Οικονομική υπερδύναμη ο στρατός

Οικονομική υπερδύναμη ο στρατός

5' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εστιάζοντας στις πολιτικές παρεμβάσεις των Ενόπλων Δυνάμεων, ο διεθνής Τύπος συχνά παραβλέπει μία άλλη πτυχή της δράσης του στρατεύματος, που αποτελεί πρωτοτυπία σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι τουρκικές Ενοπλες Δυνάμεις αποτελούν οικονομική υπερδύναμη, με δυναμική παρουσία στους σημαντικότερους τομείς της οικονομίας.

Το στράτευμα συμμετέχει στον οικονομικό βίο μέσω του Ταμείου Αλληλοβοήθειας Στρατού (ΟΥΑΚ), που θεωρείται ο οικονομικός βραχίονας των Ενόπλων Δυνάμεων. Ενας κολοσσός τριάντα και πλέον εταιρειών, με άνω των σαράντα χιλιάδων εργαζομένων και κύκλο εργασιών άνω των 6,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Με επιθετική πολιτική εξαγορών και έντονη συμμετοχή στις ιδιωτικοποιήσεις και τους κρατικούς διαγωνισμούς, ο ΟΥΑΚ αποτελεί έναν από τους δυναμικότερους επενδυτές της Τουρκίας. Δραστηριοποιείται στους τομείς των τραπεζών, των ασφαλειών, της αυτοκινητοβιομηχανίας, της χαλυβουργίας, των τσιμέντων, των τροφίμων, της ενέργειας και της τεχνολογίας, μεταξύ πολλών άλλων. Στους εταίρους του συγκαταλέγονται η Renault, η General Motors και η General Εlectric.

Οικονομικό παρακράτος

Ο ΟΥΑΚ ιδρύθηκε το 1961, αμέσως μετά το πραξικόπημα του 1960. Το ταμείο λειτουργεί ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, με σκοπό να παρέχει στα μέλη του σύνταξη πέραν και επιπροσθέτως της παρεχομένης από το ταμείο ασφαλείας των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά και φθηνή στέγη και καταναλωτικά αγαθά. Κάθε μέλος των Ενόπλων Δυνάμεων καθίσταται αυτομάτως μέλος του ΟΥΑΚ, που έχει σήμερα 217.000 «μετόχους». Οι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί συνεισφέρουν στον ΟΥΑΚ ένα 10% των αποδοχών τους, που κρατείται αυτομάτως ως υποχρεωτική εισφορά. Ετσι, το ταμείο απολαύει μιας σταθερής ροής κεφαλαίου.

Οπως εύστοχα παρατήρησαν αναλυτές και οικονομικοί παράγοντες, ο ΟΥΑΚ δεν γιγαντώθηκε χάρη στο επιχειρηματικό δαιμόνιο των στρατηγών. Ο οργανισμός λειτουργεί υπό το καθεστώς ειδικού νόμου και απολαύει, από ιδρύσεως, θεαματικών φορολογικών και άλλων προνομίων. Παρά την επιθετική επιχειρηματική του δράση, εξαιρείται του εταιρικού φόρου, που ανέρχεται αυτή τη στιγμή στο 30%, και άλλων φόρων και τελών.

Πέραν των φορολογικών διευκολύνσεων που του παρέχει η νομοθεσία, ο ΟΥΑΚ επωφελήθηκε και από τον προστατευτισμό που χαρακτήριζε την τουρκική οικονομία μέχρι τα ανοίγματα της περιόδου της πρωθυπουργίας Τουργκούτ Οζάλ, στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Η ταχύτερη ανάπτυξη του ταμείου πραγματοποιήθηκε τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, όταν η οικονομία ελεγχόταν ακόμη αυστηρά από το κράτος, σύμφωνα την αρχή του «κρατισμού» που αποτελεί ένα από τα έξι θεμέλια του Κεμαλικού ιδεολογικού οικοδομήματος. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα του ρόλου που ο κρατικός προστατευτισμός του παρελθόντος διαδραμάτισε στη γιγάντωση του ΟΥΑΚ, οι Τούρκοι αναλυτές αναφέρουν την περίπτωση της ΟΥΑΚ-Renault. Η κοινοπραξία με τη Γαλλική Renault ήταν η πρώτη μεγάλη διεθνής συνεργασία που θεμελίωσε ο ΟΥΑΚ, το 1968. Μόλις η εταιρεία ξεκίνησε την παραγωγή αυτοκινήτων, η εισαγωγή τους από το εξωτερικό απαγορεύθηκε. Σήμερα, η ΟΥΑΚ-Renault, αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες και πλέον κερδοφόρες επιχειρήσεις της χώρας, ενώ κατέχει την πρώτη θέση στην εγχώρια αγορά επιβατηγών αυτοκινήτων. Το 2006, η ΟΥΑΚ-Renault ήλεγχε το 16% της εν λόγω αγοράς, ενώ σημείωσε τζίρο 2,2 δισεκατομμυρίων ευρώ. Τα τελευταία δέκα χρόνια, σύμφωνα με την εφημερίδα Ραντικάλ, η κοινοπραξία σημείωσε εξαγωγές επιβατηγών αυτοκινήτων της τάξης των 6,7 δισεκατομμυρίων ευρώ.

Εκτός από τις κάθε είδους διευκολύνσεις, δεν έλειψαν και οι απευθείας κρατικές επιχορηγήσεις στον ΟΥΑΚ. Το τουρκικό κράτος θεώρησε σκόπιμο να βοηθήσει το στράτευμα, ώστε να λάβει ενεργό ρόλο στην ανάπτυξη εγχώριας βιομηχανίας. Κρατικές επιχορηγήσεις επέτρεψαν στον ΟΥΑΚ να ιδρύσει τις τσιμεντοβιομηχανίες που τώρα συναπαρτίζουν τον δεύτερο μεγαλύτερο όμιλο της αγοράς, της οποίας ελέγχουν γύρω στο 15%, με ετήσια παραγωγή που ξεπερνά τα έξι εκατομμύρια τόνους και τζίρο εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων. Παράλληλα, ο ΟΥΑΚ δραστηριοποιείται στον τραπεζικό τομέα μέσω της ΟΥΑΚΒΑΝΚ, τράπεζας μεσαίου μεγέθους η αξία της οποίας αποτιμάται σε δύο δισεκατομμύρια δολάρια. Το γεγονός ότι όλοι οι στρατιωτικοί έχουν αυτόματα δικαίωμα ανοίγματος λογαριασμού στην ΟΥΑΚΒΑΝΚ, από την οποία λαμβάνουν τους μισθούς και τις συντάξεις τους, εξασφαλίζει στην τράπεζα σταθερή πελατεία και θεωρείται προσβολή των κανόνων της ελεύθερης αγοράς. Ο ΟΥΑΚ έχει ιδιαίτερα δυναμική παρουσία και στον τομέα των ασφαλειών, όπου δραστηριοποιείται μέσω της Αxa-ΟΥΑΚ Sigorta, κοινοπραξίας με τη Γαλλική Axa. Η Axa-OYAK αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη εταιρεία ασφαλειών που δραστηριοποιείται στην τουρκική αγορά, της οποίας ελέγχει το 12% περίπου.

Εκτός από τις εταιρείες του ομίλου ΟΥΑΚ, σημαντική από οικονομικής απόψεως θεωρείται η δραστηριότητα του στρατεύματος στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας. Το Ιδρυμα Ενδυνάμωσης των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων ελέγχει τις εταιρείες Aselsan, TAI, Havelsan και Roketsan, οι οποίες πρόσφατα περιεβλήθησαν τον τύπο της εταιρείας συμμετοχών (holding). Οι εν λόγω εταιρείες δραστηριοποιούνται στον τομέα της ηλεκτρονικής τεχνολογίας, αεροβιομηχανίας, σχεδιασμού και παρασκευής βλημάτων αντίστοιχα.

Ο ΟΥΑΚ αποτελεί έναν από τους δυναμικότερους Τούρκους επενδυτές, με μεγάλη συμμετοχή στις πρόσφατες ιδιωτικοποιήσεις και κρατικούς διαγωνισμούς. Επιχειρηματίες διαμαρτύρονται ότι η εξακολούθηση του προνομιακού καθεστώτος του δεν συνάδει με την ελεύθερη συμμετοχή του στην οικονομία της αγοράς, αλλά συνιστά αθέμιτο ανταγωνισμό έναντι των λοιπών επενδυτών. Τονίζουν ότι απ’ όλες τις χώρες του κόσμου, αντίστοιχο με τον ΟΥΑΚ μόρφωμα μόνο στη Γουατεμάλα απαντάται.

Σύγκρουση συμφερόντων

Ο δικηγόρος Εργκίν Τσινμέν υποστηρίζει ότι η συμμετοχή στρατηγών ταυτόχρονα στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, το οποίο γνωμοδοτεί επί των σημαντικότερων θεμάτων εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, και στο διοικητικό συμβούλιο ενός εμπορικού οργανισμού (ΟΥΑΚ) αποτελεί σύγκρουση συμφερόντων. Ο Τσινμέν αναφέρεται στην κατά 50% αύξηση των κερδών του ΟΥΑΚ κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 2001, όταν πολλές επιχειρήσεις κατέρρευσαν. Χαρακτηριστικά, ο γενικός διευθυντής του ταμείου Τζοσκούν Ουλούσοϊ είχε δηλώσει: «Οπου υπάρχει κρίση, υπάρχουν και ευκαιρίες!» Πολλοί οικονομικοί αναλυτές μιλούν για σκάνδαλο και ισχυρίζονται ότι το στράτευμα διέθετε εσωτερική πληροφόρηση για την επερχόμενη κρίση, πληροφόρηση που το ώθησε να αγοράσει συνάλλαγμα πριν από την κατάρρευση της τουρκικής λίρας, αυξάνοντας σημαντικά τα κεφάλαια του ΟΥΑΚ.

Επικερδής «πατριωτισμός»

Η «επιδοτούμενη» οικονομική δύναμη του στρατού, ωστόσο, κάθε άλλο παρά ανησυχεί την ευρύτερη κοινή γνώμη. Η δράση του εκλαμβάνεται ως φραγμός στην είσοδο του ξένου «ιμπεριαλιστικού» κεφαλαίου σε «τομείς στρατηγικής σημασίας». Το καλοκαίρι του 2005, πολίτες και πολιτικοί εύχονταν οι υπό ιδιωτικοποίηση Turk Telecom, η χαλυβουργία Ερντεμιρ και τα διυλιστήρια Τούπρας να περάσουν στην ιδιοκτησία του ΟΥΑΚ. Βουλευτής του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης ζήτησε να κατακυρωθούν στο στράτευμα οι εν λόγω εταιρείες, επειδή «οι ξένοι αγοραστές δεν ενδιαφέρονται για το καλό της Τουρκίας».

Ο ΟΥΑΚ προκάλεσε παγκόσμια αίσθηση με την εξαγορά, τον Οκτώβριο του 2005, του 46,12%  της χαλυβουργίας Ερντεμιρ έναντι 2,77 δισεκατομμυρίων δολαρίων, εκτοπίζοντας κολοσσούς όπως η Arcelor και η Mittal (που ακόμη δεν είχαν συγχωνευθεί). Ταυτόχρονα, συμμετείχε στις ιδιωτικοποιήσεις της Turk Telecom, των διυλιστηρίων Τupras και της Telsim, δεύτερης μεγαλύτερης εταιρείας κινητής τηλεφωνίας της Τουρκίας. Πολλοί εξέφρασαν ανοιχτά την απογοήτευσή τους που ο ΟΥΑΚ δεν κατόρθωσε να ανταγωνιστεί τους ξένους κολοσσούς στις τελευταίες αυτές ιδιωτικοποιήσεις.

Οι αντιδράσεις που καταδεικνύουν με τον εναργέστερο τρόπο τη νοοτροπία μεγάλου μέρους της τουρκικής κοινής γνώμης σημειώθηκαν ακριβώς κατά τη διάρκεια της δημοπρασίας της Ερντεμιρ και αμέσως μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος. Ο Ριφάτ Χισαρτζικλίογλου, πρόεδρος ομίλου επενδυτών που συμμετείχε στην ιδιωτικοποίηση της Ερντεμιρ αλλά αποκλείσθηκε από τον ΟΥΑΚ, δήλωνε απόλυτα ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα της πώλησης. Ο λόγος: ότι η χαλυβουργική παρέμενε σε τουρκικά χέρια. Κάποιοι δημοσιογράφοι, μάλιστα, δήλωναν ότι «ποτέ δεν έχουμε κάποιον που έχασε ιδιωτικοποίηση να είναι τόσο ευτυχής». Σημειωτέον ότι ο κ. Χισαρτζικλίογλου είχε προσέλθει στη διαδικασία με τουρκικό σημαιάκι. Αλλά και ο αντίθετος στην ιδιωτικοποίηση δήμαρχος της πόλης Ερεγλί, όπου βρίσκεται η Ερντεμιρ, δήλωσε: «Μόνη μας παρηγοριά ότι την αγόρασε ο στρατός». Οι περίπου 7.000 εργαζόμενοι στη χαλυβουργία σταμάτησαν τις πολύμηνες κινητοποιήσεις τους μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος.  

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT