Αποψη: Ο δημόσιος λόγος για τη Δικαιοσύνη

Αποψη: Ο δημόσιος λόγος για τη Δικαιοσύνη

3' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η δικαιοσύνη έχει τριπλή φύση:

α) Είναι κατά το Σύνταγμα πολιτειακή λειτουργία –και ως εκ τούτου τμήμα της κρατικής εξουσίας– η οποία διακρίνεται από τις άλλες δύο πολιτειακές λειτουργίες, εκτελεστική και νομοθετική, με αποστολή την απονομή του δικαίου. Η δικαστική λειτουργία δεν είναι πολιτική λειτουργία εφόσον δεν έχει ως νομιμοποιητική βάση το εκλογικό σώμα.

β) Είναι εγγυητής των ελευθεριών του ατόμου και της κοινωνίας καθώς το Σύνταγμα έχει αναθέσει στα δικαστήρια τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων του Κοινοβουλίου και της νομιμότητας των πράξεων της εκτελεστικής λειτουργίας.

γ) Είναι δημόσια υπηρεσία διότι οι αιτιολογημένες δικαστικές αποφάσεις χωρίς καθυστερήσεις υπηρετούν την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, συμβάλλουν στην ανάπτυξη της οικονομίας και συγκαθορίζουν την κοινωνική και οικονομική πρόοδο της χώρας.

Με βάση την τριπλή φύση της ο δημόσιος λόγος, προφορικός και γραπτός, για τη δικαιοσύνη μπορεί να αφορά: α) στη διαμόρφωση δημόσιας πολιτικής για την οργάνωση και λειτουργία αποτελεσματικού δικαστικού συστήματος που να διαρθρώνεται σε λιγότερα, μεσαίου μεγέθους, δικαστήρια με ικανό αριθμό δικαστών, εξειδικευμένο υπαλληλικό προσωπικό και τεχνολογικές υποδομές. Ετσι, θα τεθεί ένα τέλος στην αναχρονιστική πολιτική της διαρκούς αύξησης θέσεων δικαστών και δικαστηρίων, β) στην άσκηση κριτικής δικαστικών αποφάσεων, με αφορμή συγκεκριμένες υποθέσεις, καθώς και δικαστών ή δικαστικών ενώσεων αλλά και του τρόπου λειτουργίας των δικαστηρίων που χαρακτηρίζεται από βραδύτητα.

Οι εκφραστές δημόσιου λόγου για τη δικαιοσύνη μπορεί να είναι: α) πολιτικά πρόσωπα, όπως κυβερνητικοί αξιωματούχοι, βουλευτές, μέλη κομμάτων κλπ., β) δημοσιογράφοι και άλλα δημόσια πρόσωπα, γ) νομικοί και επιστήμονες άλλων κλάδων, δ) δικαστικές ενώσεις και δικαστές. Επομένως, ο δημόσιος λόγος για τη δικαιοσύνη μπορεί να είναι πολιτικός, δημοσιογραφικός, επιστημονικός, χωρίς βεβαίως να αποκλείεται η μείξη αυτών των μορφών.

Το ζήτημα που ανακύπτει είναι ποιο το περιεχόμενο και τα όρια του δημόσιου λόγου για τη δικαιοσύνη, όταν αυτός αφορά στην άσκηση κριτικής δικαστικών αποφάσεων. Για την απάντηση πρέπει να ληφθούν υπόψη τα εξής:

α) Ο συντακτικός νομοθέτης κατοχύρωσε ενσυνειδήτως τη, στερούμενη δημοκρατικής νομιμοποίησης, συγκρότηση των δικαστηρίων από επαγγελματίες δικαστές, με νομική παιδεία, που απολαύουν ανεξαρτησίας και των οποίων οι κρίσεις πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένες. Οι κρίσεις αυτές ελέγχονται σε μια δημοκρατική πολιτεία τόσο με ένδικα μέσα ενώπιον ανωτέρων δικαστηρίων όσο και με την ασκούμενη κριτική στο πλαίσιο της δημόσιας ζωής. Εξάλλου, δικαστική ανεξαρτησία δεν σημαίνει ότι οι δικαστές είναι υπεράνω ελέγχου και κριτικής αλλ’ ότι επιτελούν την αποστολή τους υπό τη σκέπη συνταγματικών εγγυήσεων που έχουν τεθεί εν τέλει προς εξυπηρέτηση του πολίτη, ο οποίος προσφεύγει στο δικαστήριο θεωρώντας το ως εγγυητή των δικαιωμάτων και ελευθεριών του.

β) Η φύση του δικαστικού λειτουργήματος, η οποία συνδέεται στενά και με την αρχή της πολιτικής ουδετερότητας, δεν επιτρέπει στους δικαστές και στις δικαστικές ενώσεις να αντιπαρατίθενται με πολιτικά ή άλλα δημόσια πρόσωπα για κρίσεις δικαστικών αποφάσεων ή για πράξεις και παραλείψεις δικαστών. Οι δικαστές και οι ενώσεις τους μπορεί να συμμετέχουν στη σχετική συζήτηση με φειδώ και με χρήση επιστημονικών επιχειρημάτων προς επίρρωση της δικαστικής απόφασης που δέχεται τα πυρά της κριτικής, την ίδια δε αυτοσυγκράτηση πρέπει να επιδεικνύουν και όταν η κριτική στρέφεται κατά δικαστών ατομικά. Απαντήσεις δικαστών και ανακοινώσεις δικαστικών ενώσεων, οι οποίες εκφεύγουν των ορίων, εκθέτουν τη δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της.  

γ) Η  νομιμοποίηση της δικαστικής λειτουργίας είναι η αιτιολογία των αποφάσεών της. Επομένως, οι σκέψεις στη δικαστική απόφαση που στηρίζουν το διατακτικό της, είναι η καρδιά του δικαιοδοτικού έργου και στο σημείο αυτό κρίνεται η ποιότητα απονομής του δικαίου.

Οι δικαστικές αποφάσεις είναι αυτονόητο ότι υπόκεινται σε κριτική η οποία, όμως, πρέπει να αναφέρεται προπάντων στις αιτιολογίες και να μην εξαντλείται στο αποτέλεσμα της απόφασης, όπως συνήθως γίνεται, με επίκληση μάλιστα της αντίθεσης του αποτελέσματος προς το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» που δεν υφίσταται ενόψει του σύνθετου χαρακτήρα της έννομης τάξης των σύγχρονων κρατών και της ποικιλίας πεποιθήσεων στις ανοιχτές και πολυφωνικές κοινωνίες. Σε μια εποχή που ο δημόσιος λόγος διατυπώνεται με επικοινωνιακούς όρους, η ασκούμενη, πολλές φορές, κριτική στις δικαστικές αποφάσεις θυμίζει στείρα πολιτική αντιπαράθεση όπου κυριαρχεί το σύνθημα και απουσιάζει το επιχείρημα. Αυτό το είδος «κριτικής» που ασκείται τις τελευταίες δεκαετίες όχι μόνο για πράξεις της δικαιοσύνης αλλά και του Κοινοβουλίου και της κυβέρνησης, ακυρώνει το ουσιώδες στοιχείο της δημοκρατίας που είναι ο διάλογος με βάση τεκμηριωμένες αντίθετες απόψεις. Είναι επίσης αναγκαίο να αποφεύγονται αγοραίες εκφράσεις και ακραίοι χαρακτηρισμοί, διότι η απόπειρα ευτελισμού της δικαιοσύνης, ιδίως από πολιτικά πρόσωπα, υπονομεύει το κύρος και των άλλων θεσμών της Πολιτείας, καθώς η επικράτηση ακραίας ρητορικής στη δημόσια ζωή θέτει σε δοκιμασία συνολικά τη δημοκρατία.  

     

* Ο κ. Μιχάλης Ν. Πικραμένος είναι σύμβουλος Επικρατείας, επίκουρος καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ, μέλος Δ.Σ. Ενωσης Δικαστών ΣτΕ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή