Και η ζωή συνεχίζεται στη Βαγδάτη

Και η ζωή συνεχίζεται στη Βαγδάτη

6' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τρεις μήνες μετά την έναρξη του πολέμου στο Ιράκ και δυόμισι από την επίσημη λήξη του, την 1η Μαΐου, τίποτα δεν προοιωνίζεται ενθαρρυντικό στην ευρύτερη περιοχή της Μεσοποταμίας, όχι μόνο για τους Αμερικανούς και τους Βρετανούς στρατιώτες, αλλά και για τον ιρακινό λαό. Ενα λαό που σε καθημερινή πλέον βάση μαθαίνει να ζει με τη φτώχεια και την ανέχεια, χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, υπό άθλιες συνθήκες υγιεινής, έχοντας πάψει προ πολλού να αναζητεί το αυτονόητο: την ασφάλεια που ενδεχομένως θα του εξασφάλιζε μια ομαλή μετάβαση σε καθεστώς δημοκρατίας. Τρεις μήνες μετά την πτώση του γιγαντιαίου αγάλματος του Σαντάμ Χουσεΐν στην κεντρική πλατεία της Βαγδάτης, εκείνη που κερδίζει καθαρά έδαφος είναι πλέον η ζοφερή πλευρά της ζωής. Οι Αμερικανοί στρατιώτες πασχίζουν να αστυνομεύσουν τους δρόμους του Ιράκ, προσπαθούν να αποκαταστήσουν την ηλεκτροδότηση, να στήσουν στα πόδια της την οικονομία, να ξαναχτίσουν τα σχολεία, να παρακολουθήσουν τις τοπικές εκλογές και να σπρώξουν τη χώρα προς την κατεύθυνση της δημοκρατίας, την ίδια ώρα, όμως, που διεξάγουν αδιάκοπες μάχες εναντίον θρασύτατων ελεύθερων σκοπευτών, οι οποίοι ήδη έχουν σκοτώσει 33 Αμερικανούς στρατιώτες.

Προς το παρόν, όμως, ο χρόνος είναι εναντίον τους. Οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί στη Βαγδάτη, κατά τη διάρκεια του πολέμου, έχουν προκαλέσει σοβαρότατα πλήγματα στο σύστημα ηλεκτροδότησης και ύδρευσης. Αυτήν τη στιγμή ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα της πρωτεύουσας εξακολουθούν να παραμένουν χωρίς ρεύμα και νερό, με αποτελέσμα ο αρχικός ενθουσιασμός των Ιρακινών, μέρα με τη μέρα να εκπνέει και να αντικαθίσταται από την απογοήτευση και την αυξανόμενη πεποίθηση ότι η ζωή υπό τον Σαντάμ Χουσεΐν ήταν κατά πολύ καλύτερη. «Τουλάχιστον, είχαμε ρεύμα και ασφάλεια», δήλωσε σε δημοσιογράφο του περιοδικού «Τάιμ» ο ιδιοκτήτης καταστήματος στη Βαγδάτη. «H Δημοκρατία δεν μας τρέφει», λέει με το βλέμμα καρφωμένο στο πάτωμα, νιώθοντας ντροπή για την κατάντια της πατρίδας του. «Οι Αμερικανοί μάς υποσχέθηκαν ότι θα κτίσουν ξανά το Ιράκ μέσα από τις στάχτες του, αλλά ο απλός πολίτης δεν βλέπει την παραμικρή πρόοδο», καταλήγει ο Ιρακινός έμπορος και σπρώχνει προς την εξώπορτα τον δημοσιογράφο. Τι άλλο, άραγε, να του πει… Οι ξένοι δημοσιογράφοι που βρίσκονται αυτές τις μέρες στη Βαγδάτη λένε ότι η πόλη βυθίζεται στο έγκλημα. Τα νοσοκομεία, τα οποία παρουσιάζουν ελλείψεις ακόμη και σε ορούς, καθημερινά περιθάλπουν τραυματίες από σφαίρες ή από τροχαία.

«Βαρέθηκα να θάβω πτώματα», λέει ο Χακίμ που δουλεύει σε νοσοκομείο της Βαγδάτης. Εκατοντάδες Αμερικανοί και Βρετανοί δουλεύουν μαζί με τον Αμερικανό διοικητή Πολ Μπρέμερ σ’ ένα από τα Παλάτια του Σαντάμ. Οι θέσεις εξουσίας που κατέχουν, όμως, δεν είναι παρά διάτρητα από σφαίρες φρούρια, πολιορκούμενα από λεγεώνες εριστικών Ιρακινών που για οτιδήποτε επιρρίπτουν τις ευθύνες στους ξένους κατακτητές. Οι Αμερικανοί φταίνε για τις διακοπές στην ηλεκτροδότηση, τις ελλείψεις σε καύσιμα, την ανασφάλεια, το κενό εξουσίας. Κι αν κάτι έχει κατακρημνισθεί, δεν είναι το άγαλμα του Σαντάμ, αλλά η ελπίδα.

Τα δίκτυα

Οταν, για παράδειγμα, οι Αμερικανοί μέσα στην πόλη της Βαγδάτης έχουν τη δυνατότητα να επικοινωνούν με τα κινητά τους, οι Ιρακινοί δεν μπορούν να επικοινωνήσουν τηλεφωνικά μεταξύ τους, γιατί οι γραμμές είναι κομμένες και ακόμη δεν έχουν αποκατασταθεί τα δίκτυα. Μια μητέρα έχει να μιλήσει δύο εβδομάδες με την κόρη της που ζει σε μια γειτονιά μερικά χιλιόμετρα από τη δική της. Κάθε μέρα η ζωή για τον Ιρακινό είναι ένας αγώνας δρόμου. Από το να πάει στο σχολείο, από το να πάει στη δουλειά -αν έχει δουλειά, γιατί η ανεργία αγγίζει το 60%- ή από το να κυκλοφορήσει μέσα στους χαοτικούς δρόμους, γεμάτους από αμερικανικά άρματα μάχης, χωρίς αστυνόμευση και με τους φωτεινούς σηματοδότες εκτός λειτουργίας. H αμερικανική εξήγηση είναι ότι ένας συνδυασμός κακής συντήρησης, ξεπερασμένων υποδομών, σαμποτάζ και κλοπής είναι οι αιτίες των διακοπών ρεύματος. Οι πολίτες της Βαγδάτης όμως δεν συμβιβάζονται με την αμερικανική λογική. Πώς είναι δυνατόν, λένε, η ισχυρότερη δύναμη στον κόσμο να έχει καταλάβει μία από τις μεγαλύτερες πετρελαιοπαραγωγικές χώρες και να μην μπορεί να αποκαταστήσει στοιχειωδώς το ηλεκτρικό ή να εξασφαλίσει καύσιμα για τα αυτοκίνητα που σχηματίζουν ατέλειωτες ώρες έξω από τα λιγοστά πρατήρια;

Και να ‘ταν μόνον αυτά τα μεγάλα προβλήματα του Ιράκ…

Προ ημερών δύο Αμερικανοί στρατιώτες βρέθηκαν σ’ ένα ορφανοτροφείο και ομολόγησαν ότι ντράπηκαν για το θέαμα που αντίκρισαν. Βρώμικα παιδιά, με σχισμένα ρούχα, ξυπόλυτα, με τα χεράκια απλωμένα για βοήθεια, φρίκη. Οταν τα πρώτα αμερικανικά στρατεύματα έφτασαν στο ορφανοτροφείο Αλ Ράμα, νόμισαν ότι επρόκειτο για κάποια φυλακή του Σαντάμ κι άνοιξαν τις πόρτες. Αποτέλεσμα; 200 παιδιά να βγουν στους δρόμους. Το ένα τέταρτο από αυτά δεν γύρισε ποτέ. Εντάχθηκε στις ομάδες των άστεγων παιδιών που ζουν στους δρόμους, κάτω από τα τανκς, ζητιανεύουν, εκδίδονται, γίνονται μικροί «ευέλικτοι» εγκληματίες, όπως τους λένε οι Αμερικανοί. Πολλά, σαν τον 12χρονο Ομάρ, ρουφάνε από τη μύτη κόλλα στις άκρες της πλατείας του Παραδείσου!

Υπάρχουν όμως και οι απώλειες. Δεκάδες μη αναγνωρισμένα πτώματα παραμένουν είτε στα νεκροτομεία είτε σε πρόχειρα ανοιγμένους τάφους που δεν έχουν καν σκεπαστεί. Δίπλα τους υπάρχουν σύντομες ανακοινώσεις για όσους τους αναζητήσουν.

Ενας Ιρακινός, ο Αμπάς Αλ Μερσουμί, έχασε ολόκληρη την οικογένειά του. Είκοσι επτά άτομα συνολικά. Ηταν στις 6 Απριλίου, ύστερα από βομβαρδισμό των Αμερικανών. Μόνος πια στον κόσμο, έγραψε στις αμερικανικές στρατιωτικές αρχές… μια κραυγή για βοήθεια: «Σας γράφω για να σας πω ότι είμαι ένας σακατεμένος άνθρωπος. Εχω χάσει το δεξί μου χέρι. Μου είπαν ότι οι συμμαχικές δυνάμεις έχουν υποσχεθεί να αποζημιώσουν τα θύματα του πολέμου, εφόσον προήλθαν από δικές τους δραστηριότητες. Είμαι ένας από αυτούς. Βοηθήστε με». H απάντηση που πήρε ο Αμπάς Αλ Μερσουμί από τον Αμερικανό ταξίαρχο Κόμπι Λάνγκλεϊ ήταν όλες κι όλες μερικές ευγενικά διατυπωμένες ψυχρές λέξεις: Λυπούμεθα για τις απώλειες, αλλά δεν υπάρχουν σχέδια για αποζημιώσεις. Αυτή λοιπόν είναι η ασύλληπτα σκληρή πραγματικότητα της Βαγδάτης.

Πορνεία

Η Βαγδάτη πάντα εξέπεμπε άρωμα ερωτισμού. Ωστόσο, αυτός ο πόλεμος ξεπέρασε αυτά τα όρια κι άφησε να αναδειχθεί η πορνεία στη σκληρότερή της μορφή. Ακόμη και οι πιο «πολιτισμένοι» Ιρακινοί, οι οποίοι έχουν μια πιο ξεκάθαρη εικόνα για τις πόρνες πολυτελείας -φαινόμενο σύνηθες στις αραβικές μεγαλουπόλεις- σήμερα εκφράζουν τη βαθιά τους λύπη για τα μικρά κορίτσια που πουλάνε το κορμί τους για ένα ποτήρι γάλα ή για λίγα δολάρια. H Ράνα είναι μόλις 19 χρόνων. Κατάγεται από την πόλη Τικρίτ, τη γενέτειρα του Σαντάμ Χουσεΐν. Στον πόλεμο είχε στήσει το κονάκι της κοντά στα στρατόπεδα Αμπού Ναβάζ στο κέντρο της Βαγδάτης. Οι περισσότεροι πελάτες της ήταν Αμερικανοί στρατιώτες. Δίπλα από το συγκεκριμένο στρατόπεδο υπάρχει ένα ξενοδοχείο. Στοιχίζει 30 δολάρια το δίκλινο και ο ιδιοκτήτης του λέει ότι πριν από την εισβολή δεν υπήρχε πορνεία. «Δεν θέλουμε τα κορίτσια μας να καταντήσουν έτσι», διευκρινίζει, για να προσθέσει στη συνέχεια ότι πολύ συχνά εμφανίζονται Αμερικανοί στρατιώτες που προσπαθούν να του πουλήσουν όπλα έναντι κάποιας μικρής αμοιβής. «Ερχονται και ρωτάνε αν μας ενδιαφέρουν τα όπλα? δεν χρειαζόμαστε τα όπλα τους, έχουμε ένα Καλάζνικοφ, μας φτάνει».

Και φυσικά η πορνεία δεν ανθεί τη νύχτα, όπως θα υπέθετε κανείς. Αντιθέτως, οι ιερόδουλες και οι οίκοι ανοχής κάνουν μπίζνες νωρίς το πρωί.

Οι βιασμοί

Σήμερα, οι γυναίκες της Βαγδάτης φοβούνται να κυκλοφορήσουν στους δρόμους, καθώς ο κίνδυνος να απαχθούν ή να βιαστούν είναι υπαρκτός. H ερευνήτρια της οργάνωσης HumaRights Watch, Τζοάνα Μπγόρκεν, επισκέφθηκε πρόσφατα τη Βαγδάτη και μίλησε με αρκετές από τις νεαρές γυναίκες που κατάφεραν να ξεφύγουν από τους βιαστές ή τους απαγωγείς τους. «Μίλησα σε μια γυναίκα που δεν θα πρέπει να ‘ταν παραπάνω από 20 ετών», λέει η κυρία Μπγόρκεν. Περπατούσε σε δρόμο της πρωτεύουσας μαζί με τη μητέρα της και τις αδελφές της. Κάποιοι που επέβαιναν σε φορτηγάκι την άρπαξαν, τη μετέφεραν σε άγνωστη περιοχή κι ολόκληρη τη νύχτα τη βίαζαν. Μίλησα και σ’ ένα ακόμη κορίτσι, ήταν δεν ήταν 15 χρόνων, συνεχίζει η Τζοάνα Μπγόρκεν. Αγνωστοι μπήκαν στο σπίτι της, χτύπησαν εκείνην και τις αδελφές της, τις κουκούλωσαν και τις μετέφεραν κάπου, όπου κρατήθηκαν για ένα μήνα? εκείνη κατάφερε, ούτε καν θυμάται πώς, να διαφύγει. Το φοβερό, λέει η εκπρόσωπος της οργάνωσης, είναι ότι η ιρακινή αστυνομία δεν δίνει δεκάρα για την περίπτωση της 15χρονης. «Οταν τους έκανα γνωστή την υπόθεση της μικρής Ραχά, εκείνοι είπαν: «α, καλά… το κορίτσι που το ‘σκασε από το σπίτι του…» και μου γύρισαν την πλάτη».

Συγκλονιστική είναι η περίπτωση μιας 9χρονης μικρούλας, λέει η κ. Μπγόρκεν. Είχε βιαστεί κατ’ επανάληψιν από αγνώστους. H μητέρα της τη μετέφερε από νοσοκομείο σε νοσοκομείο για να της παρασχεθούν οι πρώτες βοήθειες. Πουθενά δεν την κράτησαν, προφασιζόμενοι ότι δεν διαθέτουν τα κατάλληλα ιατρικά μέσα. Στην πραγματικότητα, ακόμη και στα νοσοκομεία, γιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό προσπαθούν να απομακρύνουν από μπροστά τους αυτό το πικρό ποτήρι.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή