούσματα οικεία. Μπορεί να μην αναγνώριζαν τίτλους τραγουδιών, συνθέτες ή ερμηνευτές, αλλά σχεδόν όλα κάτι τους έλεγαν (επικράτησε συγκρατημένος αλλά πηγαίος ενθουσιασμός με την «Τζαμάικα» χωρίς, πάντως, κάποια αναφορά στη λέξη «μεθυσμενάκι»…).

Πηγές «ενημέρωσης» φαίνεται να είναι κυρίως οι παππούδες και δευτερευόντως οι γονείς ή άλλοι συγγενείς (μιλάμε για παιδιά γεννημένα το 2007 και το 2008). Κάθε ενεργός δεσμός με τόπο καταγωγής σε νησί ή γενικά στην επαρχία ενισχύει σημαντικά τον βαθμό εξοικείωσης με την ελληνική μουσική εκείνης της περιόδου. Ρόλο στη διατήρηση μιας στοιχειώδους επαφής με τη γλώσσα των συγκεκριμένων τραγουδιών φαίνεται ότι διατηρούν ακόμη οι παλιές ελληνικές ταινίες. Το σημαντικότερο; Οταν ζητήσαμε από τα παιδιά να διαλέξουν ανάμεσα στη συγκίνηση και στην αδιαφορία για να χαρακτηρίσουν τη σχέση τους με αυτά τα τραγούδια και τον κόσμο που αντιπροσωπεύουν, όλα διάλεξαν αυθόρμητα και σε χρόνο ρεκόρ τη λέξη «συγκίνηση». Οπως το έθεσε πολύ ωραία η Ερμιόνη Σ., «ανεξάρτητα αν καταλαβαίνω τι σημαίνει η μία ή η άλλη λέξη, υπάρχει κάτι βαθύτερο που με συνδέει με αυτούς τους ήχους και με αυτά τα τραγούδια ακόμη κι αν δεν τα έχω στην καθημερινότητά μου. Υπάρχει κάτι καθησυχαστικό σε αυτή την αίσθηση συνέχειας ανάμεσα στο “τότε” και στο “τώρα”».

Το συνολικό «ισοζύγιο» κατέγραψε 51 απολύτως σωστές απαντήσεις, 35 με αδυναμία διατύπωσης συνώνυμης λέξης και 34 λανθασμένες απόπειρες απόδοσης της σωστής ερμηνείας.

Ο «ντεμοντέ» Καβάφης

Μπορούμε να βλέπουμε το ποτήρι μισογεμάτο ή μισοάδειο; Ιδίως αν παραδεχθούμε ότι οι περισσότερες από αυτές τις λέξεις έχουν εξαφανιστεί από την καθομιλουμένη εδώ και μερικές δεκαετίες; Ποιος σημερινός σαραντάρης ή πενηντάρης περιλαμβάνει στην καθημερινότητά του τη «λησμονιά» ή το «αγιάζι»; Οταν μιλάω με τον Γιώργο Νταλάρα, έναν άνθρωπο που τραγούδησε πολλά από αυτά τα τραγούδια, μου ζητάει να μην είμαστε βιαστικοί στις κρίσεις μας για τα τραγούδια και τη γλώσσα. «Ξέρετε, στην εποχή μου, όταν ήμουν εγώ πιτσιρικάς, θεωρούσαμε τον Καβάφη “ντεμοντέ”. Και όμως, οι εποχές και οι μόδες έκαναν τον κύκλο τους και σήμερα επιστρέφουμε στον Καβάφη ξανά και ξανά». Ο Νταλάρας πιστεύει ότι τη γλώσσα και τις λέξεις τις φτιάχνουν η ζωή. Και ότι με τη ζωή δεν μπορεί να τα βάλεις. «Μεγαλώνοντας τη δεκαετία του ’50 σε μια φτωχική συνοικία με ανθρώπους πληγωμένους από τον Εμφύλιο και με Μικρασιάτες που ήταν πρώτης ή το πολύ δεύτερης γενιάς πρόσφυγες, το αυτί μου από μικρό παιδάκι έπιανε ήχους, λέξεις και ντοπιολαλιές από μια τεράστια ανθρωπολογική και γλωσσολογική γκάμα. Τις λέξεις που έβαζαν στα τραγούδια τις ακούγαμε στον δρόμο. Μπορούμε να ισχυριστούμε το ίδιο και σήμερα;» αναρωτιέται. Ο Γιώργος Νταλάρας ζητάει να είμαστε ρεαλιστές και σε κάθε περίπτωση να μην τα βάζουμε με τα παιδιά. «Δεν μπορούμε να τα βάλουμε με τα γεγονότα, γιατί είναι πιο μεγάλα από εμάς. Και να μην ξεχνάμε κάτι: κάθε εποχή και κάθε γενιά θα κάνει το ξεκαθάρισμά της. Αυτό που αξίζει να κρατηθεί θα κρατηθεί. Κι εκεί που θα πρέπει να επιστρέψουμε θα επιστρέψουμε».

Λησμονιά και λεμονιά

Αν υπάρχει μια στιχουργός που τόλμησε να μιλήσει μια άλλη γλώσσα στο ελληνικό τραγούδι, εκεί κάπου στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80, αυτή ήταν η Λίνα Νικολακοπούλου. Της μεταφέρω ενδεικτικά ευρήματα της πρόχειρης άσκησης που βάλαμε στους μαθητές και στις μαθήτριες του λυκείου της «Σύγχρονης Παιδείας». «Με συγκίνηση προσεγγίζω τις απαντήσεις των παιδιών, βλέπω, ας πούμε, τα δύο παιδιά που “διάβασαν” τη λησμονιά ως μυρωδιά επειδή μάλλον η πιο κοντινή σύνδεση που έκαναν ήταν με τη λεμονιά». Η Λίνα Νικολακοπούλου παρατηρεί τις «απώλειες στον δρόμο», όπως λέει χαρακτηριστικά, ή τα προφανή «χάσματα» ανάμεσα στη γλώσσα του τότε και στη γλώσσα του τώρα. Βρίσκω την ευκαιρία, όμως, και τη ρωτάω αν ήταν γραφτό να χαθούν αυτές οι λέξεις από τη ζωή μας κι από τις ζωές των παιδιών; «Σίγουρα υπάρχουν λέξεις σε κάθε γλώσσα, που γίνονται “άγνωστες” με το πέρασμα των χρόνων. Αυτό που πρέπει να μας απασχολεί όμως είναι με τι τρόπο και μέσα από ποια ερεθίσματα είναι δυνατό να εμπλουτίζεται το λεξιλόγιο κάθε νέας γενιάς, για να έχει εργαλεία η σκέψη και πλούτο η διατύπωσή της». Θα μπορούσε να σκεφτεί η ίδια μια νέα γλώσσα στο σημερινό ελληνικό τραγούδι; «Νομίζω αυτή είναι η τραπ, με την έννοια μιας γλώσσας που οι νεότερες γενιές καταλαβαίνουν και η οποία αποπειράται να αφηγηθεί τα πράγματα με έναν διαφορετικό τρόπο».

Γλωσσοδιορθωτές

Ο μελετητής της γλώσσας και εμπνευστής του ιστολογίου «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία» Νίκος Σαραντάκος είναι αυτός που εντόπισε το αμφιλεγόμενο «μεθυσμενάκι» σε μεσοπολεμικά γραπτά του Λαπαθιώτη και του Λιδωρίκη. «Η γλώσσα είναι ζωντανός οργανισμός που συνεχώς εξελίσσεται. Καθώς αλλάζει η κοινωνία, λέξεις που χρησιμοποιούνταν επειδή αποτύπωναν μια κοινωνική πραγματικότητα παύουν να ακούγονται. Αυτό είναι προφανές, π.χ., για λέξεις που απηχούν θεσμούς πριν από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους –ας πούμε, ο μπίμπασης (χιλίαρχος) και ο μπαϊρακτάρης (σημαιοφόρος) επιβιώνουν πια μόνο ως επίθετα– αλλά ισχύει ακόμη και για λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι γονείς μας. Στην εποχή μας, επειδή εξακολουθούν να ακούγονται τραγούδια και να προβάλλονται ταινίες που δημιουργήθηκαν πριν από μισόν αιώνα και βάλε, κάποιος νέος μπορεί να πέσει πάνω σε λέξεις εντελώς άγνωστες· ποιος ξέρει σήμερα τι είναι ο “κουρνάζος τελώνης” στο γνωστό τραγούδι του Τσιτσάνη για το “Βαπόρι απ’ την Περσία”, ή τι εννοεί ο Βέγγος στον “Ατσίδα” (1962) όταν λέει “Είναι το ίρτζι μου!”; Φυσιολογικά είναι όλα αυτά, που ίσως ενισχύονται από το ότι, λόγω της τεχνολογίας αλλά όχι μόνον, οι ταινίες και τα τραγούδια του 1960 έχουν ακόμη έντονη παρουσία. Επομένως, δεν έχω στοιχεία ότι συντελείται “φτωχοποίηση” της γλώσσας· ωστόσο, ίσως υπάρχει μια τάση για στένεμα της πολυτυπίας υπό την επιρροή και των διάφορων ψηφιακών γλωσσοδιορθωτών».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή