’80, η δεκαετία που μας έκανε αυτό που είμαστε

’80, η δεκαετία που μας έκανε αυτό που είμαστε

3' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Α​​υτές τις μέρες, κάτι σημαντικό ξεκινάει στην Αθήνα και οφείλουμε να το αναδείξουμε. Στον χώρο της Τεχνόπολης του Δήμου Αθηναίων εγκαινιάζεται, την Τετάρτη 25 Ιανουαρίου, μία από τις πιο πολλά υποσχόμενες εκθέσεις που έχουμε δει στην πόλη μας τα τελευταία χρόνια, ενδεχομένως –από άποψη πρωτοτυπίας– και διεθνώς. Εχει τίτλο «GR80s» και ανασυστήνει τον κόσμο της δεκαετίας του ’80. Οι εμπνευστές και γενικοί συντονιστές της έκθεσης, οι πανεπιστημιακοί Β. Βαμβακάς και Π. Παναγιωτόπουλος έχουν αναλάβει ένα εξαιρετικά σύνθετο και φιλόδοξο σχέδιο. Μέσα από πλήθος περιπτέρων, το καθένα από τα οποία έχει τον δικό του υπεύθυνο, ο επισκέπτης θα είναι σαν να περιηγείται με μια χρονομηχανή σε όλες σχεδόν τις πτυχές της ζωής, ιδιωτικής και δημόσιας, εκείνης της εποχής. Η πολιτική, η οικονομία, η τρομοκρατία, οι ιδέες, τα δικαιώματα, τα ΜΜΕ, η μαζική κουλτούρα, η μόδα, η λογοτεχνία, ο κινηματογράφος, η μουσική, η αυτοκίνηση, η αρχιτεκτονική, όλα θα περνούν μπροστά από τα μάτια του, μέσα από τα υλικά δημιουργήματα της αστικής ζωής, τα οποία θα μπορεί να «ζήσει» χάρη σε ποικίλες πρακτικές διαδραστικότητας.

Η έκθεση δεν θα είναι, ωστόσο, ένα ταξίδι νοσταλγίας, ούτε ο παιχνιδότοπος των αναμνήσεών μας. Χωρίς να γίνεται διδακτική και ακαδημαϊκή, μάλλον το αντίθετο, έχει στόχο να μας πει ποιοι είμαστε. Γιατί άραγε, η δεκαετία του ’80 και όχι του ’70 ή του ’90; Υπάρχουν, τρεις, τουλάχιστον, λόγοι γι’ αυτό.

Ο πρώτος είναι πολιτικοϊστορικός. Το ζήτημα είναι χιλιοσυζητημένο, και πράγματι, το ’80 είναι η στιγμή της διαμόρφωσης των βασικών χαρακτηριστικών της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας: μαζικά κόμματα, πολιτική συμμετοχή, ανανέωση του πολιτικού προσωπικού, ελευθεροτυπία, εμπέδωση της δημοκρατίας όσο ποτέ πριν. Αλλά και ταυτόχρονα, κομματοκρατία, πρωθυπουργοκεντρισμός, αποίκιση του κράτους από ομάδες, λαϊκισμός, δημαγωγία και διχαστική ρητορική, εθνικός απομονωτισμός. Παράλληλα, είναι και η περίοδος της κυριαρχίας μιας κουλτούρας περί της οικονομίας έντονα φοβικής και σε σαφή απόσταση από τις κατακλυσμιαίες εξελίξεις σε ένα διεθνές περιβάλλον προϊούσας παγκοσμιοποίησης. Ολα αυτά που σήμερα έχουν αγγίξει τα έσχατα όριά τους.

Ο δεύτερος λόγος είναι κοινωνιoλογικός, και έχει να κάνει με τον μαζικό πολιτισμό και τη θέση της ελληνικής κοινωνίας απέναντι σε αυτόν, μια πτυχή ύψιστης σημασίας για τον σύγχρονο άνθρωπο. Παρά τον πατερναλισμό της κεντρικής πολιτικής και τις κοινωνικές πρακτικές αυτοπροστασίας, στα 80s είναι η πρώτη φορά που η ελληνική κοινωνία καταφέρνει να χειραφετηθεί σε τόσο εκτεταμένο βαθμό. Πλουτίζει, σπουδάζει, αποκτά δικαιώματα, διασκεδάζει, εκφράζεται, σχετίζεται, ταξιδεύει, διαβάζει, ενημερώνεται, αθλείται όσο ποτέ και όπως ποτέ άλλοτε στο παρελθόν. Χάρη σε όλα αυτά, εξατομικεύεται, γίνεται εφικτή δηλαδή η διαμόρφωση, εκτός των πολιτών, ενός ρευστού σύγχρονου ατομικού υποκειμένου, με σχέδια, αναστοχασμό και αισθητικοποίηση της ζωής του. Είναι η πρώτη φορά που ο Ελληνας συντονίζεται σε τόσο μεγάλο βαθμό με τα πιο προχωρημένα κέντρα της (μετά)νεωτερικότητας και τις τελευταίες εξελίξεις της – πάντα βέβαια με τους δικούς του όρους. Πιθανότατα, αυτή η εξατομίκευση να είναι και η βασικότερη πολιτισμική προϋπόθεση που η χώρα πέτυχε, με τις αντιφάσεις της, την είσοδό της στις πιο ανεπτυγμένες χώρες του σύγχρονου κόσμου και που παραμένει σε αυτές παρά τις αναταράξεις.

Ο τελευταίος λόγος είναι ψυχικός/υπαρξιακός και ολίγον (ας μας επιτραπεί…) αυτοαναφορικός. Ολη η ομάδα των συντονιστών της έκθεσης ανήκει στην ίδια γενιά. Είναι η γενιά των σαραντάρηδων, ή κάτι τέτοιο, που έρχονται σταδιακά σήμερα στα πράγματα, που αρθρώνουν δημόσιο λόγο, που έχουν να μας «διηγηθούν» τον διακριτό εαυτό τους. Γεννημένοι, συν-πλην, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ταύτισαν τη δεκαετία του ’80 με την πρώτη νεότητά τους, με όσα δηλαδή τους διαμόρφωσαν ως υποκείμενα με συνείδηση. Η γνώση τους άρα είναι εκτός από ακαδημαϊκή και βιωματική. Παρότι η έννοια της «γενιάς» είναι κάποτε προβληματική ως ερμηνευτικό εργαλείο για να περιγράψει ετερόκλητες ομάδες και υποκείμενα, εδώ μας είναι χρήσιμη. Διότι αυτοί οι άνθρωποι που ετοιμάζονται, με τη σειρά τους, να ηγηθούν του μέλλοντος, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες που τους αναλογούν, σε μια στιγμή μάλιστα γενικευμένης κατάρρευσης, επιλέγουν να κάνουν κάτι πολύ σημαντικό: να αναστοχαστούν τον εαυτό τους και τα υλικά από τα οποία διαμορφώθηκαν οι ίδιοι. Ετσι, την ώρα που η μεταπολίτευση δέχεται εξοντωτική κριτική πανταχόθεν, η έκθεση αυτή εμφανίζεται στο προσκήνιο με όρους λυτρωτικούς, θα έλεγα. Με τρόπο φαινομενικά παιγνιώδη, βάζει ουσιαστικά απέναντί μας έναν καθρέφτη. Και μας ζητάει να κοιταχτούμε μέσα, με αυτοπεποίθηση, χωρίς παραμορφώσεις ούτε ωραιοποιήσεις.

Συνεπώς, πριν δούμε πού πάμε, ας σταθούμε μια στιγμή στοχαστικά και ας κοιταχτούμε. Το μέλλον μας θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από αυτή την άσκηση αυτογνωσίας.

*Ο κ. Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας, διευθυντής του ΠΜΣ «Διακυβέρνηση και Επιχειρηματικότητα», αρχισυντάκτης της «Νέας Εστίας».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή