Ο νόμος-πλαίσιο για τα ΑΕΙ: θεωρία και πράξη

Ο νόμος-πλαίσιο για τα ΑΕΙ: θεωρία και πράξη

3' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο νόμος-πλαίσιο για την ανώτατη εκπαίδευση (1268/1982) ήταν αίτημα και προσδοκία του μεταδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, του ριζοσπαστικού ΕΔΠ (Επιστημονικού Διδακτικού Προσωπικού) και των προοδευτικών καθηγητών. Στην πράξη, αιωρήθηκε για πολύ καιρό μεταξύ των προθέσεων του νομοθέτη, του γράμματος των διατάξεων και του πνεύματος της εφαρμογής.

Ως προς τις προθέσεις, είναι γνωστό ότι το τότε υπουργείο Παιδείας είχε κατά νου να επιτύχει μεγαλύτερη συμμετοχή των εκπροσώπων των πανεπιστημιακών φορέων στα όργανα (με αντίστοιχη αποδυνάμωση της εξουσίας των τακτικών καθηγητών), να καταργήσει τα στεγανά της έδρας και να απελευθερώσει τους νέους επιστήμονες. Επιπλέον, σκοπός του νόμου-πλαισίου ήταν να ιδρύσει όργανα κοινωνικού και ακαδημαϊκού ελέγχου της λειτουργίας των ΑΕΙ – τo ΣΑΠ (Συμβούλιο Ανώτατης Παιδείας) και την ΕΑΓΕ (Εθνική Ακαδημία Γραμμάτων και Επιστημών) αντίστοιχα.

Η συμμετοχή καθιερώθηκε, αλλά γρήγορα μετετράπη σε «συνενοχή». Ενα μέρος της φοιτητικής νομενκλατούρας μπήκε στη λογική της συναλλαγής με ορισμένους καθηγητές (πολλοί εκ των οποίων πόζαραν ως αριστεροί). Το αποτέλεσμα ήταν να διοικείται υπογείως το πανεπιστήμιο από κλίκες χωρίς πολιτικά ή ακαδημαϊκά κριτήρια. Η κατάσταση χειροτέρεψε όταν εμφανίστηκαν τα ευρωπαϊκά πακέτα και τα ερευνητικά προγράμματα «φασόν», οπότε το ΑΕΙ έχασε εντελώς τη διαφάνεια και την (όποια) ηθική του.

Οι νέοι επιστήμονες έδωσαν δροσιά και οξυγόνο στη διδασκαλία και την έρευνα. Γρήγορα όμως πολλοί οδηγήθηκαν στην υπερπαραγωγή άχρηστου έργου, ενώ οι περισσότεροι υποτάχθηκαν, με ό,τι αυτό σήμαινε, στις επιταγές της εξουσίας, εντός και εκτός πανεπιστημίου.

Τα όργανα ελέγχου υπέστησαν άμεση καθίζηση. Το μεν ΣΑΠ λειτούργησε ως πειθήνιος βραχίονας του υπουργείου, η δε ΕΑΓΕ δολοφονήθηκε πολιτικά πριν καν συσταθεί.

Ως προς το γράμμα του νόμου, ίσως τα πράγματα να ήσαν καλύτερα εάν δεν μεσολαβούσαν άκριτες, αντιφατικές και αιφνίδιες τροπολογίες, οι οποίες δημιούργησαν την εντύπωση ότι το ίδιο το υπουργείο είχε αρχίσει το ξήλωμα του νόμου. Οπως αποδείχθηκε κι από τη διάρκεια ζωής του νόμου-πλαισίου (στην πραγματικότητα η δομή του ανετράπη από τον νόμο Διαμαντοπούλου το 2011, περίπου 30 χρόνια μετά την ψήφισή του), οι διατάξεις δεν ήταν ανεφάρμοστες. Προσέκρουσαν ωστόσο σε ένθεν κακείθεν αντιλήψεις (επανα-)κατάληψης του πανεπιστημίου.

Ως προς το πνεύμα του νόμου, είναι προφανές ότι δεν μπόρεσε να αλλάξει νοοτροπίες, στάσεις και συμπεριφορές. Το λεγόμενο «πανεπιστήμιο των ομάδων», που υποτίθεται πως θα έφερνε νέες ισορροπίες και ανοικτές διαδικασίες, προτίμησε να υπονομεύσει τη δομική μεταρρύθμιση που επιχειρήθηκε και να φτιάξει ξανά (με άλλους παίκτες αυτή τη φορά) νέα κλειστά κυκλώματα αυτο-εξυπηρέτησης. Αλλοίωσε με τον τρόπο αυτό την αξιοκρατία, μετατρέποντάς την σε ελευθεριότητα, και εκφύλισε τον εκδημοκρατισμό, οδηγώντας στην επιβολή ορισμένων μόνον απόψεων.

Από τη στιγμή που διαπιστώθηκαν οι πρώτες αποκλίσεις, θα περίμενε κανείς οι πανεπιστημιακοί, οι φορείς της εκπαίδευσης και τα κόμματα να θορυβηθούν και να συνεννοηθούν, κρατώντας τα θετικά και προβαίνοντας σε διορθωτικές κινήσεις εκεί που ήταν απαραίτητο. Ομως όλοι φοβήθηκαν το πολιτικό κόστος, με αποτέλεσμα είτε να ανέχονται τον εκφυλισμό προς ίδιον όφελος είτε να δαιμονοποιούν το σύνολο του νόμου ενώπιον κομματικών ακροατηρίων.

Ολοι όσοι συμβάλαμε στη σύνταξη του νόμου κυνηγηθήκαμε ή λοιδορηθήκαμε, έως το 2007, οπότε η Αριστερά διαδήλωνε με σύνθημα «Κάτω τα χέρια από τον νόμο-πλαίσιο». Αλλά ο Διονύσης Κλάδης και ο γράφων συκοφαντηθήκαμε και το 1989, επτά χρόνια μετά την έναρξη εφαρμογής του νόμου, γιατί τολμήσαμε να μιλήσουμε για τις δικές μας ευθύνες (για τον συντεχνιασμό, την αδιαφάνεια και τον ρεβανσισμό που προέκυψε από τον νόμο-πλαίσιο).

Οι λεγόμενοι «συντηρητικοί» καθηγητές εφάρμοζαν τον νόμο και την ίδια ώρα διαμαρτύρονταν, ενώ πολλοί αυτοχαρακτηριζόμενοι «αριστεροί» παραβίαζαν τις βασικές διατάξεις (ασυμβίβαστο, ισονομία, λογοδοσία, παράνομος πλουτισμός) επικαλούμενοι τις αυθαιρεσίες των προηγουμένων ή την έλλειψη κρατικής επιχορήγησης. Φόβοι για τη μετατροπή του πανεπιστημιακού ασύλου (θεσμού με συμβολική ιστορική αξίας) σε ασυλία εγκληματιών, ανοχή στους άφαντους και ιπτάμενους καθηγητές, οικογενειοκρατία, συμψηφισμοί παρανομιών – αυτά χαρακτήρισαν την εποχή μετά την ψήφιση του νόμου-πλαισίου. Αποδείχθηκε έτσι ότι ο «εσωτερικός πανεπιστημιακός νόμος» (συμφερόντων και ισορροπιών) υπερισχύει του όποιου νόμου της Πολιτείας και –κυρίως– ότι κανένας νόμος δεν διαμορφώνει από μόνος του ήθος.

* Ο κ. Γιάννης Πανούσης είναι καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρώην υπουργός.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή