ΜΟΣΧΑ. Ακουμπώντας με το ένα χέρι στον τοίχο του σιδηροδρομικού σταθμού, ο Ντίμα παίρνει μια γερή ρουφιξιά από το τσιγάρο που κρατά στο άλλο χέρι. Τα νύχια του είναι βρώμικα, το μπουφάν του, τρία νούμερα μεγαλύτερο και κατασκισμένο. Είναι μόλις 13 ετών και εδώ και τέσσερις μήνες ζει στους δρόμους της Μόσχας.
«Ο πατριός μου είναι αλκοολικός. Με χτυπούσε. Γι’ αυτό έφυγα. Τώρα ζω εδώ, στον σταθμό του τρένου. Κοιμάμαι πάνω στους σωλήνες της θέρμανσης ή σε κανένα τρένο. Καμιά φορά μας μαζεύει η αστυνομία, πάντα όμως μας αφήνει ελεύθερους».
Ο σταθμός του Λένιγκραντ, όπως οι περισσότεροι σταθμοί της Μόσχας είναι γεμάτος μικρές φιγούρες σαν του Ντίμα, οι οποίες περιφέρονται ανάμεσα στο πλήθος, ζητιανεύοντας, ή μαζεύοντας ό,τι αφήνουν οι περαστικοί στα καφενεία του σταθμού.
Στις πιο σκοτεινές γωνιές, πολλά παιδιά, που καμιά φορά δεν ξεπερνούν τα πέντε ή τα έξι χρόνια, βυθίζουν τις μύτες τους σε σακούλες γεμάτες κόλλα. O Ρώσος πρόεδρος έχει χαρακτηρίσει «απειλή στην ασφάλεια» τον διαρκώς αυξανόμενο αριθμό των παιδιών του δρόμου, ζητώντας από την κυβέρνηση να λάβει μέτρα. Το δημοτικό συμβούλιο της Μόσχας αποφάσισε πρόσφατα να απογορεύσει σε παιδιά κάτω των 16 ετών να κυκλοφορούν χωρίς τη συνοδεία ενηλίκου στους δρόμους μετά τις 11 το βράδυ.
Σύμφωνα με Ρώσους αξιωματούχους, περισσότερα από 50.000 παιδιά ζουν στους δρόμους της Μόσχας, ζητιανεύοντας, κλέβοντας ακόμη και πουλώντας το κορμί τους για να ζήσουν. Σε ολόκληρη τη Ρωσία ξεπερνούν το ένα εκατομμύριο. Το νούμερο είναι εξωφρενικό, είναι ακόμη μεγαλύτερο από τον αριθμό των ορφανών που άφησε πίσω του ο B΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Βέβαια, το ζήτημα των άστεγων παιδιών δεν είναι καινούργιο για τη Ρωσία. Στο χάος που ακολούθησε την επανάσταση του 1917 και τον εμφύλιο, χιλιάδες παιδιά βρέθηκαν στον δρόμο. Ομως, το αυστηρό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης των Σοβιετικών βοήθησε τα παιδιά αυτά να επανενταχθούν στην κοινωνία. Αυτήν τη φορά, η κρίση έχει οικονομικά αίτια και δεν υπάρχει δίκτυ ασφαλείας γι’ αυτούς που ξεφεύγουν…