H αντικουλτούρα στο στόχαστρο

H αντικουλτούρα στο στόχαστρο

4' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Είναι κυρίως οι αντικομφορμιστές και όχι οι κομφορμιστές αυτοί που ενισχύουν την κατανάλωση. Αυτή η διαπίστωση είναι προφανής για όσους δουλεύουν στη διαφήμιση», γράφουν οι καθηγητές Πανεπιστημίου στον Καναδά, Αντριου Πότερ και Τζόζεφ Χιθ, στο δοκίμιό τους με τίτλο τους «Revolte consommee, le mythe de la contre-culture» («H επανάσταση που ολοκληρώθηκε: ο μύθος της αντικουλτούρας»), το οποίο κυκλοφόρησε προσφάτως στη Γαλλία.

Με το βιβλίο τους, το οποίο παρουσιάζει το γαλλικό ειδησεογραφικό περιοδικό Marianne, οι δύο καθηγητές βάζουν στο στόχαστρο τα δόγματα που έχει κληροδοτήσει στη σημερινή εποχή η αντικουλτούρα της δεκαετίας του 1960. Την απλουστευτική ιδέα ότι το σύστημα του καπιταλισμού λειτουργεί τόσο αποξενωτικά μέχρι του σημείου να επηρεάζει τον ψυχισμό μας. Τη βεβαιότητα που καλλιεργούν οι επίγονοι της δεκαετίας του 1960, ότι «η επανάσταση ή θα είναι πολιτισμική ή δεν θα είναι». Σύμφωνα με τους επιγόνους της αντικουλτούρας της δεκαετίας του 1960, οι συνδικαλιστές στα εργοστάσια θα πρέπει να αποσύρουν τις προκηρύξεις τους και να δώσουν τόπο στους εναλλακτικούς επαναστάτες, στους μικρούς ποιητές, «στους Ρεμπώ της επαρχίας», όπως έλεγε ο Ιταλός σκηνοθέτης Πιερ Πάολο Παζολίνι.

Το πρόβλημα, κατά τους Πότερ και Χιθ, είναι ότι ο καπιταλισμός τροφοδοτείται από την κουλτούρα της υπέρβασης και της ανατροπής, η οποία εξακολουθεί να επηρεάζει βαθιά τις δυτικές κοινωνίες. O καπιταλισμός έχει εξελιχθεί σε «πολιτισμικό καπιταλισμό». Αξιοποιώντας τις θεωρίες του λησμονημένου οικονομολόγου Θορστάιν Βεμπλέν (1857-1929), οι συγγραφείς και καταδεικνύουν ότι η αχαλίνωτη κατανάλωση ερμηνεύεται λιγότερο από την τυραννία της που επιβάλλουν τα «φιρμάτα προϊόντα» και περισσότερο από την κούρσα των ανθρώπων για να επιτύχουν την κοινωνική καταξίωση. «Πες μου τι αγοράζεις, για να σου πω ποιος είσαι»: η κατανάλωση ενός προϊόντος σημαίνει για πολλούς την εδραίωση της θέσης τους στην κοινωνία. H διάθεσή τους, όμως, να ξεχωρίσουν από τους άλλους, να κολακεύσουν τον εγωισμό τους βρίσκεται στο επίκεντρο του καπιταλιστικού μηχανισμού. H νέα αστική ελίτ έχει ανάγκη να ξεχωρίζει, έχει διαρκώς ανάγκη από καινούργια πράγματα, καθώς διαμορφώνει την ταυτότητά της μέσω της κατανάλωσης.

Οι δύο 30χρονοι καθηγητές είναι αποφασισμένοι να ξεμπερδεύουν μια και καλή με το πολιτισμικό καλούπι της δεκαετίας του 1960. «Στα μάτια της Αριστεράς», σημειώνουν στο βιβλίο τους, «ο οικονομολόγος Βεμπλέν διαπράττει σοβαρό αμάρτημα καθώς επιρρίπτει ευθύνες για την καταναλωτική κοινωνία στους καταναλωτές». H Αριστερά όμως, λένε οι Χιθ και Πότερ, οφείλει να θεωρήσει τα ζητήματα που προκύπτουν ως ένα πρόβλημα που χρήζει συλλογικής αντιμετώπισης. Οφείλει επίσης να πάψει να επικαλείται διαρκώς την ύπαρξη ενός κακού Μεγάλου Αδελφού, ο οποίος κινεί τα νήματα στην εκπαίδευση, τη διαφήμιση και την τεχνολογία. Το πρόβλημα έγκειται, σύμφωνα πάντα με τους συγγραφείς, σε κάτι πολύ πιο πεζό, στην αδυναμία των ανθρώπων να αντιληφθούν οι ίδιοι τις συνέπειες των πράξεών τους. Εξ ου και η ανάγκη πολιτικής ρύθμισης της αγοράς.

Οι Χιθ και Πότερ επικρίνουν ανηλεώς την αριστερή κληρονομιά των προηγούμενων γενεών. Μεταξύ άλλων υπογραμμίζουν το πόσο η αντικουλτούρα των προκατόχων τους εξέθρεψε τη λατρεία της υπέρβασης και της ανατροπής ως αυτοσκοπό. Απορρίπτοντας κάθε σκέψη περί δίκαιων κανόνων που πρέπει να διέπουν μια κοινωνία, η αμερικανική Αριστερά (αλλά και η γαλλική) που διαμορφώθηκε μετά τη δεκαετία του 1960, δεν βρήκε τα εργαλεία και τους μηχανισμούς για να αλλάξει την κοινωνία. Στην Αμερική, η Αριστερά κατέφυγε στα ευφυολογήματα όπως «η ημέρα χωρίς κατανάλωση», κατά τη διάρκεια της οποίας, μια φορά τον χρόνο, ανακουφίζεται η συνείδηση χιλιάδων Αμερικανών. Συχνά, υποστηρίζουν οι δύο συγγραφείς, η κριτική που ασκεί η Αριστερά στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, την απομακρύνει από την ενασχόληση με κρίσιμα εθνικά και διεθνή ζητήματα, με κίνδυνο να οδηγείται σε «εξωτικές αναζητήσεις περί τοπικής και συμμετοχικής δημοκρατίας».

Κατά βάθος το να ακολουθεί κανείς την οδό του ακτιβισμού της αντικουλτούρας, σημαίνει ότι επιλέγει την άνεση μιας πιο ελκυστικής άποψης, επειδή δεν μπορεί να αγωνιστεί για να επηρεάσει τη ροή των πραγμάτων. «Ξεχάστε την ιδέα να γίνετε μέλη του ειρηνευτικού σώματος του OHE για να διαχειρίζεστε τη διανομή εμβολίων σε κάποιο ζεστό και υγρό σημείο του πλανήτη. Καλύτερα να διαβάζετε τον Guide Michelin. Στο κάτω κάτω το «slow food (κίνημα και οργάνωση που υποστηρίζει το ευ ζην με οικολογική συνείδηση) είναι η μόνη προοδευτική λύση ενάντια στα δεινά του σύγχρονου πολιτισμού», σημειώνουν με αρκετή δόση ειρωνείας οι Χιθ και Πότερ. O επαναστάτης, εξάλλου, είναι εύκολη λεία για τις φίρμες της κατανάλωσης. Λίγη δόση ανθρωπισμού, μια ιδέα υπέρβασης είναι αρκετά να ικανοποιήσουν την ανάγκη του επαναστάτη να αποδείξει στον εαυτό του ότι είναι τελικώς ένας γενναίος υπερασπιστής της αντικουλτούρας.

Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Ναόμι Κλάιν στο «No Logo», το βιβλίο της που έγινε μπεστ σέλερ και το οποίο πραγματεύεται την επιρροή της φίρμας και της διαφήμισης στην κοινωνία μας, οι Χιθ και Πότερ ισχυρίζονται ότι το φαινόμενο των καταναλωτών που μένουν πιστοί στις μάρκες προϊόντων δεν είναι ένδειξη υποδούλωσης αλλά χαρακτηριστικό της ναρκισσιστικής τάσης των ανθρώπων. «H επανάσταση που ολοκληρώθηκε» είναι ένα σαρκαστικό βιβλίο και κυρίως είναι έργο πανεπιστημιακής έρευνας. Είναι μια οδύσσεια ανάμεσα στους χιλιάδες μηχανισμούς στους οποίους βυθίστηκε ο καπιταλισμός της αντικουλτούρας. «Μουσική όχι όπως οι άλλες», «εναλλακτική ιατρική», «εξωτικά ταξίδια», είναι αναρίθμητοι πλέον οι τρόποι που η αγορά εκμεταλλεύεται την τάση των οπαδών της αντικουλτούρας.

Με το βιβλίο τους οι συγγραφείς εκφράζουν μια γενιά που είναι σαφώς επηρεασμένη από τον τρόπο ζωής της εποχής της αντικουλτούρας, και η οποία όμως διεκδικεί το δικαίωμα να επιλέξει κομμάτια από αυτή την ιδεολογική κληρονομιά που προκάλεσε ασφυξία στον προοδευτισμό. «Αν πρέπει να αποφύγουμε τη νοσταλγία για τον πολιτισμό-μεσσιανισμό, θα πρέπει επίσης να ξαναδώσουμε στη ζωή μας χώρο στην πολιτική, ως μια έννοια διαφορετική από την κουλτούρα. Αντί να τολμούμε να είμαστε διαφορετικοί, ίσως θα έπρεπε να τολμήσουμε να είμαστε όμοιοι». Οι συγγραφείς δίνουν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της άποψής τους και προτείνουν την επαναφορά της στολής για τους μαθητές των σχολείων. H στολή θα προστατέψει, λένε τους μαθητές από το να φορούν «φιρμάτα ρούχα» τα οποία θα επιδεικνύουν στο διάλειμμα, τονίζοντας, ακόμη περισσότερο, τις κοινωνικές ανισότητες. Παράλληλα η στολή θα ενισχύσει το ομαδικό πνεύμα των μαθητών. O πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, είχε εξετάσει το ενδεχόμενο και αν πιστέψουμε τους δύο πανεπιστημιακούς, ένα μεγάλο κομμάτι της αμερικανικής Αριστεράς έχει ήδη ταχθεί υπέρ της πρότασής τους.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή