Το 2050 ο πληθυσμός της Ελλάδας υπολογίζεται πως θα είναι από 8,3 έως 10 εκατομμύρια, δηλαδή μειωμένος κατά 800.000 έως 2,5 εκατομμύρια σε σχέση με σήμερα! Η Ελλάδα το 2050 απειλείται να είναι μια χώρα μεσηλίκων και γερόντων, καθώς το 2050 οι άνω των 65 ετών κάτοικοί της θα είναι σχεδόν ο ένας στους τρεις (30-33% από 21% που είναι σήμερα και 7% το 1951!). Οι κάτω των 14 ετών θα είναι μόλις 12-14,8%, από 15% που είναι φέτος και 28% το 1951.
Ενα δυστοπικό πολύ κοντινό μέλλον, μια Ερημη Χώρα με άδεια σχολεία και χώρους εργασίας, προβλέπει η νέα έρευνα-σοκ για τις δημογραφικές προοπτικές της χώρας, που διεξήγαγε ο ερευνητικός οργανισμός διαΝΕΟσις και παρουσιάζει σήμερα η «Κ».
Η έρευνα επεξεργάστηκε οκτώ διαφορετικά σενάρια, τα οποία όλα υπολογίζουν μεγάλη μείωση του πληθυσμού. Το πιο αισιόδοξο μιλά για συρρίκνωση κατά 800.000 άτομα, με αυξανόμενη γήρανση της ελληνικής κοινωνίας. Η διάμεσος ηλικία (δηλαδή η ηλικία όπου οι μεγαλύτεροι αυτής είναι ίσοι σε αριθμό με τους μικρότερους), θα φτάσει το 2050 τα 49-52 έτη, από 44 που είναι σήμερα και 26 το 1951. «Ο πενηντάρης θα είναι ο νέος της εποχής», που έλεγε και το τραγούδι, αλλά το χαμόγελο είναι πλέον πικρό… Τα παιδιά σχολικής ηλικίας (από 3 μέχρι 17 ετών) θα μειωθούν από 1,6 εκατ. σήμερα σε 1,4 εκατ. (αισιόδοξο σενάριο) έως 1 εκατ. (απαισιόδοξο σενάριο) το 2050. Ο πραγματικός οικονομικά ενεργός πληθυσμός θα σημειώσει καθίζηση και θα μειωθεί κατά 1-1,7 εκατ. άτομα, από 4,7 εκατ. σήμερα στα 3-3,7 εκατ. το 2050! Πάρα πολύ λίγοι άνθρωποι θα μπορούν να εργαστούν για να καλύψουν τις ανάγκες μιας ολόκληρης χώρας.
Η συγκλονιστική έρευνα της διαΝΕΟσις προβάλλει στο μέλλον τάσεις που ήδη εκφράζονται. Την 1η Ιανουαρίου του 2015 ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν 10,8 εκατομμύρια, λιγότερος κατά 300.000 από τα 11,1 εκατ. το 2011. Για πρώτη φορά μετά το 1951 οι κάτοικοι της χώρας μειώνονται. Η κρίση πλήττει τη χώρα ως μια βόμβα νετρονίων, που εξαϋλώνει τους κατοίκους, ακόμα κι αν οι κατοικίες παραμένουν στη θέση τους (για να πληρώνουν ΕΝΦΙΑ).
Τρεις είναι οι παράγοντες που επηρεάζουν τη μεταβολή του πληθυσμού: Οι γεννήσεις, οι θάνατοι και η μετανάστευση. Υπάρχουν δύο ισοζύγια: Το φυσικό (γεννήσεις-θάνατοι) και το μεταναστευτικό (είσοδοι-έξοδοι).
Σήμερα και τα δύο αυτά ισοζύγια έχουν αρνητικό πρόσημο. Οι γεννήσεις μειώνονται, ενώ η υποβάθμιση του επιπέδου ζωής και της δημόσιας Υγείας αυξάνει τους πρόωρους θανάτους. Ταυτόχρονα, υπάρχει μεγάλη μετανάστευση νέων κυρίως Ελλήνων καθώς και αλλοδαπών που βρίσκονταν στη χώρα μας, ενώ λόγω της οικονομικής κρίσης –και παρά τις προσφυγικές ροές– η προσέλκυση νέων μεταναστών εκτιμάται πως θα είναι χαμηλή.
Η έρευνα της διαΝΕΟσις, η οποία διεξήχθη από το Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Βύρωνα Κοτζαμάνη, θέτει στη συζήτηση νέα κρίσιμα δεδομένα και εγείρει πιεστικά ερωτήματα…
Από το 2011, οι θάνατοι είναι περισσότεροι από τις γεννήσεις
Από το 1951 μέχρι το 2011 ο πληθυσμός της Ελλάδας αυξήθηκε από τα 7,6 στα 11,1 εκατομμύρια κατοίκους. Πρόκειται για μια αύξηση θεαματική, η οποία πραγματοποιήθηκε παρότι από τη γενιά του 1956 και μετά ξεκίνησε μια προοδευτική μα απρόσκοπτη μείωση της γονιμότητας, η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με την έρευνα της διαΝΕΟσις, μεταπολεμικά δεν υπήρξε στην Ελλάδα το φαινόμενο της έκρηξης γεννήσεων που παρουσιάστηκε σε άλλες χώρες της Ευρώπης («baby boom»). Η αύξηση του πληθυσμού στις τελευταίες δεκαετίες οφειλόταν αποκλειστικά στις κατά περιόδους μεταναστευτικές ροές και στη ραγδαία αύξηση του προσδόκιμου ζωής, το οποίο μέσα σ’ αυτό το διάστημα αυξήθηκε κατά 8 χρόνια για τους άντρες και κατά 10 για τις γυναίκες.
Από το 1951, αρχή της περιόδου που εξετάζει η έρευνα της διαΝΕΟσις (απ’ όπου υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία), και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70, η αύξηση του πληθυσμού της χώρας οφειλόταν σχεδόν αποκλειστικά στο θετικό φυσικό ισοζύγιο, δηλαδή στο ότι υπήρχαν περισσότερες γεννήσεις απ’ ό,τι θάνατοι. Το 1951, για παράδειγμα, στην Ελλάδα είχαμε 155.422 γεννήσεις και μόνο 57.508 θανάτους. Η μεγάλη διαφορά υπερκάλυπτε το αρνητικό μεταναστευτικό ισοζύγιο εκείνης της περιόδου, όταν περί τους 27.000 Ελληνες μετανάστευαν κάθε χρόνο σε άλλες χώρες. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, όμως, και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80, ενώ διατηρήθηκε ο υψηλός αριθμός των γεννήσεων, αναστράφηκε και το μεταναστευτικό ισοζύγιο, καθώς εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνες μετανάστες επέστρεψαν στη χώρα. Τη δεκαετία του ’90 και ώς το τέλος της επόμενης δεκαετίας, η αύξηση του πληθυσμού άλλαξε και πάλι χαρακτήρα. Το φυσικό ισοζύγιο σχεδόν εκμηδενίστηκε, καθώς οι γεννήσεις μειώθηκαν πολύ, ενώ η Ελλάδα έγινε χώρα υποδοχής μεταναστών, κυρίως από τους βόρειους γείτονές της. Τη δεκαετία 1991-2001 το φυσικό ισοζύγιο ήταν θετικό κατά μόλις 20.536 άτομα, αλλά η συνολική αύξηση του μόνιμου πληθυσμού έφτασε τα 563.298.
Από το 2011 η Ελλάδα έχει μπει σε μια νέα φάση, πρωτοφανή μεταπολεμικά. Το φυσικό ισοζύγιο πλέον γίνεται αρνητικό (οι θάνατοι είναι περισσότεροι από τις γεννήσεις), αλλά και το μεταναστευτικό ισοζύγιο, παρά την προσφυγική κρίση, είναι κι αυτό αρνητικό, καθώς πολλοί Ελληνες, κυρίως νέοι επιστήμονες, μεταναστεύουν σε αναζήτηση εργασίας, λόγω της υψηλότατης ανεργίας. Την 1η Ιανουαρίου 2015 ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν 10,8 εκατομμύρια, δηλαδή ήδη μικρότερος κατά 300.000 από το 2011.
Η έρευνα της διαΝΕΟσις έχει ως σημείο αφετηρίας ακριβώς την 1/1/2015. Οπως σημειώνει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Βύρωνας Κοτζαμάνης, στην παρουσίαση της έρευνας «η οικονομική κρίση καταρχάς αναμένεται να επιταχύνει (και ενδεχομένως και σε ορισμένες περιπτώσεις να ανατρέψει) τις μακρόχρονες τάσεις εξέλιξης των βασικών δημογραφικών συνιστωσών». Η γονιμότητα στην Ελλάδα είχε ήδη φθίνουσα πορεία: οι γυναίκες που γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1950 και στο 1954 έφεραν στον κόσμο 2 παιδιά/γυναίκα κατά μέσον όρο, αυτές που γεννήθηκαν μεταξύ 1960-64 1,86 και αυτές από 1970-74 (εκτίμηση) 1,60 παιδιά. Την περίοδο 2010-2015, όπως υπολογίζεται από τον ΟΗΕ, η γονιμότητα στην Ελλάδα έχει πέσει στο 1,34 παιδιά ανά γυναίκα. «Η αναβολή των πρώτων γεννήσεων (εξαιτίας, εκτός των άλλων, και των υφιστάμενων δυσμενών κοινωνικοοικονομικών συνθηκών) από τις γενεές, οι οποίες στα χρόνια της κρίσης θα βρεθούν στις ηλικίες 25-35 ετών πιθανότατα θα οδηγήσει στην επιτάχυνση της τάσης μείωσης του αριθμού των παιδιών τους, εξαιτίας της συρρίκνωσης τόσο του διατιθέμενου αναπαραγωγικού “χρόνου” όσο και της βιολογικής τους ικανότητας σύλληψης», σημειώνει ο κ. Κοτζαμάνης.
Η μετανάστευση
Ταυτόχρονα, η κρίση του δημόσιου συστήματος υγείας και η μείωση των εισοδημάτων ευρύτατου τμήματος του ελληνικού πληθυσμού είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα έχουν επιπτώσεις στην υγεία του και στη μακροζωία του, σημειώνουν οι αναλυτές της διαΝΕΟσις. Οσον αφορά τις μεταναστευτικές ροές, είναι προφανές ότι σε συνθήκες κρίσης η Ελλάδα δεν αποτελεί «ελκυστικό» προορισμό για οικονομικούς μετανάστες, και πιθανότατα, αν η οικονομική κατάσταση δεν σταθεροποιηθεί, ένα επιπλέον τμήμα των εγκατεστημένων ακόμη και σήμερα οικονομικών μεταναστών στην Ελλάδα θα επιστρέψει στη χώρα του (αν και η πλειονότητα το έχει ήδη κάνει την τελευταία πενταετία). Ταυτόχρονα, θα συνεχισθεί πιθανότατα, εξαιτίας κυρίως της αυξημένης ανεργίας των νέων και στην περίπτωση που αυτή δεν περιοριστεί σημαντικά τα επόμενα χρόνια, η έξοδος κυρίως νέων αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (και δευτερευόντως μόνον ημιειδικευμένων ατόμων).
Τα δημογραφικά δεδομένα καθιστούν βέβαιη την περαιτέρω μείωση του πληθυσμού μέχρι τα μέσα της επόμενης δεκαετίας, καθώς τα φυσικά ισοζύγια θα συνεχίσουν να είναι αρνητικά και η δημογραφική γήρανση δεν πρόκειται να ανακοπεί, υπογραμμίζουν οι ερευνητές της διαΝΕΟσις. Η έρευνά τους διατυπώνει υποθέσεις για το μέλλον, με βάση στατιστική ανάλυση. Και στα οκτώ σενάρια που διαμόρφωσαν προκύπτει μεγάλη μείωση του πληθυσμού το 2050, από 8,3 εκατ. στο πιο αρνητικό σενάριο έως 10 εκατ. στο πιο ευνοϊκό.
Κάτω από το 40% το ποσοστό των οικονομικά ενεργών πολιτών
Η Ελλάδα γερνάει. Στα τελευταία 65 χρόνια ο πληθυσμός της αυξήθηκε κατά 46%, αλλά στο ίδιο διάστημα ο πληθυσμός των κατοίκων ηλικίας άνω των 65 ετών τετραπλασιάστηκε. Ο πληθυσμός των κατοίκων με ηλικία άνω των 85 ετών δεκαπλασιάστηκε. Το 1961 μόλις το 8,3% του πληθυσμού ήταν ηλικίας άνω των 65, ενώ το 26,2% ήταν ηλικίας κάτω των 14. Το 2014 η σύνθεση του πληθυσμού είναι εντελώς διαφορετική:
Το 20,5% είναι άνω των 65 και μόλις το 14,7% είναι κάτω των 14 ετών. Η διάμεσος ηλικία (δηλαδή η ηλικία του ατόμου οι γηραιότεροι του οποίου είναι ίσοι σε αριθμό με τους νεότερους) ήταν το 1951 τα 26 έτη, σήμερα είναι τα 44 έτη.
Η τάση δημογραφικής συρρίκνωσης είναι αδιαμφισβήτητη. Καταγράφεται σε μελέτες διεθνών οργανισμών αλλά και της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, που έχουν δημιουργήσει προβολές για τη μελλοντική εξέλιξη του πληθυσμού στην Ελλάδα. Το Δημογραφικό Ινστιτούτο της Βιέννης προχώρησε το 2010 στην εκτίμηση πως ο πληθυσμός της Ελλάδας θα είναι το 2050 11,7 εκατομμύρια άτομα. Η ΕΛΣΤΑΤ το 2007 εκτίμησε πληθυσμό 11,5 εκατ. Ο ΟΟΣΑ το 2005 είχε μιλήσει για 10,6 εκατ., ενώ το Τμήμα Πληθυσμών του ΟΗΕ το 2015 για 9,5 εκατ. Η Eurostat το 2013 είχε εκτιμήσει πως ο πληθυσμός της Ελλάδας το 2050 θα είναι 9,1 εκατ. άτομα. Η έρευνα της διαΝΕΟσις περιέχει και μια ενδελεχή ανάλυση όλων των προβολών που έχουν γίνει ώς τώρα από αυτούς τους οργανισμούς. Η διαφορά των προβολών της διαΝΕΟσις, σύμφωνα με τους ερευνητές της, έγκειται αφενός στο ότι χρησιμοποιούν τα πιο πρόσφατα στοιχεία (με έτος βάσης το 2015) και αφετέρου στη διαφορετική μεθοδολογία.
Οι ερευνητές της διαΝΕΟσις διαμόρφωσαν οκτώ διαφορετικά σενάρια της πορείας του πληθυσμού ανά πενταετία, μέχρι το 2050. Τα σενάρια προέκυψαν έπειτα από ανάλυση της εξέλιξης της γονιμότητας, της θνησιμότητας και των μεταναστευτικών ροών των προηγούμενων δεκαετιών στην Ελλάδα και με υποθέσεις για τις συνέπειες της κρίσης και τις γενικότερες κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις και τις δημογραφικές τους επιπτώσεις, κάτι που δεν συμβαίνει στις έρευνες των άλλων οργανισμών. Στα οκτώ σενάρια της διαΝΕΟσις γίνονται συνδυασμοί διαφορετικών τάσεων για τις μεταναστευτικές ροές, τη θνησιμότητα και τη γονιμότητα.
Και τα οκτώ σενάρια προβλέπουν ότι ο πληθυσμός της χώρας μας θα μειωθεί σημαντικά, σαφώς περισσότερο από όσο δίνουν οι άλλοι οργανισμοί στις συγκρίσιμες προβολές τους.
Οι δημογραφικές τάσεις που καταγράφονται έχουν σοβαρές συνέπειες σε μία σειρά από τομείς. Καταρχάς, σύμφωνα με όλα τα σενάρια, το μέγεθος του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας αναμένεται να μειωθεί σημαντικά ανάμεσα στο 2015 και στο 2050. Η μείωση είναι συνεχής στη διάρκεια της 35ετίας, αλλά επιταχύνεται μετά το 2030, λόγω της ένταξης στην ηλικία εργασίας των πιο ολιγάριθμων γενιών. Ο πληθυσμός της παραγωγικής – εργάσιμης ηλικίας από 65% του συνόλου σήμερα, θα πέσει σε 55% του συνόλου το 2050, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της διαΝΕΟσις. Αυτή η μείωση θα αποτυπωθεί και στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, που θα μειωθεί από 1-1,5 εκατ. μέχρι το 2050!
Σήμερα, ο πληθυσμός της χώρας που είναι μεταξύ 20-69 ετών είναι 7,1 εκατ. και ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός είναι 4,7 εκατ. Το ποσοστό είναι μικρό, καθώς πολλοί έχουν αποθαρρυνθεί από τη μεγάλη ανεργία και δεν αναζητούν καν εργασία. Το 2050 εκτιμάται πως στις ηλικίες 20-69 θα βρίσκονται 4,8-5,5 εκατ. άτομα, με αποτέλεσμα οι οικονομικά ενεργοί να είναι μόλις 3-3,7 εκατ. Δηλαδή, το ποσοστό τους θα πέσει κάτω από το 40% στο σύνολο του πληθυσμού! Κι αυτό γιατί πέρα από τη γενική μείωση του πληθυσμού, θα έχει αυξηθεί το ποσοστό των άνω των 69 ετών.
Εάν επιβεβαιωθούν οι τάσεις που καταγράφει η διαΝΕΟσις, οι σχολικές τάξεις θα αδειάσουν, αφού ο αριθμός των μαθητών σε όλες τις βαθμίδες μειώνεται δραματικά. Τα προνήπια (3-4 ετών) είναι σήμερα 214.480 παιδιά, το 2050 εκτιμούνται σε 127.730-174.110. Τα νήπια (5 ετών) είναι σήμερα 113.890 και θα είναι 66.110-89.780. Το Δημοτικό σήμερα παρακολουθούν 644.860 μαθητές, ενώ το 2050 υπολογίζονται από 413.350-565.150. Στο Γυμνάσιο βρίσκονται 319.730 μαθητές σήμερα, το 2050 θα κινούνται μεταξύ 210.150-304.450. Τέλος, το Λύκειο σήμερα έχει 321.360 μαθητές, ενώ το 2050 μόνο 212.230-292.140.
Μάλιστα, όπως σημειώνουν οι ερευνητές της διαΝΕΟσις οι διακυμάνσεις του πληθυσμού των ατόμων σχολικής ηλικίας θα είναι ιδιαίτερα έντονες. Περίοδοι πτώσης θα ακολουθηθούν από περιόδους αναστροφής των πρότερων τάσεων και εκ νέου από μια περίοδο συρρίκνωσης, χωρίς οι χρόνοι να ταυτίζονται σε όλες τις ηλικίες. Ως εκ τούτου, ο ασφαλής σχεδιασμός οποιασδήποτε εκπαιδευτικής πολιτικής θα παρουσιάζει εξαιρετικές δυσκολίες τις επόμενες δεκαετίες.
Οπως είναι φανερό, η σημασία των ευρημάτων μιας τέτοιας έρευνας είναι πολυδιάστατη. Κανένας μακροπρόθεσμος πολιτικός σχεδιασμός δεν μπορεί να γίνει χωρίς να ληφθούν υπ’ όψιν το μέγεθος και η σύσταση του πληθυσμού. Ασφαλιστικό σύστημα, πολιτική για την εργασία, την εκπαίδευση, την κοινωνική πρόνοια, τη μετανάστευση, ακόμα και για την άμυνα και τις διεθνείς σχέσεις, όλα επηρεάζονται (και ώς ένα βαθμό αλληλεπιδρούν) από τις δημογραφικές τάσεις.