Αρουντάτι Ρόι, ανάμεσα στην πολιτική και τη λογοτεχνία

Αρουντάτι Ρόι, ανάμεσα στην πολιτική και τη λογοτεχνία

4' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πολλοί ήταν αυτοί που θεωρούσαν απίθανο να επιστρέψει η Αρουντάτι Ρόι στη λογοτεχνία. Το πρώτο της μυθιστόρημα, «Ο θεός των μικρών πραγμάτων», γνώρισε μεγάλη διεθνή επιτυχία και κέρδισε το βραβείο Μπούκερ το 1997. Δέκα χρόνια και έξι εκατομμύρια αντίτυπα μετά, το εκπληκτικό εκείνο ντεμπούτο δεν είχε συνέχεια. Στο διάστημα αυτό η συγγραφέας έκανε την πένα της όπλο, εξαπολύοντας εμπρηστικές εκστρατείες εναντίον της Enron, του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, του Τζορτζ Μπους και του πολέμου του κατά της τρομοκρατίας. Κάθε άλλο παρά έπασχε από «συγγραφικό μπλοκάρισμα». Εξέδωσε έξι βιβλία, συλλογές δοκιμίων της με τίτλους όπως «Η πολιτική της ισχύος», «Αλγεβρα της αιώνιας δικαιοσύνης», «Απλά μαθήματα αυτοκρατορίας».

Εγκαταλείποντας τη μυθοπλασία ακολούθησε μια διαδρομή κοινωνικού ακτιβισμού, συμμετέχοντας σε αντιπολεμικές διαδηλώσεις και χρησιμοποιώντας τη δημοτικότητά της για να υποστηρίξει υποθέσεις όχι και τόσο δημοφιλείς – μαχητές από το Κασμίρ καταδικασμένους σε θάνατο, τα δικαιώματα μικρών εθνοτικών κοινοτήτων της Ινδίας, απεγνωσμένους αγρότες που αυτοκτονούν σε υποβαθμισμένες αγροτικές περιοχές της χώρας.

Πρόσφατα, όμως, η 45χρονη Αρουντάτι ανακοίνωσε χωρίς τυμπανοκρουσίες ότι θα αποσυρθεί από τη δημόσια σφαίρα για να γράψει το δεύτερο μυθιστόρημά της. Ο τελευταίος που το έμαθε, όπως φαίνεται, ήταν ο ατζέντης της, ο Ντέιβιντ Γκόλτουιν, ο οποίος είχε διαπραγματευτεί την προκαταβολή του ενός εκατομμυρίου δολαρίων για τον «Θεό των μικρών πραγμάτων». «Με πήρε τηλέφωνο λέγοντάς μου «Γιατί δεν μου το είπες; Πήρα εκατοντάδες τηλεφωνήματα από εκδότες». Μου φάνηκε πολύ αστείο, να έχουμε εκδοτικό πόλεμο για ένα ανύπαρκτο βιβλίο».

Καθόμαστε στο σπίτι της στο Νέο Δελχί, ένα διαμέρισμα που το εσωτερικό του, ντυμένο με σκούρα πλακάκια και ανοιχτόχρωμο ξύλο, το σχεδίασε η ίδια, πρώην φοιτήτρια αρχιτεκτονικής. Παρ’ όλο που είναι παντρεμένη με τον σκηνοθέτη Πραντίπ Κρίσεν, το διαμέρισμα είναι ο «χώρος της». Εκείνος μένει σε άλλο σπίτι. «Το να ζω τις δικές μου αντιθέσεις είναι ήδη αρκετά δύσκολο – το να επιβάλλω τις πολιτικές μου θέσεις σε κάποιον άλλο, στην καθημερινότητά του και στις επιλογές του, είναι κάτι που δεν μου αρέσει. Αποφάσισα λοιπόν να έχω τον δικό μου χώρο».

Λέει πως έχει ξεκινήσει το καινούργιο μυθιστόρημα, αλλά δεν έχει ιδέα πότε θα το τελειώσει. Εχουν ακουστεί φήμες πως μπορεί να αναφέρεται στο Κασμίρ, αλλά η Αρουντάτι κουνάει αρνητικά το κεφάλι. «Δεν είναι αλήθεια. Η μυθοπλασία μου ποτέ δεν αφορά μια πολιτική υπόθεση. Αν ήθελα να υποστηρίξω κάτι δεν θα έγραφα μυθιστόρημα, αλλά ένα άμεσα πολιτικό κείμενο».

Κάποιες ενδείξεις για τον προσανατολισμό της μπορεί να φανερωθούν από τα τρέχοντα διαβάσματά της. Στο κομοδίνο της υπάρχουν έργα του Τόμας Πέιν, του ριζοσπάστη «ιδρυτή πατέρα» της αμερικανικής δημοκρατίας, και του βικτωριανού μυθιστοριογράφου Καρόλου Ντίκενς. Το κοινό που ενώνει τους δύο αυτούς συγγραφείς είναι η υποστήριξη της Γαλλικής Επανάστασης και μια έντονη συμπάθεια για τις κατώτερες τάξεις που ανέτρεψαν την κυρίαρχη ελίτ. «Από πολλές απόψεις, το Παρίσι του τότε μοιάζει με το Δελχί του σήμερα. Είναι λάθος να νομίζουμε πως κάθε τι που λέμε είναι καινούργιο και πρωτότυπο». Σαν την προεπαναστατική Γαλλία, η Ινδία σήμερα βρίσκεται στο χείλος της βίας, πιστεύει η συγγραφέας. Βλέπει την πατρίδα της να αποσυντίθεται αντί να ανασυγκροτείται – συγκλονισμένη από την επίθεση της «εταιρικής παγκοσμιοποίησης».

Οι ζοφερές προβλέψεις της Αρουντάτι για την Ινδία έχουν συμβάλει στην απομόνωσή της, καθώς η κυρίαρχη άποψη είναι πως η χώρα, με τις πυρηνικές της βόμβες και το ανθηρό Μπόλιγουντ, είναι μια υπερδύναμη εν αναμονή. Σύμφωνα με τη συγγραφέα, ορισμένες περιοχές της Ινδίας, όπως το δυτικό κρατίδιο του Γκουτζαράτ -σκηνή ενός αιματηρού πογκρόμ εναντίον μουσουλμάνων πριν από πέντε χρόνια- είναι εκτός πρόσβασης γι’ αυτήν, εξαιτίας των εκστρατειών διαμαρτυρίας στις οποίες πρωτοστάτησε. Πριν από λίγα χρόνια φυλακίστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα με την κατηγορία της περιφρόνησης δικαστηρίου στη διάρκεια των εκδηλώσεων διαμαρτυρίας εναντίον της κατασκευής του μεγάλου φράγματος στη Ναρμάντα, ενός έργου με σοβαρές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Αλλά και για τον «Θεό των μικρών πραγμάτων» αντιμετώπισε κατηγορίες για προσβολή της δημοσίας αιδούς, υπόθεση που εκκρεμούσε επί δέκα χρόνια στα δικαστήρια και που παραγράφηκε πρόσφατα.

Σε αντίθεση με άλλους Ινδούς συγγραφείς διεθνούς φήμης, οι οποίοι μετεγκαταστάθηκαν στη Βρετανία ή στις ΗΠΑ, η Αρουντάτι είναι αποφασιμένη να παραμείνει ένα αγκάθι στο πλευρό του κατεστημένου στην Ινδία. «Εδώ βλέπεις το τι συμβαίνει, πώς εκδιώκονται άνθρωποι από τα χωριά τους, από τις πόλεις, υπάρχει μια παράνοια στον αέρα και όλα ζαχαρώνονται από την υπνωτική ψευτιά των ταινιών του Μπόλιγουντ. Η ινδική μεσαία τάξη έχει μόλις βυθιστεί στο όργιο του καταναλωτισμού».

Παραδέχεται ωστόσο ότι το είδος της μη βίαιης διαμαρτυρίας στην οποία συμμετέχει εδώ και μια δεκαετία έχει αποτύχει στην Ινδία, ένα κράτος θεμελιωμένο πάνω στις αρχές του Γκάντι για την ειρηνική αντίσταση. «Δεν είμαι και τόσο ένθερμη οπαδός του Γκάντι. Στο κάτω κάτω, ο Γκάντι ήταν ένας «σούπερσταρ». Οταν κατέβαινε σε απεργία οι πάντες αναστατώνονταν. Αν οι άνθρωποι μιας φτωχογειτονιάς κάνουν απεργία πείνας κανένας δεν πρόκειται να δώσει δεκάρα».

Αμφισβητώντας τη μη βία

Οπως λέει, οι ακτιβιστές έχουν εξαντληθεί από τις μάταιες προσπάθειές τους να επηρεάσουν τα δικαστήρια και τον Τύπο. Η ίδια πλέον δεν καταδικάζει τους ανθρώπους που παίρνουν τα όπλα απέναντι στην κρατική καταπίεση. Αντί το ινδικό κράτος να πεισθεί από το δίκαιο των υποθέσεων για τις οποίες γίνονται αγώνες, απλώς προσπαθεί να εξαγοράσει τους ανθρώπους που πρωτοστατούν. Η δύναμη του επιχειρήματος, λέει χαρακτηριστικά η συγγραφέας, αντιμετωπίζεται με το επιχείρημα της δύναμης. Ηταν μεγάλη η απογοήτευσή της όταν έμαθε ότι ένας συναγωνιστής της, ακτιβιστής για το περιβάλλον, δέχτηκε να πάρει βραβείο ενός εκατομμυρίου δολαρίων από μια πολυεθνική της μεταλλουργίας, την Alcan, η οποία έχει κατηγορηθεί για αρπαγή αγροτικής γης στην ανατολική Ινδία. Τα πλοκάμια των μεγάλων εταιρειών έχουν μάθει να εναγκαλίζονται τις ΜΚΟ. Το αποτέλεσμα, λέει, είναι το φιλανθρωπικό ταμείο της Tata, της μεγαλύτερης ιδιωτικής εταιρείας της Ινδίας, να χρηματοδοτεί «τους μισούς ακτιβιστές στη χώρα».

Η συγγραφέας πιστεύει ότι έχει δώσει στους ιδεολογικούς αντιπάλους της έναν βολικό στόχο μίσους. «Στην Ινδία με απεικονίζουν σαν μια υστερική, αντεθνικίστρια στρίγγλα», λέει. «Σ’ αυτό το παιχνίδι αντιπαλότητας που παίζεται μπορείς να απαντήσεις προβάλλοντας γεγονότα και αριθμούς, αυτά όμως δεν είναι οι μόνες αλήθειες… Την έχω δώσει αυτήν τη μάχη. Ομως, η απόσταξη αυτών των πραγμάτων μέσα στη λογοτεχνία είναι ένα διαφορετικό είδος παρέμβασης».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή