Οδός Ευριπίδου: Η μικρή «Ανατολή» της Αθήνας

Οδός Ευριπίδου: Η μικρή «Ανατολή» της Αθήνας

7' 5" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Αχ, τι να σου πρωτοπώ, κορίτσι μου, για την κανέλα; Μπορώ να μιλάω ώρες ολόκληρες γι’ αυτό το ερωτικό φίλτρο. Κλείσε τα μάτια σου και δοκίμασε. Θα δεις, είναι γλυκιά και συνάμα πικρή, σαν όλες τις γυναίκες», μου λέει ένας πωλητής. Θαρρείς πως έμποροι και καταναλωτές κουβαλούν εδώ την ίδια τρέλα κι όταν μιλούν για τα μπαχαρικά, είναι λες και μιλούν για ποίηση. Οταν, δε, τα δοκιμάζουν; Τότε ξεκινά ένα πραγματικό τελετουργικό.

Πρωί Σαββάτου και, παρότι το κέντρο είναι κλειστό λόγω πορείας, οι πελάτες που περιμένουν να εξυπηρετηθούν στο Μπαχάρ (έτος ιδρύσεως: 1940) έχουν σχηματίσει ουρά κατά μήκος του δρόμου. Κανείς δεν βιάζεται. Τρίβουν και μυρίζουν μερικά από τα 2.500 βότανα και μπαχαρικά που προέρχονται από όλες τις γωνιές του πλανήτη, ανταλλάσσουν απόψεις για μαντζούνια και καρυκεύματα και όταν πια φτάνουν στο ταμείο, ζητούν περισσότερα από όσα είχαν σημειωμένα στη λίστα τους. «Κρίση, ξε-κρίση οι σωστές αγορές γίνονται με κριτή τον ουρανίσκο, τα ρουθούνια και την καρδιά, όχι με το πορτοφόλι», λέει η Ευανθία, κάτοικος Κορυδαλλού, η οποία ξόδεψε περισσότερα από 50 ευρώ σε μπαχαρικά και μυρωδικά.

Την ίδια στιγμή, σαν άλλη πρωταγωνίστρια της «Πολίτικης Κουζίνας», η μικρή Ολγα παίζει με τα πιπέρια που βρίσκονται στα σακιά, λες και φτυαρίζει άμμο στην παραλία. «Στην ηλικία της το ίδιο έκανα. Κανένα γιορτινό τραπέζι δεν ξεκινούσε αν δεν ερχόμασταν στην αγορά με τον παππού μου, τον μερακλή. Ακόμη και τώρα που έχουμε μετακομίσει στην Ελευσίνα, φέρνω εδώ την κόρη μου μία φορά την εβδομάδα για να πλάσει αναμνήσεις με άρωμα μαχλέπι», λέει η Λενιώ προτού στριμωχτεί ανάμεσα στο πλήθος.

Η εικόνα της κατάμεστης Ευριπίδου δεν είναι πρωτοφανής. Από το 1886, που ξεκίνησε να λειτουργεί η Δημοτική Αγορά της Αθήνας, το τρίγωνο Ερμού – Σταδίου – Αθηνάς και η ευρύτερη περιοχή του Μοναστηρακίου συνδέθηκαν με το εμπόριο τροφίμων. Συγκεκριμένα στην Ευριπίδου, από το ύψος της Αιόλου έως τη Μενάνδρου, υπάρχουν 15 καταστήματα μπαχαρικών και 12 τροφίμων. Ανάμεσα στα μπακάλικα εγκαταστάθηκαν βιοτεχνίες και εργαστήρια που κατασκευάζουν και πωλούν εξοπλισμό (βαρέλια για τυρί, τσουβάλια για όσπρια κ.ά.) για τη διανομή των προϊόντων της γειτονικής αγοράς. Δεν ξέρω πώς καταφέρνουν να επιβιώνουν αυτά τα εξειδικευμένα μαγαζάκια (γνωστά ως «εργαλειάδικα»), πάντως στη διάρκεια της βόλτας μου μέτρησα περισσότερα από είκοσι: αμπαζούρ, φερμουάρ, πλαστικά σκεύη, σχοινιά-σπάγκοι, φελλοί, γεωργικά είδη, καλάθια, ψάθες, αιθέρια έλαια, κόσκινα, στεφάνια, σκούπες, καρβουνάκια-κεριά-θυμιάματα, σφραγίδες, πινακίδες, κουζινικά, είδη αλιείας και κυνηγιού, «Το μαγαζάκι της Αμοργού», ένα εργαστήρι βυζαντινών εικόνων, «το βασίλειο της ζαχαροπλαστικής», το αλευροπωλείο «Μύλοι Αχαΐας», αλλά και καταστήματα με πουκάμισα, νυφικά-βαφτιστικά, υποδήματα «για τον παππού και τη γιαγιά». Ολα βρίσκονται στο ίδιο σημείο εδώ και χρόνια.

Σε επαγγελματικό εξοπλισμό χώρων μαζικής εστίασης (εστιατορίων, καφέ, ζαχαροπλαστείων) και σε είδη οικιακής χρήσης ειδικεύεται εδώ και μία εικοσαετία η οικογένεια Κάτου. Στο μαγαζί τους βρίσκει κανείς τα πάντα – από ποτήρια, μαχαιροπίρουνα και πορσελάνες μέχρι είδη μπουφέ και ηλεκτρικές συσκευές. «Δόξα τω Θεώ, χρόνο με το χρόνο αποδεικνύεται ότι το φθηνό το τρώνε οι κότες», λέει η Ράνια επιβεβαιώνοντας ότι, παρά την κρίση, ο κόσμος δίνει ακόμα σημασία στην ποιότητα και προτιμά να αγοράζει πράγματα «που αντέχουν στο χρόνο και δεν χαλάνε με μία χρήση». 

Οι Κινέζοι είναι ένα ακόμη μεγάλο κομμάτι της ανθρωπογεωγραφίας αυτής της γειτονιάς. Από τους χιλιάδες που έχουν μεταναστεύσει στην Αθήνα, οι περισσότεροι δραστηριοποιούνται στη βασική τους πιάτσα, την Chinatown του Μεταξουργείου, αλλά δεν είναι λίγοι εκείνοι που έχουν ανοίξει εδώ καταστήματα εισαγόμενων προϊόντων χαμηλού κόστους. Τα μέλη κάθε οικογένειας εκτελούν χρέη υπαλλήλων και, παρότι δεν κατάφερα να τους αποσπάσω πολλές κουβέντες -«προτιμούν να περνούν απαρατήρητοι», όπως μου επισήμανε ένας περαστικός-, δεν θα ξεχάσω τη χαμογελαστή Κινέζα που, μιλώντας άπταιστα αγγλικά, με ρώτησε αν θέλω να με κουρέψει με 5 ευρώ!

Σε αυτό το πολυπολιτισμικό σκηνικό με τους κρυμμένους θησαυρούς, κάθε μέρα πλην της Κυριακής, πολλοί Αθηναίοι σπεύδουν, αφήνοντας για λίγο τα malls των προαστίων. Στο Ελιξήριον του 1959, η μόδα της βοτανοθεραπείας καλά κρατεί. «Μία πρέζα μπαχάρι την ημέρα τον γιατρό τον κάνει πέρα», λέει γελώντας η Μαρία, η ιδιοκτήτρια, και μέσα σε λίγα λεπτά με ενημερώνει πως το γαρίφαλο βοηθά στη δυσπεψία, η ρίγανη καταπολεμά την οστεοπόρωση, το φασκόμηλο βελτιώνει τη μνήμη, το κάρι λειτουργεί ως αντιγηραντικό, το θυμάρι χρησιμοποιείται ως αντισηπτικό, η μαντζουράνα ανακουφίζει από τον πονοκέφαλο, το δεντρολίβανο προλαμβάνει το εγκεφαλικό, ενώ ο κόλιανδρος έχει ευεργετικές ιδιότητες για την ψυχή! Οσο χαζεύω τις τεράστιες γυάλες με τα αποξηραμένα αρωματικά φυτά από το Περού, στο μαγαζί μπαίνει ένας αθλητής που αναζητά μείγμα σκόνης από υπερτροφές για γράμμωση, μυϊκή ενδυνάμωση και αντοχή, μια νοικοκυρά με συνταγή ομοιοπαθητικού για εντερικές διαταραχές κι ένας ηλικιωμένος κύριος που ρωτά αν «αυτά τα γκότζι μπέρι που διαβάζω στα περιοδικά θα με βοηθήσουν να ζήσω έως τα 120». Ωστόσο, η Μαρία τονίζει πως συνήθως οι πελάτες έρχονται για να αποφύγουν τα φάρμακα και… τον ψυχίατρο, αφού «οι περισσότεροι ταλαιπωρούνται από αϋπνία, άγχος και κατάθλιψη».

Μια παρέα έξι Γάλλων που κατέφθασαν στην Αθήνα για γαστρονομική ξενάγηση, κοντοστέκονται έξω από το Μιράν, ένα από τα παλαιότερα μαγαζιά του δρόμου. Με μπατόν σουτζούκια και παστουρμάδες καμήλας να κρέμονται πάνω από τα κεφάλια τους και βοδινά λουκάνικα να ψήνονται στη σχάρα, αποφασίζουν να μείνουν, να πιουν ένα τσιπουράκι και να δοκιμάσουν ποικιλίες αλλαντικών και τυριών (ζητούν επίμονα φέτα). Οι εννέα υπάλληλοι τρέχουν και δεν φτάνουν. Ανάμεσά τους ο ιδιοκτήτης, Μιράν Κουρουνλιάν, παστουρματζής τρίτης γενιάς. «Τα τελευταία χρόνια ο κόσμος θέλει να προμηθεύεται καλούδια που συνδυάζουν ποιότητα και προσιτές τιμές. Αυτά δεν θα τα βρεις σε σούπερ μάρκετ, αλλά εδώ που, πλην των άλλων, χαιρόμαστε την επαφή με τους καταναλωτές και έχουμε αναπτύξει αμοιβαία σχέση εμπιστοσύνης. Αυτό μας καθιστά διαχρονικούς. Προτού αγοράσεις κάτι, το δοκιμάζεις», λέει καθώς οι τουρίστες τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους φωνάζοντας «gia mas» κι έπειτα πηγαίνουν απέναντι, στον καινούργιο φούρνο «Αρτοποιήματα της Αγαθής», για κρουασάν.

Παστουρμάς και bubble tea

Από το 1935 στην Ευριπίδου βρίσκεται και ο Αραπιάν. Ο ιδιοκτήτης Φάνης Θεοδωρόπουλος μαζί με τον Παρασκευά Σαρήμπογια, συνιδιοκτήτη της βραβευμένης αλλαντοποιίας Sary από τη Δράμα, άνοιξαν πρόσφατα «Τα Καραμανλίδικα του Φάνη», ένα μεζεδοπωλείο που στεγάζεται στο νεοκλασικό της γωνίας Σωκράτους 1 και Ευριπίδου 52. Με σκοπό να αναβιώσουν το βυζαντινό παστομαγειρείον, προτείνουν, μεταξύ άλλων, λιχουδιές χωρίς γλουτένη, που γίνονται ανάρπαστες, και συνταγές από την Καππαδοκία.

Προς την Αιόλου το σκηνικό αλλάζει, λες και η Ευριπίδου χωρίζεται σε δύο μέρη, στο αμιγώς παραδοσιακό κάτω από την Αθηνάς και στο λίγο πιο μοντέρνο πάνω από αυτήν. Στη θέση του παλιού παπουτσάδικου του Σταματόπουλου έχει ανοίξει το Harvest Coffee & Wine, όπου παρέες νεαρών απολαμβάνουν το brunch τους υπό τους ήχους τζαζ μουσικής. Πιο πέρα, στη συμβολή Πραξιτέλους και Αγίου Μάρκου λειτουργεί το νέο all day στέκι της περιοχής, το SQ, ενώ κοντά στον Κλαουδάτο, τον παράδεισο της Ελληνίδας νοικοκυράς, θα βρει κανείς ταξιδιωτικό πρακτορείο, παιχνιδάδικο, σουβλατζίδικο, γεωπονικό κέντρο, εργαστήρι χαρακτικής, espresso bar αλλά και tea bar – η νέα τάση του εξωτερικού που θέλει το τσάι κρύο και με φυσαλίδες (bubble tea).

Στον αριθμό 1 βρίσκεται εδώ και 60 χρόνια το Αμπαζούρ που, όπως μαρτυρεί το όνομά του, εξειδικεύεται σε χειροποίητα καπέλα για φωτιστικά δαπέδου ή οροφής. Κόρη του ιδρυτή και σημερινή ιδιοκτήτρια, η Ολυμπία Περβολαράκη περιγράφει αυτό το παραδοσιακό επάγγελμα ως «υψηλή ραπτική», αφού για κάθε κατασκευή αμπαζούρ, από την επιλογή χρώματος, υφασμάτων (ανάμεσά τους μεταξωτά και ταφτάδες από Ιταλία και Γαλλία) και σχεδίου έως το ράψιμο, τη διακόσμηση και το τελικό φινίρισμα, απαιτούνται αμέτρητες ώρες δουλειάς. Το κάνει όμως με μεράκι, και μάλιστα συνεργάζεται με ξενοδοχεία όπως η «Μεγάλη Βρεταννία». «Το αμπαζούρ δεν είναι είδος πρώτης ανάγκης, και όμως να που επιβιώνουμε. Φοβόμουν ότι θα μας κάνουν ζημιά τα καταστήματα μαζικής βιομηχανικής παραγωγής, αλλά φαίνεται πως ο κόσμος προτιμά ακόμα να στολίζει το σπίτι του με κάτι ιδιαίτερο», λέει. Οσο για τις τιμές; Ξεκινούν από 10 ευρώ και τα πιο περίτεχνα φτάνουν έως τα 500!

Σε αυτήν τη γειτονιά, τα περισσότερα αρχιτεκτονήματα του 19ου αιώνα, που κάποτε αποτελούσαν χαρακτηριστικά δείγματα του αθηναϊκού κλασικισμού, σήμερα είναι ερειπωμένα. Το ζήτημα όμως που «καίει» τους καταστηματάρχες δεν είναι τα λουκέτα και τα αναξιοποίητα κτίρια, αλλά το τι μέλλει γενέσθαι με την εγκληματικότητα. Στην προσπάθειά της η πολιτεία να διατηρήσει το χαρακτήρα του δρόμου, τον ανακήρυξε το 2012 «χώρο παραδοσιακού εμπορίου», απομακρύνοντας, υποτίθεται, οτιδήποτε και οποιονδήποτε αλλοιώνει τη φυσιογνωμία της αγοράς. Το όραμα των εμπόρων, όμως, δεν είναι η μετατροπή του σε υπαίθριο spice market με γκουρμέ προϊόντα, η οποία θα λειτουργεί όλο το 24ωρο ως τουριστική ατραξιόν. «Πριν από 5 χρόνια, με το που έπεφτε η νύχτα, φοβόσουν να κυκλοφορήσεις, με τους τοξικομανείς, τους αλλοδαπούς και τους τσαντάκηδες. Σήμερα δεν είναι τόσο επικίνδυνα, αλλά όταν ζητούμε αναβάθμιση του ιστορικού κέντρου, εννοούμε καλύτερη αστυνόμευση και όχι επιχειρήσεις σκούπα για τα μάτια των ξένων», λέει η Παναγιώτα, ιδιοκτήτρια αποθήκης ξηρών καρπών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή