Do it Like New Zealand: Επιχειρηματικό Περιβάλλον

Do it Like New Zealand: Επιχειρηματικό Περιβάλλον

Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το κατά κεφαλήν εισόδημα της Νέας Ζηλανδίας ήταν το τρίτο υψηλότερο στον κόσμο, πίσω μόνο από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά

Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το κατά κεφαλήν εισόδημα της Νέας Ζηλανδίας ήταν το τρίτο υψηλότερο στον κόσμο, πίσω μόνο από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά. 

Σε μόλις λίγες δεκαετίες όμως, η χώρα κατρακύλησε στην 27η θέση μαζί με την Πορτογαλία και την Τουρκία, έχοντας απολαύσει στο ενδιάμεσο μερικά χρόνια εξαιρετικής οικονομικής προόδου, χτίζοντας ένα πολύ δημοφιλές κοινωνικό κράτος, πιστό στα κεϋνσιανά πρότυπα οικονομικής θεωρίας. 

Ωστόσο, στις εθνικές εκλογές του 1984, ήταν προφανές πια ότι οι παλιές συνταγές δεν οδηγούσαν σε ένα βιώσιμο αύριο.

Το ποσοστό ανεργίας ξεπερνούσε το 11,6%, και μαζί τους η οικονομία παρουσίαζε 23 συνεχόμενα ελλειματικά έτη. Ελλείμματα που έφταναν μέχρι και το εντυπωσιακό ποσοστό του 40% επί του ΑΕΠ. 

Με στόχο να εξυπηρετηθούν αυτά τα δημοσιονομικά κενά, η Νέα Ζηλανδία εκτίναξε το χρέος της στο 65% επί του ΑΕΠ, κάτι που παράλληλα υποβάθμισε και ραγδαία την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας.

Την ίδια στιγμή τα επενδυτικά κεφάλαια έφευγαν από τη χώρα με γοργό ρυθμό, θέλοντας να αποφύγουν τον έντονο παρεμβατισμό του κράτους. Απλά πράγματα, όπως η συνδρομή σε ένα ξένο περιοδικό, χρειάζονταν την ειδική άδεια του υπουργείου Οικονομικών, ενώ η διατίμηση σε αγαθά και υπηρεσίες είχε καταλήξει μηνιαία ρουτίνα. 

Το 1984, η χώρα βρισκόταν χωρίς αμφιβολία μπροστά σε μεγάλες ιστορικές αποφάσεις για το μέλλον και την προοπτική της. 

Σε αυτό το κλίμα, στις 14 Ιουλίου, ο φέρελπις και χαρισματικός πολιτικός του Εργατικού Κόμματος, Ντέιβιντ Λανγκ, θα γινόταν ο 32ος πρωθυπουργός της Νέας Ζηλανδίας. 

Η χώρα είχε ένα μονοκαμεραλικό νομοθετικό σώμα (δηλαδή μόνο μία Βουλή) και ένα ισχυρό δικομματικό σύστημα, κάτι που έδινε όντως μεγάλη εξουσία στο εκάστοτε κυβερνών κόμμα να μπορεί να ψηφίζει με μικρές αντιστάσεις ό,τι του επέτρεπε η νομοθετική πλειοψηφία. 

Πια, η δημόσια συζήτηση είχε κλείνει υπέρ της απελευθέρωσης της οικονομίας. 

Παρ’ όλα αυτά, η διεξαγωγή εκλογών-εξπρές αλλά και η έλλειψη δημόσιου πολιτικού ντιμπέιτ δεν προσέφεραν μία επαρκή πλατφόρμα επικοινωνίας, ώστε να εξηγηθούν οι οικονομικές παρεμβάσεις εκ των προτέρων. 

Μέχρι και το ίδιο το κόμμα των Εργατικών δεν είχε μία ξεκάθαρη αντίληψη ή, πόσω μάλλον, ταύτιση με την ατζέντα που η κυβέρνηση προετοίμαζε να εφαρμόσει.

Ετεροχρονισμένα, ο τότε πρωθυπουργός, Ντέιβιντ Λανγκ, θα πει επ’ αυτού:

«Το γεγονός ήταν ότι οι Εργατικοί προχωρήσαμε στις εκλογές χωρίς μια κοινά συμφωνημένη πολιτική. Οι εσωτερικές διαφορές μας σχετικά με την οικονομική πολιτική δεν παρουσιάστηκαν δημόσια με τον ίδιον τρόπο τρόπο που είχε εκφραστεί π.χ. η διαφωνία μας για την πολιτική όσον αφορά τα πυρηνικά. Προς τα τέλη του 1983 [Ο Ρότζερ] Ντάγκλας συνέταξε ένα πακέτο οικονομικής πολιτικής… Ηταν από κάθε έννοια ένα ριζοσπαστικό έγγραφο… Θυμάμαι ότι ήμουν έκπληκτος, αν και όχι ταραγμένος. Η εντολή και οι προσδοκίες μου ήταν να σκεφτεί έξω από την πεπατημένη, αφού έτσι και αλλιώς το πακέτο μέτρων απείχε πολύ από το να γίνει πράξη ακόμα. Το πρόγραμμα προβλεπόταν να περάσει από τον κοινοβουλευτικό έλεγχο και το πολιτικό συμβούλιο, και θα εξεταζόταν οριστικά στο συνέδριο του κόμματος το δεύτερο εξάμηνο του 1984».

Οι αιφνίδιες εκλογές του Ιουλίου του 1984 ματαίωσαν όλον αυτόν τον σχεδιασμό.

Ηταν εμφανές ότι οι πιο ριζοσπαστικοί στην κατεύθυνση της φιλελευθεροποίησης επικράτησαν στον σχηματισμό κυβέρνησης του Λανγκ.

Ο Ρότζερ Ντάγκλας, ήδη ως σκιώδης υπουργός στα χρόνια της αντιπολίτευσης, είχε προετοιμάσει ένα ολιστικό πακέτο μεταρρυθμίσεων σε αντιστοίχιση με μια σειρά συστάσεων από το Θησαυροφυλάκιο και την Αποθεματική Τράπεζα της Νέας Ζηλανδίας. 

Ηταν ένα πλάνο με στόχο τις (1) παρεμβάσεις στην αγορά, τη (2) φορολογία, στις (3) κρατικές επιχειρήσεις και στη (4) νομισματική πολιτική της χώρας.

Σε λιγότερο από 20 χρόνια από τότε, η Νέα Ζηλανδία θα γινόταν μία από τις πιο φιλοεπιχειρηματικές χώρες του κόσμου, με εντυπωσιακές επιδόσεις που της χάρισαν και την πρώτη θέση παγκοσμίως στην ετήσια έκθεση του Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας από το 2017 μέχρι το 2020. 

Πώς λοιπόν αυτή η μικρή χώρα των 5 εκατ. πολιτών, με το μεγάλο κοινωνικό κράτος και τις πολυάριθμες ρυθμίσεις στην οικονομία της μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1980, κατάφερε να μετεξελιχθεί σε έναν από τους πιο ελκυστικούς επενδυτικούς προορισμούς του κόσμου; 

Ακούστε στο επεισόδιο τις μεταρρυθμίσεις που έκαναν αυτό το αποτέλεσμα δυνατό, καλύπτοντας κατά κύριο λόγο τα χρόνια της μεγάλης και επίπονης αλλαγής στη χώρα, τα χρόνια της περιόδου 1984-1993. Σε μία ιστορία που μοιράζεται και κοινές πτυχές με την Ελλάδα των προηγούμενων δεκαετιών. Αλλά και ενός πολιτικού δράματος, με τοξικότητα, με ιδεολογικές προδοσίες και ένα «happy end» με πολλές υποσημειώσεις.

Podcaster: Γιώργος Παπαϊωάννου

Ακούστε το podcast εδώ 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή