Αμερική και Ρωσία έρχονται πιο κοντά

Αμερική και Ρωσία έρχονται πιο κοντά

11' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το ακανθώδες θέμα της αμερικανικής αντιπυραυλικής άμυνας, που αντιπροσωπεύει ένα από τα μεγαλύτερα «αγκάθια» στις σχέσεις μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσίας, θα βρεθεί στο κέντρο των συζητήσεων που θα έχουν κατά τη σημερινή, τρίτη και τελευταία ημέρα της συνόδου κορυφής, ο Αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους και ο Ρώσος ομόλογός του, Βλαντιμίρ Πούτιν. Υστερα από δύο ημέρες συνομιλιών στον Λευκό Οίκο, οι δύο ηγέτες θα μεταφερθούν σήμερα στο ράντσο του Αμερικανού προέδρου, στο Κρόφορντ του Τέξας, μια μεγάλη έκταση 6.500 στρεμμάτων, γεμάτη φαράγγια και πλούσια βλάστηση, που θα προσφέρει στον υψηλό προσκεκλημένο του την ευκαιρία να συνδυάσει το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Ιδιαίτερα θερμή από την πρώτη στιγμή, εξαιτίας της συστράτευσης του Πούτιν με τις ΗΠΑ στον αγώνα εναντίον της διεθνούς τρομοκρατίας, η ατμόσφαιρα της συνόδου κορυφής βελτιώθηκε ακόμη περισσότερο ύστερα από την προχθεσινή, εντυπωσιακή προσέγγιση των δύο ηγετών στο θέμα της μείωσης των πυρηνικών οπλοστασίων.

Υπόσχεση Πούτιν

Οπως αναμενόταν, ο Τζορτζ Μπους ανακοίνωσε ότι η κυβέρνησή του προτίθεται να μειώσει μονομερώς τις πυρηνικές της κεφαλές, οι οποίες ανέρχονται σήμερα σε 7.000 περίπου, στο επίπεδο των 1.700 έως 2.200 κεφαλών μέσα στην ερχόμενη δεκαετία. Από την πλευρά του, ο Πούτιν καλωσόρισε αυτή την χειρονομία της Ουάσιγκτον και υποσχέθηκε ότι το Κρεμλίνο θα μειώσει και αυτό τις πυρηνικές του κεφαλές -σήμερα γύρω στις 6.000- σε αντίστοιχα επίπεδα.

Ωστόσο, τόσο ο Πούτιν όσο και ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, Ιγκόρ Ιβανόφ, τόνισαν την ανάγκη να υπάρξει, πέραν της προφορικής δέσμευσης του Λευκού Οίκου, γραπτή συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών που θα προβλέπει συγκεκριμένη διαδικασία επαλήθευσης της εφαρμογής της. Ανάλογο σκεπτικισμό για τις εγγυήσεις εφαρμογής μιας μονομερούς απόφασης μείωσης των πυρηνικών οπλοστασίων διατύπωσαν αξιωματούχοι των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων, όπως ο αντιναύαρχος Βαλεντίν Κουζνετσόφ, επικεφαλής της επιτροπής διεθνούς συνεργασίας του υπουργείου Αμυνας.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα σε ό,τι αφορά τις αμυντικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών εντοπίζεται στην επιμονή της κυβέρνησης Μπους να προχωρήσει στην οικοδόμηση εθνικής αντιπυραυλικής ασπίδας, κατά παράβαση της ιστορικής συνθήκης ΑΒΜ που υπέγραψαν το 1972 οι Ρίτσαρντ Νίξον και Λεονίντ Μπρέζνιεφ για την απαγόρευση των αντιβαλλιστικών συστημάτων. Παρά τις ενδείξεις διαλλακτικότητας που είχε δώσει τις τελευταίες ημέρες, ο Πούτιν υποστήριξε χθες ότι οι ρωσικές θέσεις επί του θέματος «παραμένουν αναλλοίωτες».

Πολιτικοί αναλυτές θεωρούν ότι ο Ρώσος πρόεδρος θα επιδιώξει κάποια φόρμουλα που θα δίνει μεν τη δυνατότητα στις ΗΠΑ να προχωρήσουν σε κάποιες πρώτες δοκιμές του εν λόγω συστήματος, χωρίς ωστόσο να αποσυρθούν από τη συνθήκη ΑΒΜ και αφήνοντας ανοιχτό τον δρόμο για συνεργασία στο πεδίο αυτό με τη Ρωσία. Κάτι τέτοιο θα έσωζε τα προσχήματα για τον Πούτιν, ο οποίος αντιμετωπίζει σφοδρές επικρίσεις στο εσωτερικό της χώρας -κυρίως από το Κομμουνιστικό Κόμμα του Ζουγκάνοφ, τους υπερεθνικιστές τύπου Ζιρινόφσκι και μερίδα του στρατού- για την προχωρημένη συνεργασία του με τις ΗΠΑ στην εκστρατεία εναντίον του Αφγανιστάν.

Ανησυχίες και δυσπιστία

Οι ανησυχίες μερίδας του ρωσικού πολιτικού και στρατιωτικού κατεστημένου εστιάζονται κυρίως στο ενδεχόμενο μόνιμης εγκατάστασης αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας (Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν, Τουρκμενιστάν, Καζακστάν). Επιπλέον, το Κρεμλίνο συνεχίζει να βλέπει με δυσπιστία την προς ανατολάς επέκταση του ΝΑΤΟ, το οποίο προβλέπεται να περιλάβει σύντομα τις τρεις βαλτικές δημοκρατίες (Εσθονία, Λιθουανία, Λετονία), φτάνοντας στις δυτικές «πύλες» της ίδιας της Ρωσίας. Προσπαθώντας να καθησυχάσει τις σχετικές ρωσικές ανησυχίες, ο Μπους δήλωσε, κατά την κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Πούτιν στον Λευκό Οίκο, ότι οι ΗΠΑ θα εργασθούν με σκοπό «να ανοίξουν νέοι λεωφόροι συνεργασίας και διαβουλεύσεων ανάμεσα στη Ρωσία και το ΝΑΤΟ».

Ασοσιέιτεντ, Γαλλικό, Ρόιτερς

Μια δεύτερη ιστορική ευκαιρία…

Του Stephen F. Cohen *

International

Herald Τribune

Οι συναντήσεις του Τζορτζ Μπους με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, αυτή την εβδομάδα, δίνουν στις ΗΠΑ μια δεύτερη ιστορική ευκαιρία, μετά τη χαμένη ευκαιρία της δεκαετίας του ’90, να εγκαθιδρύσουν μια ειλικρινή σχέση συνεργασίας με τη μετακομμουνιστική Ρωσία.

Μια τέτοια συνεργασία είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση των σημερινών πραγματικών κινδύνων, που ξεπερνούν εκείνους του Ψυχρού Πολέμου και καθιστούν την Αμερική τόσο ευάλωτη, ώστε να μην μπορεί πλέον να θεωρείται και επί της ουσίας υπερδύναμη. Πράγματι, τόσο η παρακμή του συστήματος ελέγχου και συντήρησης των πυρηνικών της Μόσχας από το 1992 και μετά, όσο και οι «υψηλής τεχνολογίας» επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου μπορεί να προοιωνίζονται μια άνευ προηγουμένου σκοτεινή περίοδο για τη διεθνή ασφάλεια. Κανένας από αυτούς τους κινδύνους δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά, χωρίς τη Ρωσία.

Ανοίγει το δρόμο

Η απόφαση του Πούτιν να συνεργαστεί με τις ΗΠΑ στη στρατιωτική εκστρατεία εναντίον της τρομοκρατίας, ειδικά στο γειτονικό Αφγανιστάν, ανοίγει το δρόμο για μια τέτοια σχέση, αλλά θα απαιτήσει μεγάλες ανατροπές της αμερικανικής πολιτικής, που ίσχυε πριν από την 11η Σεπτεμβρίου.

Σ’ αυτή περιλαμβάνεται η τακτική της κυβέρνησης Κλίντον για την επιβολή ριζικών οικονομικών μέτρων και τη συρρίκνωση του εξωτερικού χρέους της Μόσχας στο όνομα της «μεταρρύθμισης», καθώς και η παραβίαση της αμερικανικής υπόσχεσης προς το Κρεμλίνο ότι δεν θα επεκτείνει το ΝΑΤΟ προς ανατολάς, αλλά και ο βομβαρδισμός της Σερβίας, της σλαβικής φίλης της Ρωσίας.

Κατά τους πρώτους οκτώ μήνες της στην εξουσία, η κυβέρνηση Μπους βάσισε επίσης την πολιτική της στη μυωπική αντίληψη ότι η Ρωσία δεν μετράει πια.

Περιφρονώντας τη διεξαγωγή σοβαρών διαπραγματεύσεων, διακήρυξε την πρόθεσή της να διερύνει το ΝΑΤΟ, καθόλο το μήκος των ρωσικών συνόρων, περιλαμβάνοντας τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες της Λιθουανίας, της Λεττονίας και της Εσθονίας και ακύρωσε μονομερώς τη συνθήκη ΑΒΜ του 1972, την οποία η Μόσχα θεωρεί ζωτικής σημασίας για την πυρηνική ασφάλεια.

Βαθιά δυσπιστία

Είναι απίθανο για τον Πούτιν να ακολουθήσει την ίδια πορεία με τους Αμερικανούς στην αντιτρομοκρατική εκστρατεία, χωρίς σημαντικές αμερικανικές υποχωρήσεις, αν μη τι άλλο, επειδή περιβάλλεται από μια πολιτική ελίτ η οποία αντιμετωπίζει με βαθιά δυσπιστία την Ουάσιγκτον.

Η άμβλυνση των αμερικανικών αντιθέσεων στον πόλεμο της Τσετσενίας δεν βρίσκεται πολύ ψηλά στη λίστα του Πούτιν για τις απαιτούμενες υποχωρήσεις.

Πιο ψηλά βρίσκεται η διεύρυνση του ΝΑΤΟ, η συνθήκη ΑΒΜ και η αδυναμία της Μόσχας να επενδύσει στην κατεστραμμένη οικονομία της και τον εξαθλιωμένο λαό της, ενώ εξυπηρετεί το εξωτερικό της χρέος που ανέρχεται σε 165 δισ. δολάρια.

Μακροπρόθεσμα

Η αλλαγή της αμερικανικής πολιτικής και στα τρία αυτά θέματα είναι εξίσου απαραίτητη και επιθυμητή. Ολες αυτές οι υποχωρήσεις θα είναι μακροπρόθεσμα προς όφελος των Αμερικανών.

Μια Ρωσία, τα δυτικά σύνορα της οποίας θα απειλούνται από το ΝΑΤΟ, η πυρηνική ασφάλειά της υποβαθμίζεται από τις μονομερείς στρατηγικές ενέργειες των Ηνωμένων Πολιτειών και η οικονομία της είναι δέσμια του δανεισμού της από τη Δύση, θα αντιδράσει, κάνοντας ενέργειες που οι ΗΠΑ δεν θα επιθυμούσαν – αναζητώντας αξιόπιστους συμμάχους προς ανατολάς, εξοπλίζοντας με περισσότερα όπλα τις πυρηνικές δομές της και πουλώντας περισσότερα όπλα σε χώρες που η Ουάσιγκτον κατηγορεί ότι υποθάλπουν την τρομοκρατία.

* Ο Stephen Cohen είναι καθηγητής Ρωσικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και συγγραφέας του «Failed Crusade: America and the Tragedy of Post-Communist Russia».

Αναζήτηση εμπιστοσύνης

Του Γιώργου Καπόπουλου

Είναι ρεαλιστική η ταυτόχρονη στρατηγική αναπροσαρμογή της Ουάσιγκτον -με σκληρό πυρήνα την Αντιπυραυλική Ασπίδα- και η οικοδόμηση μιας νέας εγκάρδιας διμερούς αμερικανορωσικής συνεννόησης;

Η κυβέρνηση Μπους πιστεύει ότι μια σειρά από μονομερείς πρωτοβουλίες -όπως η απόφασή της να μειώσει τις πυρηνικές κεφαλές που βρίσκονται στο οπλοστάσιό της σε 1.700 έως 2.000- θα πείσουν όχι μόνον τη Μόσχα αλλά και τους δύσπιστους Ευρωπαίους εταίρους ότι η Αντιπυραυλική Ασπίδα δεν συνιστά απόπειρα κατοχύρωσης αμερικανικής πυρηνικής υπεροχής. «Αμερικανικό Οπλοστάσιο: Συνθήκες εναντίον Μη Συνθηκών» είναι ο τίτλος χθεσινής ανάλυσης των New York Times. Ο Μπους αναζητεί την οικοδόμηση μιας αμοιβαίας πυρηνικής -και όχι μόνον- εμπιστοσύνης με τον Πούτιν χωρίς τη δέσμευση συνθηκών και παρά τη διακηρυγμένη πρόθεσή του να αγνοήσει, να παρακάμψει συμφωνίες σταθμούς του παρελθόντος: Οχι μόνο τη συνθήκη ΑΒΜ του 1972 που απαγορεύει την εγκατάσταση συστημάτων αντιπυραυλικής προστασίας, αλλά και τη συνθήκη START 2 που υπέγραψε ο πατέρας του στα τέλη του 1992, οι διατάξεις της οποίας απαγόρευαν την ανάπτυξη χερσαίων πυραυλικών δυνάμεων που φέρουν συστήματα πολλαπλών πυρηνικών κεφαλών. Αν η παράκαμψη της ΑΒΜ ανησυχεί τη Μόσχα, οι ρωσικοί πύραυλοι πολλαπλών πυρηνικών κεφαλών αποτελούσαν για δεκαετίες την ενσάρκωση της σοβιετικής απειλής για τις ΗΠΑ.

Απ’ ό,τι κατέδειξαν οι μέχρι στιγμής επαφές Μπους – Πούτιν, η ρωσική πλευρά εμφανίζεται ιδιαίτερα διστακτική να αποδεχθεί την «απορρύθμιση» του ελέγχου των πυρηνικών εξοπλισμών. Ομως η διαπιστούμενη ρωσοαμερικανική προσέγγιση σε άλλους τομείς μείζονος σημασίας -σήμερα στην εκστρατεία κατά της τρομοκρατίας και στις ισορροπίες στην Κεντρική Ασία, αύριο πιθανόν στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ και τις σχέσεις της Μόσχας με τη Συμμαχία- δείχνουν προς μια νέα κατεύθυνση: μια συνολική σχέση στρατηγικής εμπιστοσύνης, που θα στεγάσει μια ουσιαστική αλλά μη δεσμευτική νέα πυρηνική ισορροπία.

Το ερώτημα δεν είναι αν οι αμερικανικές προθέσεις έτσι όπως ξεκαθαρίζουν μέρα με τη μέρα είναι επαρκείς για να διασκεδάσουν την ανησυχία της Μόσχας ότι διακυβεύεται το τελευταίο απομεινάρι της πάλαι ποτέ στρατιωτικής της ισοτιμίας με τις ΗΠΑ, η πυρηνική «ισορροπία του τρόμου». Διαθέτει η Μόσχα άλλη εναλλακτική λύση από την αναζήτηση ενός κοινού παρονομσστή συμφερόντων με την Ουάσιγκτον; Οι γεωπολιτικές φαντασιώσεις για ένα ευρασιατικό μέτωπο δυσαρεστημένων με τη Μόνη Υπερδύναμη -Ρωσία, Κίνα, Ινδία- που είχαν διατυπωθεί την εποχή της νατοϊκής εκστρατείας κατά της Γιουγκοσλαβίας, διαλύθηκαν. Η κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική της Ε.Ε. παραμένει ζητούμενη, ενώ, τέλος, μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, δεν έχουν στο επίπεδο της εθνικής εξωτερικής πολιτικής τη δυνατότητα να προσφέρουν στη Μόσχα δεσμεύσεις με επαρκή εμβέλεια και αντίκρισμα. Η αναζήτηση μιας διμερούς εγκάρδιας συνεννόησης είναι μονόδρομος για τη Ρωσία και σημαντική στρατηγική προτεραιότητα για τις ΗΠΑ.

Μπους και Πούτιν μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο

Η τριήμερη σύνοδος κορυφής μεταξύ του Αμερικανού προέδρου Τζορτζ Μπους και του Ρώσου ομολόγου του Βλαντιμίρ Πούτιν έχει χαρακτηριστικά πραγματικά ιστορικού γεγονότος, σηματοδοτώντας τη δυνατότητα για ένα νέο ξεκίνημα, τόσο των ΗΠΑ όσο και της Ρωσίας. Ωστόσο, απουσιάζει ένα κρίσιμο στοιχείο και αυτή η απουσία θα μπορούσε να υποβαθμίσει το όλο εγχείρημα.

Η σύνοδος κορυφής αναμένεται να οριστικοποιήσει μια συμφωνία για δραστικές περικοπές των πυρηνικών οπλοστασίων των δύο χωρών. Στενά συνδεδεμένος με αυτήν τη συμφωνία είναι ο προσδοκώμενος συμβιβασμός γύρω από τα αμερικανικά σχέδια περί αντιπυραυλικής άμυνας, πιο γνωστής ως «Πόλεμος των Αστρων». Ο Πούτιν έχει μετριάσει τις αντιρρήσεις του και άφησε να εννοηθεί ότι μπορεί να συμφωνήσει σε μια τροποποίηση ή στον σιωπηλό παραμερισμό της συμφωνίας του 1972 για την απαγόρευση των αντιβαλλιστικών συστημάτων. Πίσω από αυτήν τη σύγκλιση βρίσκεται η επιμονή του Μπους ότι το παλιό δόγμα περί «αμοιβαίας εξασφαλισμένης καταστροφής», που ίσχυσε στον Ψυχρό Πόλεμο, είναι παρωχημένο και η πεποίθηση του Πούτιν ότι οι πραγματικές προκλήσεις στον τομέα της ασφάλειας κατά τον 21ο αιώνα πρέπει να αναζητηθούν σε άλλες κατευθύνσεις. Μια τέτοια πρόκληση είναι η διεθνής τρομοκρατία -άλλο ένα σημαντικό θέμα στην ατζέντα της συνόδου κορυφής.

Ωστόσο, αν ο Μπους κυριολεκτεί όταν μιλάει για ένα εντελώς νέο ξεκίνημα, τότε θα χρειαστεί ένα μεγαλύτερο άλμα, στηριγμένο στην εμπιστοσύνη, στη φαντασία αλλά και στην κοινή λογική. Είναι καιρός να καλέσει τη Ρωσία να γίνει πλήρες μέλος του ΝΑΤΟ. Μια δεκαετία και παραπάνω μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, η Ατλαντική Συμμαχία αναζητά ακόμη έναν πειστικό λόγο ύπαρξης. Δώδεκα χρόνια μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, το ΝΑΤΟ εξακολουθεί να συμβολίζει την αναχρονιστική διαίρεση της Ευρώπης σε Ανατολική και Δυτική.

Η προγραμματισμένη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, μέχρι τα ρωσικά σύνορα, βιώνεται ως απειλή από τη Μόσχα αν και εμφανίζεται εντελώς παράλογη, αν πραγματικά θεωρεί κανείς τη Ρωσία ως φιλική δύναμη. Μεγάλο μέρος του σημερινού ρόλου του ΝΑΤΟ μπορεί στο μέλλον να αναληφθεί από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Στα Σκόπια, αίφνης, αυτό ακριβώς έχει ήδη συμβεί. Η παγκόσμια κατάσταση αλλάζει. Ενα ΝΑΤΟ χωρίς πηδάλιο χρειάζεται ολοένα και περισσότερο τη Ρωσία. Οπως θα μπορούσε να πει ο Μπλερ, οι εξελίξεις ταρακούνησαν το παγκόσμιο καλειδοσκόπιο. Αυτό που χρειαζόμαστε τώρα είναι μια καθαρή ματιά.

Αντιπαράθεση που διαρκεί περισσότερο από σαράντα χρόνια…

Οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ έχουν ιστορία αντιπαραθέσεων στον τομέα των πυρηνικών όπλων, που ξεπερνά τα 40 χρόνια.

-1945: Οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν ατομικές βόμβες εναντίον της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι.

-1949: Η ΕΣΣΔ προβαίνει στην πρώτη επιτυχή δοκιμή ατομικής βόμβας, δεκαετία του 1950.

-1957: Η ΕΣΣΔ εκτοξεύει τον Σπούτνικ.

-1961: Κατασκευή Τείχους του Βερολίνου. Αποτυχημένη απόβαση στον Κόλπο των Χοίρων.

-1962: Κρίση των πυραύλων στην Κούβα.

-1968: Ο Τζόνσον ανακοινώνει ότι ΗΠΑ και ΕΣΣΔ θα συζητήσουν τη θέσπιση ορίων στα στρατηγικά πυρηνικά οπλοστάσια και τους βαλλιστικούς πυραύλους. Οι συνομιλίες ακυρώνονται μετά τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, τον Αύγουστο του 1968.

-1972: Νίξον και Μπρέζνιεφ υπογράφουν τη συμφωνία SALT Ι και τη συνθήκη για τον περιορισμό των βαλλιστικών πυραύλων ΑΒΜ.

-1979: Ο Κάρτερ αποσύρει τη συζήτηση για έγκριση της συνθήκης SALT ΙΙ από τη Γερουσία, αντιδρώντας έτσι στη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν.

-1982: ΕΣΣΔ και ΗΠΑ αρχίζουν συζητήσεις για τον περιορισμό των στρατηγικών όπλων.

-1983: Ο Ρέιγκαν ανακοινώνει ότι δίνει εντολή για ευρεία ερευνητική προσπάθεια για ανάπτυξη αντιπυραυλικού προγράμματος.

-1986: Συμφωνία για τη δραστική μείωση των στρατηγικών πυρηνικών οπλοστασίων καταρρέει στη σύνοδο κορυφής του Ρέικιαβικ, εξαιτίας σοβιετικών αντιρρήσεων στην ανάπτυξη του αμερικανικού συστήματος SDI (γνωστό και με το προσωνύμιο «Πόλεμος των Αστρων»).

-1987: Ο Ρέιγκαν συνυπογράφει με τον Γκορμπατσόφ τη συνθήκη INF, η οποία απαγορεύει τους πυραύλους μέσου βεληνεκούς, που εκτοξεύονται από το έδαφος.

-1991: Μπους και Γκορμπατσόφ υπογράφουν τη συνθήκη START Ι. Η ΕΣΣΔ διαλύεται.

-1993: Μπους και Γέλτσιν υπογράφουν τη συνθήκη START ΙΙ.

-1997: Μέλη επιτροπής του Κογκρέσου, υπό την προεδρία του σημερινού υπουργού Αμυνας Ντ. Ράμσφελντ, αναλαμβάνουν τη μελέτη των πυραυλικών απειλών, τις οποίες αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ.

-2000: Ο Κλίντον αποφασίζει να μην επιτρέψει την έναρξη των αρχικών εργασιών ανάπτυξης εθνικής αντιπυραυλικής ασπίδας.

-Ιούλιος 2001: Μπους και Πούτιν συμφωνούν στη σύνδεση των αμερικανικών σχεδίων για ανάπτυξη αντιπυραυλικής ασπίδας με τις συνομιλίες για αμοιβαίο περιορισμό του πυρηνικού οπλοστασίου των δύο κρατών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή